Είναι εκείνο το πρόσωπο που περνούν τα χρόνια, περνούν οι άνθρωποι, οι σχέσεις, οι στιγμές, αλλά εσείς οι δύο διατηρείτε μία αμοιβαία συμπάθεια, ένα φλερτ, μία επιβεβαίωση ότι είναι αρεστός ο ένας στον άλλον. Είναι συνήθως πάντα εκεί χωρίς να το ζητήσεις, όποτε κι αν γυρίσεις να κοιτάξεις. Μπορεί να έχουν περάσει κάποια χρόνια, σχέσεις ακόμα κι εντάσεις μεταξύ σας. Μπορεί η κοινή σας εμπειρία να μετρά λίγες μόνο στιγμές, αυτή η φιγούρα όμως χωρίς να φωνάζει ή να φαίνεται με γυμνό μάτι είναι εκεί. Είναι εκεί μ’ έναν τρόπο πολύ ξεχωριστό μα ίσως και παράξενο, ακαταλαβίστικο για όλους τους άλλους. Ίσως κάπου-κάπου οι ζωές σας να έχουν ενωθεί, προσωρινά ή και για λίγο περισσότερο, μπορεί όλα να αλλάζουν γύρω σας, αλλά εσείς παραμένετε η σταθερά της ζωής του ενός για τον άλλον.
Δεν είναι εύκολες αυτές οι σχέσεις, το να διατηρηθούν και να μην επηρεαστούν από εξωγενείς παράγοντες φαντάζει αδύνατον, μα εσείς το κάνατε εφικτό. Δίνεις χωρίς να μετράς τι παίρνεις πίσω, είσαι εκεί κι ας μην είσαι προτεραιότητα, ακούς και δίνεις συμβουλές κάποιες φορές εις βάρος σου. Οι γύρω σας σάς προτρέπουν να κόψετε τους δεσμούς, «δεν είναι φυσιολογικό αυτό που έχετε» σου λένε κι εσύ γελάς με μία θλίψη στα μάτια, αφενός γιατί το γνωρίζεις πρώτος κι αφετέρου γιατί λυπάσαι για εκείνους που δε θα το ζήσουν ποτέ. Αυτές οι σχέσεις χρειάζεται να μπορείς να αντέχεις, χωρίς να σε υποτιμούν, δεν μπορείς να περιμένεις κάτι, εσείς οι δύο δε θα φτάσετε κάπου, τουλάχιστον όχι μαζί. Αν μπορέσεις να συνειδητοποιήσεις αυτήν την κατά τα άλλα σκληρή αλήθεια, μπορείς και να προχωρήσεις μαζί με αυτόν τον άνθρωπο.
Σε μία τέτοια σχέση δεν υπάρχουν δεσμεύσεις, υποσχέσεις που περιμένουν να τηρηθούν και συμβόλαια αιώνιας αφοσίωσης. Τα δεδομένα αλλάζουν και για κάποιους λόγους χάνεις αυτή τη δεδομένη επιβεβαίωση, όχι με την έννοια της καβάτζας, όχι τόσο επιφανειακά, αλλά με την έννοια ότι έχεις ένα στήριγμα. Κάπου να μιλήσεις χωρίς να πεις πολλά, κάποιος που σε δέχεται χωρίς να πρέπει να γνωριστείτε από την αρχή και τέλος πάντων ξέρεις ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που του αρέσεις, σε αποδέχεται γι’ αυτό που είσαι, δε χρειάζεται να αποδείξεις κάτι, έχεις δείξει κάθε σου πλευρά ακόμα και την πιο αρνητική την πιο ζόρικη, σε ξέρει και παραμένει δίπλα σου.
Έρχεται όμως η στιγμή που χάνεις αυτόν τον άνθρωπο και νιώθεις μετέωρος κάπως και ίσως προδομένος. Είναι μία στιγμή που και οι δύο έχουν δίκιο, αλλά δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να αλλάξεις την κατάσταση, μόνο να την αποδεχτείς, σεβόμενος όσα σας ένωσαν και προχωρώντας χωρίς βαρίδια στα πόδια και δεσμά που τόλμησαν να σπάσουν. Δε μετανιώνουν για ό,τι έκαναν, για όσα έχασαν, το χαίρονται, απλά επιλέγουν να προχωρήσουν, έχουν το δικαίωμα και τη δύναμη να το κάνουν. Ίσως ο ένας κουράστηκε να περιμένει, κοινώς βαρέθηκε το μέλι-μέλι χωρίς την τηγανίτα και η άλλη πλευρά όμως χάνει το στήριγμά της, τη σταθερά που έμαθε και συνήθισε τόσο καιρό, μην την αδικείς. Χάνει τον άνθρωπο που τον κοιτούσε ήδη κάθε φορά που το βλέμμα του τον έψαχνε και ο άλλος νιώθει ότι χρειάζεται κάποιες ιστορίες να βάζουν τέλος. Και οι δύο διαμαρτύρονται δικαιολογημένα. Δεν μπορείς να ρίξεις το φταίξιμο σε κανέναν, δεν μπορείς να δώσεις ευθύνες ούτε σε εκείνον που δεν άντεξε, ούτε σε αυτόν που είχε λίγο ακόμα.
