Η λέξη κουμπαράς σε κάποιους ανθρώπους θυμίζει μόνο την παιδική τους ηλικία και τις απολαβές απ’ τα κάλαντα των Χριστουγέννων. Το βιβλιάριο τραπέζης, η αποταμίευση ή οι οικονομίες είναι λέξεις σκληρές και καθόλου αναγκαίες για τους ίδιους. Αντιθέτως, οι λέξεις σπατάλη, ξοδεύω και σκορπάω, είναι  οικείες και πολύ συνηθισμένες στ’ αυτιά τους.

Αυτό συμβαίνει σε μια ομάδα ανθρώπων που έχουν μια –μικρή– αδυναμία στο να μη συγκεντρώνουν και να μην αποταμιεύουν χρήματα. Δεν είναι κουσούρι, μην το πάρετε στραβά. Είναι απλώς μια ιδιαιτερότητα. Μέσα σε τόσες ιδιαιτερότητες κι ανθρώπινες αδυναμίες, η σπατάλη δεν έχει τόσο αρνητικό χαρακτήρα πια. Εντάξει, έχει αρνητικό χαρακτήρα, έχετε δίκιο. Απλά, υπάρχουν και χειρότερα ελαττώματα σ’ έναν άνθρωπο.

Το να μην κάνεις οικονομίες, σίγουρα σε απαλλάσσει απ’ τον τίτλο του τσιγκούνη και του «σπάγκου». Αυτό είναι ένα απ’ τα καλά στοιχεία, αλλά αυτόματα κατατάσσεσαι στους αλόγιστα σπάταλους και μη προνοητικούς ανθρώπους. Προνοητικός, εννοούμε πως δε σκέφτεσαι τι μπορεί να σου συμβεί μελλοντικά και σε τι ανάγκη θα βρεθείς για να χρειαστείς να ξοδέψεις τυχόν οικονομίες.

Με το που πέσει στα χεράκια σου ο μισθός, ακολουθεί η φυσική διαδικασία της εξάτμισης. Γίνονται όλα αέρας δηλαδή, έτσι δια μαγείας. Δεν είναι χάρισμα, είναι κάτι σαν αναγκαίο κακό. Αυτό που συμβαίνει είναι κάτι σαν βάρος στο πορτοφόλι και την τράπεζα, κι εσύ σπεύδεις όλο ευθύνη να τ’ ανακουφίσεις απ’ τα χρήματα που τα επιβαρύνουν, ξοδεύοντάς τα.

Σπατάλη μπορεί να θεωρηθεί μια αγορά που δεν έχεις κι ιδιαίτερη ανάγκη, μια επένδυση λίγο άχρηστη και δευτερεύουσα. Μπορεί όμως να μην είναι κάποια κατάθεση στο εμπορικό κέντρο, αλλά μικροέξοδα που γίνονται γύρω -γύρω χωρίς νόημα. Ναι, το να πάρεις μια δερμάτινη τσάντα για το γραφείο που σου γυάλισε είναι σπατάλη. Δεν είναι όμως και το τέλος του κόσμου γιατί μαζί με τη δερμάτινη τσάντα μπορεί να πάρεις και το ασορτί σ’ απόχρωση σακάκι. Εκεί δυστυχώς, ακόμα κι εσύ αντιλαμβάνεσαι ότι γίνεσαι θύμα καταναλωτισμού. Μη μου πεις ότι τώρα αγχώθηκες, δεν είσαι ο μόνος. Πόσες φορές έχει τύχει ν’ αγοράσουμε κάτι που δε χρειαζόμαστε, μόνο και μόνο γιατί έχουμε τη χαρά και τη σιγουριά του ολόφρεσκου μισθού μας στην τράπεζα;

Κάθε άλλο παρά ανθρώπινο είναι να δώσουμε και κάτι παραπάνω σε κάτι που αν δεν είχαμε χρήματα ούτε που θα περνούσε απ’ το μυαλό μας. Σαν να μη φτάνει μόνο αυτό, είμαστε και καλόψυχοι ανάθεμά μας και μόλις πάρουμε στα χεράκια καμιά επιστροφή απ’ την εφορία, τίποτα δανεικά ξεχασμένα, ή κανένα έμβασμα απ’ τη γιαγιά, τρέχουμε το βράδυ για κέρασμα περνώντας την παρέα μας απ’ όλα τα νυχτερινά μαγαζιά. Καταλήγουμε λοιπόν στο ότι ο σπάταλος μπορεί να ξοδεύει και για τους άλλους, εγωιστή δηλαδή δε θα τον πεις. Εγωιστή θα τον λέγαμε αν τα κράταγε στην άκρη για «ώρα ανάγκης».

Δεν είπε κανένας να μην προσέχουμε για να έχουμε. Εννοείται, το ν’ αποταμιεύεις είναι μια ώριμη και πολύ χρήσιμη κίνηση για να βελτιώσει κανείς την ποιότητα ζωής εκείνου και των γύρω του, τώρα και μελλοντικά. Όμως κάποιοι άνθρωποι ομολογουμένως ζουν το τώρα τόσο έντονα που το «μετά», το παραλείπουν χωρίς να του δίνουν φράγκο γι’ αυτήν την «ώρα ανάγκης». Η ανάγκη τους είναι στο τώρα. Τώρα θέλουν να ικανοποιήσουν τον εαυτό τους και τους γύρω τους, μ’ ένα δώρο, ένα κέρασμα, ένα ταξίδι.

Αποταμίευση για κάποιους –και πολύ σοφά βέβαια– σημαίνει να προληφθούν οικονομικά τις έκτακτες εκπλήξεις του μέλλοντος. Τις ανάγκες που μπορεί να παρουσιαστούν ή και την αδυναμία να ανταπεξέλθουν σε κάτι στην παρούσα στιγμή και να στραφούν στις οικονομίες τους. Μπορεί ακόμα αποταμίευση να κάνουν όχι μόνο γι’ αυτούς, αλλά και για κάποια δύσκολη στιγμή ενός δικού τους προσώπου.

Για κάποιους άλλους βέβαια, όπως είμαι εγώ και πιθανότατα κι εσύ, αποταμίευση σημαίνει σπατάλη. Αποταμιεύεις όχι χρήματα, αλλά στιγμές, έτσι παρορμητικά και σπάταλα, εξαντλώντας την έννοια του αύριο και του «ίσως». Ξοδεύοντας άσκοπα κι απερίσκεπτα τις οικονομίες σου, ικανοποιώντας εσένα και τους γύρω σου, είναι κι αυτό μια αποταμίευση. Εξοικονομείς τις επιθυμίες σου για να μη σου γίνουν βραχνάς αύριο, ή σε «ώρα ανάγκης».

Το μασουράκι απ’ τα πενηντάευρα πάντα θα σε χαροποιεί, αλλά σίγουρα δε θα συγκριθεί ποτέ με μια αξέχαστη βραδιά με τ’ αγαπημένα σου πρόσωπα, πίνοντας, τρώγοντας, γελώντας, χορεύοντας και ξοδεύοντας κάθε δεκάλεπτο απ’ το πορτοφόλι σου. Δε θα συγκριθεί ποτέ μ’ ένα δώρο στη μαμά, ένα ταξίδι με την παρέα σου.

Ό,τι κι αν αποταμιεύεις, χαλάλι σου να είναι, αφού εσύ επένδυσες. Είτε κόπο να τα μαζέψεις στην άκρη, είτε μεράκι να τα σκορπίσεις για ό,τι αγαπάς.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μένιας Ντελαβέγκα: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Μένια Ντελαβέγκα