Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Αλίκη Ιορδανίδου.

 
Θυμάμαι εκείνο το καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι που είχα πει πως θα αλλάξω. Θα έβρισκα το νόημα της ζωής και μ’ αυτό ποια είμαι. Όλα εύκολα στα λόγια. Κανόνισα με την παρέα μου για τη μαγευτική Σκιάθο, το μέρος που κάθε φοιτητής που σέβεται τον εαυτό του έχει πάει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του .

Φτάσαμε μεσημεράκι με τον ήλιο να καίει τα κορμιά μας και τα ρούχα να γίνονται ένα με τη σάρκα μας. Αποφασίσαμε βεβιασμένα να χωριστούμε. Ο κολλητός μου, ο Μιχάλης κι εγώ θα πηγαίναμε για το τσεκ ιν και οι άλλοι τρεις, ο Κώστας, η Κατερίνα και η Μυρτώ, θ’ αναλάμβαναν τη δύσκολη δουλειά του να εξερευνήσουν τις μαγευτικές παραλίες της Σκιάθου, καθώς ισχυρίζονταν ότι ήταν πολύ κουρασμένοι για να πάνε μέχρι το ξενοδοχείο. Το τσεκ ιν θα αργούσε κανα δεκάλεπτο και όσο περιμέναμε ο Μιχάλης πήγε τουαλέτα και εγώ έκατσα σε ένα πέτρινο παγκάκι έξω από το ξενοδοχείο.

Χαλαρή και αμέριμνη έπαιρνα εθιστικές τζούρες από το τσιγάρο μου και παρακολουθούσα τον κόσμο να περνάει. Δύο αγόρια μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Ο ένας ψηλός, ξανθός με μάτια καλυμμένα από τα Rayban γυαλιά του, έχοντας την αντικειμενική ομορφιά που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Αλλά δεν ήταν αυτός που με μάγεψε. Αντίθετα ήταν ο φίλος του, ο οποίος ήταν επίσης ψηλός, με καστανά μαλλιά, τα πλάγια ξυρισμένα και τα πάνω πιο μακριά, μούσια που έκρυβαν το μισό του πρόσωπο και φορούσε γυαλιά που σε αντίθεση με τον φίλο του έδειχνε σαν να ήθελε να κρύψει ότι τα μάτια του θα μαρτυρούσαν. Τότε κάτι είπε με τον φίλο του και χαμογέλασε, με ένα χαμόγελο όλο υποσχέσεις.

Αυτός δεν είχε την αντικειμενική ομορφιά. Αυτός είχε στιλ. Στιλ που σε έκανε να παραβλέψεις την ελαφρώς μυτερή μύτη του, την αρκετά εμφανή ουλή στον δεξιό κρόταφο. Είχα κολλήσει για αρκετή ώρα προσπαθώντας να απομνημονεύσω κάθε λεπτομέρειά του, όταν επέστρεψα πάλι στο πρόσωπο του παρατήρησα ότι είχε βγάλει τα γυαλιά του και τη θέση τους είχαν πάρει δυο μαύρα μάτια, που σαν τη Μέδουσα είχαν καταστροφικές συνέπειες αν τα κοίταζες κατάματα, και με κοίταζαν έντονα. Έστρεψα κατευθείαν το βλέμμα μου αλλού μιας και το δικό του με είχε κάνει να κοκκινίσω. Έσβησα βιαστικά το τσιγάρο μου και κατευθύνθηκα προς την είσοδο του ξενοδοχείου όπου μόλις είχε εμφανιστεί και ο Μιχάλης. Το τσεκ ιν έγινε με επιτυχία και αφού αφήσαμε τα πράγματα μας στα δωμάτια, πήγαμε και βρήκαμε την παρέα μας.

Υστέρα από αρκετές βουτιές και ηλιοθεραπεία γυρίσαμε στο ξενοδοχείο και αφού ξαρμυρίσαμε, κοιμηθήκαμε για λίγες ώρες και όταν πια ήρθε το βραδάκι πήγαμε σε γνωστό κλαμπάκι.

Και κάπου εκεί χωριστήκαμε. Ο Μιχάλης και ο Κώστας, μας παράτησαν για κάτι Αγγλίδες και η Κατερίνα πέρασε όλο το βραδύ φλερτάροντας με τον μπάρμαν. Η Μυρτώ κι εγώ όμως, δεν πτοηθήκαμε και τα δώσαμε όλα στον χορό. Δε μας ένοιαζε που χορεύαμε σαν σόου κακογυρισμένης ταινίας ούτε που γινόμασταν ελαφρώς ρεζίλι, πράγματα που στο παρελθόν είχαν σταθεί εμπόδιο στην καλοπέρασή μας. Το τέλος της πρώτης βραδιάς ήρθε και με άφησε με μόνο μια σκέψη: Να είναι τόσο ωραίες και οι υπόλοιπες εφτά μέρες.