Μία τέτοια κατάσταση διατηρείται συνήθως για καιρό, κάποιος θα κεράσει έναν καφέ για να μάθει τα νέα, στο τέλος μίας δύσκολης μέρας ένα μήνυμα θα σε βγάλει από τις φουρτουνιασμένες σκέψεις, μία ευχή, μία όμορφη κουβέντα, μία ήρεμη βόλτα, μία ατελείωτη συζήτηση και μία συνάντηση ακριβώς λίγο πριν τα παρατήσετε, σας κρατά ενωμένους. Χωρίς πολλές εξηγήσεις κι ερωτήσεις που περισσεύουν για εσάς τους δύο. Εδώ δε χωράνε ούτε εκείνα τα «πού χάθηκες;» ούτε όμως εκείνα τα «πώς και με θυμήθηκες;». Με κάποιον τρόπο δύο τέτοιοι άνθρωποι συνεννοούνται. Επικοινωνούν κάπως ανορθόδοξα για τους άλλους, αλλά μοναδικά για τους ίδιους. Δε στέκονται -ή τουλάχιστον το προσπαθούν σκληρά- εμπόδιο για την εξέλιξη του άλλου, περηφανεύονται κρυφά για την πρόοδο και τα κατορθώματά τους, στις μεγάλες αποφάσεις της ζωής τους είναι εκεί, το έχουν συζητήσει κι έχουν μοιραστεί συμβουλές, διακριτική αλλά μόνιμη παρουσία σε όλα.
Όμως τελικά μήπως τίποτα δεν κρατάει για πάντα; Είναι αυτός ο κανόνας που επιβεβαιώνεται και στη δική τους περίσταση. Αυτός ο δεσμός ίσως δε σπάσει στ’ αλήθεια, αλλά κάποια στιγμή χάνεται η δύναμή του, η έλξη και η επιρροή που ασκεί στους πρωταγωνιστές. Κάποιος έχει τη δύναμη να το αναγνωρίσει και με σεβασμό στη δυνατή αυτή σχέση να το αποδεχτεί και να φερθεί αναλόγως. Μπορεί να αισθάνεται ότι η λάμψη του ξεθωριάζει, ότι αυτό το ανοιχτό ενδεχόμενο της ζωής του, τον οδηγεί σε αμφίβολες και εφήμερες λύσεις, πιάνει τον εαυτό του να θέλει να αλλάξει τα πάντα και να πέφτει σε τοίχο. Όλα γύρω φωνάζουν «αλλαγή» κι εκείνος κρατά πεισματικά την πιο μόνιμη θέση στη ζωή του, αυτόν τον άνθρωπο, ώσπου να φτάσει η μεγάλη στιγμή. Δεν είναι υπερβολή είναι όντως μία μεγάλη και δύσκολη στιγμή, που ίσως μέσα σου περίμενες ότι θα ‘ρθει, αλλά δεν ήθελες τόσο.
Η άλλη πλευρά, που μπορεί να είσαι κι εσύ σε αυτήν την εξίσωση, ξαφνιάζεται. Όσο κι αν το σκεφτεί ψύχραιμα, καταλαβαίνει ότι είναι μία λογική απόφαση, που ίσως ακολουθούσε κι εκείνος στη θέση σου, αλλά απ’ την άλλη νιώθει μετέωρος και μόνος. Αισθάνεται ότι δεν έχει γνώριμη γη να πατήσει. Καταλαβαίνει πως έχει στήσει έτσι τη δική του πραγματικότητα, που ο άλλος άνθρωπος δυσκολεύεται να βρει το χώρο του, αλλά πάντα έτσι ήταν, τώρα τι έπαθε, τι τον πείραξε σκέφτεται και αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα, σ’ έναν αγώνα άνισο, χωρίς όμως νικητή. Φταίει ο εγωισμός πολλές φορές που δε δέχεται την απόρριψη, ειδικά από έναν άνθρωπο που τον δεχόταν και στα χειρότερά του, μπορεί να φταίει και η συνήθεια, είχε μάθει να ζει με αυτόν τον τρόπο και τώρα δεν ξέρει πώς γίνεται, μα σίγουρα κάπου μέσα στον αχταρμά συναισθημάτων είναι και η γοητεία που ασκούσε, αλλά κι εκείνη που του ερχόταν πίσω από εκείνο το άτομο που έμοιαζε πως θα είναι πάντα δίπλα του.
Και τώρα που οι σταθερές άλλαξαν σημαίνει ότι χάθηκε εκείνο το χέρι που είχε πάντα έναν δρόμο να σου ανοίξει;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου