Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Γράφει η Ανδριάννα Θωμά.
Καλοκαίρι 2015, φρεσκοχωρισμένη εγώ, αλλά μη φανταστείς ότι ήταν κι επώδυνο. Δούλευα σε ένα μαγαζάκι, σερβιτόρα. Ο χρόνος μου ήταν λίγος για να βγω να διασκεδάσω ή να απολαύσω τα ξέγνοιαστα μπανάκια, οπότε ευκαιρία για νέες γνωριμίες δεν είχα.
Φτάνει Δεκαπενταύγουστος και βγαίνω με την παρέα μου βράδυ σε ένα μαγαζί δίπλα στη θάλασσα. Παρατηρώ ένα νέο πρόσωπο στην παρέα, τουλάχιστον για μένα αλλά και πάλι δεν ενδιαφέρθηκα να γνωριστώ. Πες με αντικοινωνική, δε μου έκανε καθόλου το κλικ κι ας τον παρατήρησα από πάνω μέχρι κάτω. Μπλούζα Batman, φράντζα και μάτια μισόκλειστα, ένα κλαρινοκαρτούν με μούφα κάρτα γραφικών. Αυτός λοιπόν, ήταν ήδη πολύ φίλος με τη παρέα μου αλλά εγώ δεν τον είχα ξαναδεί.
Δέκα λεπτά μετά λοιπόν, βλέπω ένα φίλο μου κάτι να του ψιθυρίζει και να με κοιτάει. «Γνωριστείτε» , τον ακούω να λέει και βλέπω αυτόν να μου απευθύνει τον λόγο. «Γιώργος, χάρηκα». Σκέφτομαι ότι για να γίνει τόσο ξαφνικά, μπορεί να είναι και τρολιά. Εγώ η κυρία, δίνω το χεράκι μου και συστήνομαι με το δεύτερό μου όνομα, Λυδία -το βαφτιστικό μου είναι Ανδριάννα. Ο εξυπνάκιας είχε ρωτήσει πώς με λένε οπότε μου απαντάει πολύ χαλαρός πώς δεν είναι αυτό το όνομά μου. «Ούτε εσένα σε λένε Γιώργο όμως» του λέω. Σοβαρεύει μιας και δε το περίμενε και μου λέει το πραγματικό του όνομα. Δημήτρης λοιπόν. «Καλός μαλάκας» σκέφτηκα και για το υπόλοιπο της βραδιάς δεν του έδωσα καθόλου σημασία.
Μιλούσα με τα υπόλοιπα παιδιά, χορεύαμε, τραβήξαμε φωτογραφίες. Κάνω check in, βλέπω ότι είναι και αυτός μέσα στη φωτογραφία, αtagάριστος έμεινε προφανώς -σιγά μη τον έκανα και add. Γυρνάω στο σπίτι με κάποιον από την παρέα και ευτυχώς δεν ήταν στο ίδιο αμάξι μαζί μου. Ωραία λέω, ηρεμήσαμε. Η αλήθεια είναι ότι από αυτά που διαβάζετε, δεν έγινε και κάτι τόσο συνταρακτικό για να τον αντιπαθήσω τόσο, ίσως όμως έχει να κάνει με αυτό που λέμε «η πρώτη εντύπωση». Έλα όμως που δε βγαίνει και πάντα αληθινή.
Την επόμενη ημέρα ξυπνάω και βλέπω μήνυμα να πάω για μπάνιο με τα παιδιά. Ήξερα ότι δουλεύω στις έξι αλλά οκ, σιγά. Έρχεται με παίρνει ο Κώστας και τον ρωτάω ποιοι θα έρθουν μαζί. Ακούω κι εγώ «Θυμάσαι το παιδί που γνώρισες χθες; Ε, θα έρθει κι αυτός». Ξενερώνω, αλλά τι να του πω; Βλέπω ότι αυτός μένει σχεδόν στην από κάτω γωνία από το σπίτι μου. Μάλιστα, γειτονάκια.
Στη διαδρομή δεν του μίλησα σχεδόν καθόλου ώσπου φτάσαμε στο μαγαζί το οποίο ήταν το ίδιο με το χθεσινό. Παραγγέλνουμε. Ήταν λίγο αμήχανη η φάση μεταξύ εμού και του Δημήτρη αλλά από το πουθενά, πιάνουμε συζήτηση. Μπορεί το θέμα μας να ήταν ότι φεύγει για Τσεχία και ότι σπουδάζει στην Κρήτη μα εκείνη την στιγμή, τα μάτια μας μας πρόδωσαν. Αυτά τα μισόκλειστα μάτια με κοιτούσαν πολύ διαφορετικά. Όταν αντιλήφθηκα την όλη φάση και ότι υπάρχει κάτι ανάμεσά μας διακόπτω τη συζήτηση αρκετά απότομα λέγοντας πως θα πάω να βουτήξω.
Δεν ξέρω τι έγινε μέσα μου, είναι σαν να ένιωσα ένα από αυτά τα μικρά σκιρτήματα και ξαφνικά ακούω κάτι το οποίο μου κόβει τα φτερά αμέσως. Μετά από λίγη ώρα, ήρθε και αυτός. Ήθελα να του τραβήξω τη προσοχή και αρχίζω να του πετάω μικρά πετραδάκια. Οι υπόλοιποι, ήταν μαζεμένοι ενώ εγώ και αυτός συνεχίζαμε. Παίζαμε και γελούσαμε σαν μικρά παιδιά. Ένιωθα τόσο ξέγνοιαστη, τον έβλεπα να γελάει και αισθανόμουν ακόμη πιο όμορφα. Με παρατηρούσε πάρα πολύ, σαν να του άρεσε να με βλέπει να χαμογελώ και να είναι αυτός η αιτία. Δεν ήθελα να φύγω από εκεί αλλά ήδη είχα αργήσει.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της δουλειάς τον σκεφτόμουν, δεν μπορούσα να τον αφήσω έτσι, ήθελα να τον γνωρίσω. Του έστειλα μήνυμά το βράδυ να δώ που βρίσκεται. Ένα τέρμα φιλικό «Πού ‘σαι ρε;» που αμέσως το διάβασε. «Σου ‘λειψα;» ανταποκρίθηκε. Ήταν με την παρέα. Έκανα ένα μπανάκι βιαστική και πήγα να τον βρω. Όταν έφτασα μου χαμογέλασε. Ήταν συνέχεια όμως με το κινητό. Αναρωτιόμουν τι το ενδιαφέρον θα έβρισκε εκεί ενώ με εμένα πέρασε τόσο όμορφα. Ξεστομίσανε ότι ακόμα τον ενοχλεί η πρώην του. Πώς να κάνω κίνηση εγώ; Δεν ήξερα τίποτα σχετικά με αυτό. Τα παιδιά μιλούσαν για εμένα και για εκείνον για να δουν αν έχουμε κοινά ενδιαφέροντα. Δε θέλαμε να μιλήσουμε μπροστά τους, αυτό έκανε μπαμ.
Η βραδιά μας συνεχίστηκε πολύ όμορφα, κρατήσαμε τα προσχήματα και αποφασίσαμε να βρεθούμε στο σπίτι του, οι δυο μας την επόμενη μέρα. Όταν γύρισα σπίτι, μου έστειλε μήνυμα. Εκεί πήρα ελπίδες χωρίς να σκεφτώ ότι αυτό που πρόκειται να ξεκινήσω ίσως με πληγώσει λόγω απόστασης. Το είχα δεδομένο στο μυαλό μου ότι θα εξελιχθεί. Συνέχισα να μιλάω μαζί του μέχρι που με πήρε ο ύπνος. Η επόμενη ημέρα ήταν και η τελευταία που θα τον έβλεπα.
Πήγα σπίτι του λοιπόν. Όταν μπήκα, σχολίασε το άρωμά μου. Καλό σημάδι. Εκεί ξεκίνησαν όλα. Είχε ένα ράντζο με αρκετά μαξιλάρια. Δε δίστασα να πάρω αγκαλιά κάποιο. Επί δύο ώρες μιλούσαμε. Παιδί χωρισμένων γονιών και αυτός μόνο που τα πράγματα μεταξύ τους είναι πιο ισορροπημένα απ’ ότι με τους δικούς μου. «Τι τυχερός είσαι», του λέω. Αυτός με κοίταξε και μου είπε πως ήθελε να μάθει πολύ για αυτό το θέμα. Κατάλαβε ότι με πονάει αλλά κι εγώ από μεριάς μου ότι ενδιαφερόταν πραγματικά.
Όλα πήγαιναν πολύ καλά, αλλά εμένα με έτρωγε και το γεγονός ότι υπάρχει η επαφή με τη πρώην. Μήπως δεν είχαν ξεκαθαρίσει; Μήπως δεν ήταν οριστικό; Τον ρώτησα ευθέως. Μου ξεκαθάρισε τη θέση του και ότι ο λόγος που μιλάει μαζί της είναι επειδή ξενοίκιασε και αυτή έχει τα πράγματά του. Η κοπέλα ήταν ακόμη κολλημένη. Λογικό, αλλά ο ίδιος μου επιβεβαίωσε ότι δεν τρέφει καθόλου συναισθήματα αλλιώς δε θα ήταν και δική του απόφαση. Ελεύθερο πεδίο λοιπόν.