Η δεύτερη μέρα μας βρήκε ξενυχτισμένους από τη χθεσινή νύχτα αλλά με όρεξη για νέα πράγματα. Έβαλα ζορισμένα το μαύρο μου μαγιό και το πλεκτό μου μαύρο φόρεμα και κατευθυνθήκαμε προς την παραλία. Εκεί  διπλά στις μοναδικές ξαπλώστρες που βρήκαμε καθόταν ο μυστήριος άντρας με τα μαγικά μαύρα μάτια και δυο φίλοι του, ο ένας ήταν ο ξανθός. Απέφυγα να κλειδώσω το βλέμμα μου με το δικό του παρ’ ότι ένιωθα να με καίει. Υστέρα από κάποια ώρα και με την βοήθεια της μελωδίας των κυμάτων, η χθεσινή κούραση με έριξε σε έναν ελαφρύ ύπνο.

Όταν μετά από κάποια ώρα άνοιξα τα μάτια μου, κοίταξα προς την πλευρά του και τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Αυτό με τις πεταλούδες στο στομάχι ποτέ δεν το πίστευα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Πεταλούδες, πυροτεχνήματα κι ένα του χαμόγελο ήξερα ότι ήταν αρκετά για να καταλάβω ότι αυτός ο άντρας που ούτε το όνομά του δεν ήξερα, μπορούσε να μου λεηλατήσει το μυαλό. Μου χαμογέλασε και του το ανταπέδωσα. Αλλά η στιγμή δεν κράτησε όσο θα το επιθυμούσα καθώς γύρισε σε ένα χαρτί και άρχισε να γραφεί κάτι, ενώ ανά τακτά χρονικά διαστήματα μου έριχνε ματιές.

Μετά από λίγο μπήκα με τους φίλους μου στη θάλασσα, προσπαθώντας να τον βγάλω από το μυαλό μου. Όταν μετά από ώρα βγήκαμε αυτός και η παρέα του είχαν φύγει. Με απογοήτευση κατευθύνθηκα προς την ξαπλώστρα μου οπού και παρατήρησα ένα κομμάτι χαρτί. Το άνοιξα και είδα ένα ακριβές αντίγραφό μου σχεδιασμένο με μολύβι. Από πίσω υπήρχε ένα τηλέφωνο κι ένα όνομα. Παύλος. Εκείνη τη στιγμή έχασα τη γη κάτω από τα ποδιά μου και η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από τον ενθουσιασμό. Ήξερα ότι ήταν από αυτόν. Το ένιωθα.

Δίστασα στην αρχή να πάρω τηλέφωνο, και ο παλιός μου εαυτός σίγουρα δε θα έπαιρνε αλλά βρισκόμουν σε φάση αλλαγής. Έτσι πήρα τρεις βαθιές ανάσες και πάτησα αργά τους δέκα αριθμούς. Υστέρα από δυο χτυπήματα το σήκωσε. Η φωνή του βαριά και τραχιά με έκανε να κολλήσω για λίγο.

«Σε περίμενα», είπε και έχασα τα λογικά μου.

Μετά από κάποια δευτερόλεπτα απάντησα με λίγη ειρωνεία:

«Διαπραγματευόμουν αν είσαι ανώμαλος».

Γέλασε. Ένα γέλιο που έστελνε κάποιον με απευθείας πτήση στον παράδεισο.

«Και πού κατέληξες;» ρώτησε μετρά από λίγο.

«Ακόμα το διαπραγματεύομαι» είπα λίγο βεβιασμένα και γέλασε ξανά.

«Θέλω να σε δω» είπε σοβαρεύοντας.

Η καρδιά μου έφτασε τους χίλιους παλμούς το δευτερόλεπτο.

«Πού;» ψιθύρισα.

«Στο λιμάνι σε δέκα λεπτά» είπε σχεδόν επιτακτικά και χαμογέλασα.

«Θα είμαι εκεί» μουρμούρισα.

«Θα σε περιμένω» είπε και το έκλεισε.

Σε δέκα λεπτά ήμουν εκεί και έκανα ένα τσιγάρο περιμένοντας τον άγνωστο που ήξερα ότι μπορούσε να με κάψει.

Όταν ήρθε μείναμε να κοιταζόμαστε για αρκετή ώρα.

«Παύλος» είπε μετά από κάποια λεπτά.

«Εύα» είπα σχεδόν ψιθυριστά.

Μετά από αυτό αρχίσαμε να μιλάμε για τα πάντα. Για τις ζωές μας, τις σπουδές μας, την παγκόσμια ειρήνη για τη ζωή και τον θάνατο, για την τέχνη, για τα πάντα.

Ήταν 22 χρονών, μόλις δυο χρόνια μεγαλύτερός μου και σπούδαζε στην Κομοτηνή. Ήταν από Θεσσαλονίκη, όπως κι εγώ, του άρεσε να σχεδιάζει και να παίζει κιθάρα.

Ώρες ατέλειωτης συζήτησης ανταλλάσσοντας απόψεις. Την τρυφερή στιγμή που ο ήλιος έκανε έρωτα με τη θάλασσα και το ηλιοβασίλεμα κάλυψε όλο τον ορίζοντα ανταλλάξαμε και το πρώτο μας φιλί.

Δε θεώρησα στιγμή ότι ήταν βιαστικό. Αντιθέτως ήταν απλά υπέροχο. Χαθήκαμε για αρκετή ώρα ο ένας στον άλλον, ξέροντας ότι αυτό ήταν μόνο η αρχή.

Από εκείνη την στιγμή γίναμε αχώριστοι. Άλλες φορές ήμασταν όλοι μια παρέα και άλλες ήμασταν οι δυο μας.

Συναντιόμασταν νωρίς, με ξεναγούσε στο νησί, τα βραδιά την βγάζαμε σε μια απομονωμένη παράλια μιλώντας για το συμπάν και κάνοντας μεταμεσονύχτιες βουτιές, αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλον όπως η πανσέληνος τη θάλασσα. Και φιλιά. Πολλά φιλιά. Κάθε ένα ξεχωριστό με τον δικό του μαγικό τρόπο.

Θυμάμαι εκείνο το βραδύ τέσσερις μέρες πριν φύγω, που μου άνοιξε την καρδιά του και μου μίλησε για τα πιο τρελά του όνειρα και τους πιο σκοτεινούς του φόβους. Εκείνη ήταν η νύχτα που κατάλαβα ότι είχα αρχίσει να ερωτεύομαι.

Δύο μέρες αργότερα τσακωθήκαμε άσχημα. Το τέλος μας πλησίαζε και δεν το είχαμε συζητήσει καθόλου. Ήμασταν και οι δυο μέσα στα νευρά. Του είπα ότι δεν υπάρχει λόγος να προσποιούμαστε ότι είμαστε κάποιο τέλειο ζευγαράκι. Αυτός συμφώνησε αλλά όταν πήγα να φύγω με σταμάτησε. Τότε μου ομολόγησε ψιθυριστά ότι δε θέλει να χωρίσουμε. Ότι θέλει να είμαστε μαζί ακόμα και όταν τελειώσει το καλοκαίρι. Ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε τη σχέση εξ αποστάσεως να λειτουργήσει. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που θα γύρναγε σύντομα Θεσσαλονίκη. Ύστερα φιληθήκαμε.  Εκείνο ήταν και το πρώτο βραδύ που κάναμε έρωτα κάτω από το φως το φεγγαριού.

Την τελευταία μέρα ήμασταν όλοι μαζί στην αρχή αλλά μετά μείναμε οι δυο μας μονοί στην παραλία «μας».

Εκεί μου ξέφυγε κάτι που δεν είχα πει ποτέ σε κανέναν.

«Παύλο, νομίζω πως είμαι ερωτευμένη μαζί σου» είπα ξέροντας ότι είναι νωρίς αλλά ανίκανη να κρατήσω αυτό το συναίσθημα για τον εαυτό μου.

Τα μάτια του έλαμψαν και καθώς με πήρε στην αγκαλιά του μου χαμογέλασε.

«Νομίζεις;» είπε σχεδόν προσβεβλημένος «εγώ είμαι σίγουρος ότι σ’ αγαπώ».

Έμεινα να τον κοιτάζω με την καρδιά μου να χοροπηδάει στο στήθος μου από την θαλπωρή. Δεν είχα λόγια και έτσι τον φίλησα και για ακόμη μια φορά τα κορμιά μας έγιναν ένα. Το ένα πλασμένο για το άλλο.

Το αύριο ήρθε γρήγορα, λίγο πριν επιβιβαστώ μου είπε στο αυτί:

«Θα σε δω σύντομα».

Χαμογέλασα ξέροντας ότι είναι αλήθεια και ότι αυτό δεν ήταν το τέλος αλλά η αρχή. Εκείνο το καλοκαίρι άλλαξα πολύ. Ενώ έψαχνα τον εαυτό μου, βρήκα τον έρωτα σε ένα άγριο πρόσωπο με ένα τρυφερό χαμόγελο.

Ανέβηκα στο πλοίο και τον κοίταξα για μια τελευταία φορά. Κούνησα απλά τα χείλη μου ξέροντας ότι θα καταλάβει τι λέω.

«Σύντομα».

 

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Αλίκης και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!