Η ώρα πέντε το πρωί. Γύρω μου ποτήρια κι ένα τασάκι ξεχειλισμένο από αποτσίγαρα. Το δωμάτιο πάλι τεκές. Ξέμεινα από καπνό κι έχω μείνει να κοιτώ από το παράθυρο τον άδειο δρόμο. Ξημερώνει σε λίγο, το φεγγάρι κοντεύει να χαθεί κι εγώ σε ζητώ σαν πρωινό καφέ.
Καιρό έχω να γράψω για εσένα, η αλήθεια είναι πως απέφευγα να σε δω, σταμάτησα να μαθαίνω τι κάνεις. Σε έβαλα στο mute, μωρό μου κι άρχισα να μαζεύω σιγά-σιγά τον εαυτό μου. Ώσπου ένα ωραίο πρωινό το κινητό μου χτύπησε και η οθόνη του άναψε. Μια ειδοποίηση έλεγε τ’ όνομά σου και συνέχιζε πως άρχισες να με ακολουθείς. Στο ένα λεπτό που διήρκεσε το θάρρος σου ή που συνειδητοποίησες το λάθος σου η καρδιά μου έπαιζε ταμπούρλο.
Γιατί το κάνουμε αυτό οι άνθρωποι, μου λες; Η ζωή παίζει το δικό της παιχνίδι. “Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι και δεν παίρνει τίποτα ο ένας από τον άλλο…” Ένας κύκλος κλείνει για ν’ ανοίξει ένας άλλος. Πώς μπορείς όμως να ξεκλειδώσεις όταν δεν έχεις κλειδώσει; Γιατί μπαίνεις ακόμη στο προφίλ της πρώην σχέσης σου; Εσύ δεν πήρες τότε την απόφαση να βαδίσετε σε διαφορετικά μονοπάτια; Τι πας και κάνεις τώρα; Εσύ δεν τον έβρισες τότε, δεν έσπασες ό,τι βρήκες μπροστά σου, δεν έκλαψες, δε φώναξες, δε δέχτηκες την ήττα σου; Γιατί αρνείσαι να δεχτείς το τέλος τώρα;
Ξαναέφτιαξες τη ζωή σου. Ναι, είσαι σε σχέση πια. Όμως συνεχίζεις να σκρολάρεις στα κρυφά εκείνο το προφίλ. Βλέπεις τα like ε; Μπαίνεις σε άγνωστα προφίλ και αναρωτιέσαι ποιες είναι όλες αυτές ” οι νύφες” που όταν ήσασταν μαζί αγνοούνταν. Πόσοι είναι πια “οι μνηστήρες” αναρωτιέσαι, έχει κάνει κάτι με όλους αυτούς; Σκέφτεσαι και ψάχνεις και ξαναψάχνεις και τη βλέπεις να ομορφαίνει και αναρωτιέσαι αν τώρα τελειώνει σε χέρια άλλου. Μα, να σου θυμίσω εγώ, πως εσύ την έδιωξες από τη ζωή σου και πως εσύ δεν έχεις κάνει τίποτα για να τη φέρεις πίσω. Μη μου λες ότι την αγαπάς και ότι δεν μπορείς πια. Πάλι ψέματα θα πεις γι’ αυτό σβήσε το ιστορικό αναζήτησης τώρα!
Χώρισες και ορκίστηκες πως δεν θα ξαναδεσμευτείς, πως δεν θα ξαναγαπήσεις. Είδες τον εαυτό σου να πιάνει πάτο και βολεύτηκες στις σχέσεις της μιας βραδιάς. Ικανοποιείς την καύλα σου και περνάς καλά μας λες. Πες μου, όμως, πόσο δυστυχισμένος είναι ένας άνθρωπος που κάνει έρωτα χωρίς ίχνος έρωτα; Βγαίνεις σε κλαμπ γνωρίζεις νέο κόσμο, έλα μου όμως που η γκόμενα μοντέλο ήταν σνομπ κι εκείνος ο κούκλος ψηλός πρασινομάτης ντιπ για ντιπ χαζός! Δεν χρειάζεται να συνεχίσω. Λίγο το αλκοόλ, λίγο τα παιχνίδια της μνήμης, μάντεψε σε ποιανού το προφίλ θα καταλήξεις!
Αφού τελείωσες με το τι έχει ανεβάσει, πατάς στα παλιά μηνύματα σας. Αρχίζεις να ψάχνεις, να διαβάζεις και μαγικά οι αναμνήσεις ξεπηδούν. Κι εσύ απορείς με τον εαυτό σου. Το νου σου όμως! Μην πατήσεις αυτό το διαολεμένο χεράκι, κάτω δεξιά και ξεφτιλιστούμε πάλι.
Είσαστε αλλιώς τότε, τότε δάκρυζες από χαρά και όχι από αγανάκτηση όπως τώρα. Ναι, πέρασες την φάση του πόνου και τώρα απλώς ψάχνεις το “γιατί”. Το “γιατί” ψάχνεις τώρα τα περασμένα, όμως, το έχεις απαντήσει στον εαυτό σου; Κάτι δεν έχει κλειδώσει μέσα σου καλά, κάτι έχει μείνει ανοιχτό και μπάζει.
Σκέφτεσαι τότε που χωρίσατε με τρόπο ελεεινό, θορυβώδες, αξέχαστο. Και τώρα; Καταλήξατε δυο ξένοι, πιο ξένοι από ποτέ. Πιο ξένοι και από τότε που ο ένας δεν ήξερε τ’ όνομα του άλλου. Νιώθεις πως τσακώνεστε βουβά όταν δεν λέτε ούτε ένα «γεια», όταν ο ένας γυρίζει το κεφάλι στη θέα του άλλου. Όταν τον είδες με μια, σε ένα σοκάκι, όταν σε είδε με έναν ένα ξημέρωμα. Θυμήσου όμως. Δεν πρέπει να μαλώνεις ποτέ, με όσους δεν αγαπάς, λένε.
Θα σε ρωτούσα αν αξίζει τον κόπο, αλλά σταμάτησα πια μαζί σου να ποντάρω. Πέρασε καιρός, ξημέρωσε κι εγώ τα κατάφερα και δεν μπήκα ούτε απόψε στο προφίλ σου. Πάω για τσιγάρα μα, πριν φύγω, σε πάω πάσο μωρό μου…
Επιμέλεια κειμένου Μαρίας Καλλιοντζή: Ελευθερία Παπασάββα