Η ώρα είχε περάσει, έπρεπε να φύγω. Τον αποχαιρέτησα χωρίς να ξέρω αν θα έρθει πάλι για λίγο. Θα πήγαινε Αθήνα για να φτιάξει τα τελευταία του χαρτιά. Έφυγα με μισή καρδιά από το σπίτι του. Το βράδυ πάλι κρατήσαμε παρέα ο ένας στον άλλον και μου είπε πως θα κοιμόταν με το μαξιλάρι που κρατούσα γιατί μύριζε το άρωμά μου. Ήθελα να μείνει, ήταν κρίμα να είχαμε κάνει μια τόσο καλή αρχή και να το αφήναμε εκεί.
Μετά από δυο μέρες απουσίας του και ανταλλαγή 3 χιλιάδων μηνυμάτων, χτυπάει το τηλέφωνο. Ήμουν στη δουλειά. Βγήκα έξω και μου λέει «Αυτά τα παπούτσια καινούρια είναι;». Σκαλώνω. «Δημήτρη πού είσαι, δεν πήγες για φαγητό με τα παιδιά;» του απαντώ. Να κοιτάζω δεξιά, αριστερά και ξαφνικά τον βλέπω στη γωνία. Είχα πολύ καιρό να με δω τόσο ευτυχισμένη, μπήκα στο μαγαζί και έτρεμαν τα πόδια μου. Μου πρότεινε να πάμε με τη παρέα σε ένα πάρτυ στο μαγαζί όπου γνωριστήκαμε.
Έτσι λοιπόν και έγινε. Ο Δημήτρης μ’ έπαιρνε συνέχεια για χορό. Εξαιρετικός θα έλεγα στα hip hop. Έτσι ξαφνικά, με τραβάει με πολύ ήρεμο τρόπο από το χέρι λέγοντάς μου ότι θέλει να μου μιλήσει. Μου εξομολογήθηκε ότι άρχιζε να έχει συναισθήματα αλλά δεν ήθελε να με αναγκάσει να τον περιμένω μέχρι να γυρίσει. Απλούστατα του είπα πως θέλω πολύ να το προσπαθήσω και ότι όπου και αν πήγαινε εγώ θα τον ακολουθούσα. Ξαφνιάστηκε ευχάριστα. Με φιλάει. Δεν είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου το πρώτο φιλί να κουμπώνει τόσο πολύ με κάποιον. Δεν ξεκολλάγαμε με τίποτα. Αποφασίσαμε να είμαστε μαζί και όπου βγει μιας και οι δυο μας το θέλαμε σαν τρελοί. Εκείνο το βράδυ ήταν από τα καλύτερα της ζωής μου.
Περνάνε οι μέρες, ήμασταν υπέροχα μαζί ώσπου έφτασε η μέρα που θα τον πήγαινα στα ΚΤΕΛ για να πάρει το λεωφορείο να επιστρέψει και μετά από εκεί να έκανε το ταξίδι του προς την Τσεχία. Η Τσεχία ήταν ένας εφιάλτης για εμένα ακόμη και αν ήξερα ότι θα του έκανε καλό για τις σπουδές του. Για λίγα λεπτά δε μιλούσε καθόλου όταν ξαφνικά μου απηύθυνε τον λόγο. Από τη φωνή του καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά. Μου είπε πως δεν ήθελε να κάνει αυτό το ταξίδι, δεν ήθελε να με αποχωριστεί. Τα χαρτιά του τα είχε καθυστερήσει επειδή είχε έρθει να περάσουμε χρόνο μαζί και το είχε μετανιώσει. Όταν έφτασε Αθήνα, μου είπε ότι πήρε την απόφαση να μην πάει. Βάζω τα κλάματα και ταυτόχρονα προσπαθώ να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Ήταν πολύ μεγάλο και γλυκό αυτό που έκανε.
Από το πρώτο βράδυ της γνωριμίας μας θα μπορούσε να είχε φύγει και να τελείωνε πριν καν αρχίσει. Ποιος είπε ότι οι καλοκαιρινοί έρωτες δεν κρατούν; Όταν θέλεις κάτι πραγματικά, το timing είναι ένα τίποτα. Από τότε έχουν περάσει 9 μήνες που είμαστε μαζί, αγαπιόμαστε πολύ και η Κρήτη δεν είναι εμπόδιο μιας και βρισκόμαστε συχνά. Ο Δημήτρης θα μπορούσε να παραμείνει ένας καλοκαιρινός έρωτας, να φύγει και κάποιος άλλος να έρθει. Αφού δεν έφυγε μία φορά, δε θέλω να φύγει ποτέ πάλι ό,τι κι αν συμβεί.
Δημήτρη, είσαι ο έρωτάς μου.
Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.
Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Ανδριάννας και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!