Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Γράφει η Κυριακή Παπαδαμιανού.

Από μικρό παιδί εγώ ήμουν πάντα μεγαλύτερη φαν του χειμώνα και της χρυσόσκονης των Χριστουγέννων. Όλοι μιλούσαν για το καλοκαίρι και το περίμεναν πώς και πώς, το έβλεπαν και συνεχίζουν να το βλέπουν, σαν μία όαση, μία ανάσα δροσιάς, ένα διάλειμμα από την πραγματικότητα, κι εγώ στον αντίποδα, αν και το απολάμβανα όπως κι αυτοί, δεν του έδινα τόση λάμψη και αξία. Αυτή τη χρονιά όμως, τα πράγματα άλλαξαν.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ιούνιος· μήνας φεστιβαλικός για την πόλη των φοιτητικών μου χρόνων που σημαίνει ένα πράγμα. Όλος ο κόσμος, φοράει την πιο χαλαρή του διάθεση και κατεβαίνει προς τη λίμνη να γνωρίσει μουσικές από όλη τη χώρα και όχι μόνο, μπάντες και καλλιτέχνες όχι απαραίτητα γνωστές, που όμως έχουν να σου προσφέρουν πολλά. Κι έπειτα, ανάλογα με τη μέρα και τη διάθεση του κόσμου, πάρτι και γλέντια μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Εικόνες κι αρώματα που δε θα ξεθωριάσουν ποτέ από τις μνήμες όσων είχαν την ευκαιρία να τα ζήσουν.

Ένα από αυτά τα βράδια λοιπόν, η παρέα μου κι εγώ το λαχταρούσαμε καιρό. Θα έρχοταν στην πόλη αγαπημένα μουσικά γκρουπ και δε θα θέλαμε να λείπουμε από αυτό. Έτσι λοιπόν, κατεβήκαμε προς τα κάτω και σαν από παραμύθι, το βράδυ εκείνο ήρθε για να ταράξει τα νερά της έως τότε ζωή μου. Ήρθε και άστραψε σαν πυροτέχνημα μπροστά μου για να τα αλλάξει όλα αυτά που ήταν κρυμμένα στην καρδιά μου.

Η ώρα έφτασε λοιπόν, εμείς μόλις καταφθάσαμε στο μέρος, τα φώτα είχαν ήδη σβήσει στο χώρο και οι μουσικοί πήραν τις θέσεις τους πίσω από μπάσα, κιθάρες και ενισχυτές. Η νύχτα είχε μόλις ξεκινήσει. Οι μουσικές ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμασταν όλοι. Έντονοι και άκρως ξεσηκωτικοί ρυθμοί που δεν άφηναν κανέναν να μένει ήσυχος στην γωνιά του. Η μία μπάντα διαδέχονταν την άλλη, ώσπου τη σκυτάλη πήραν κάποιοι από την Πορτογαλία. Μας φάνηκε ξαφνικό, αλλά απ’ ό,τι μάθαμε αργότερα είχαν επιλέξει να κάνουν κάποιες στάσεις στην Ελλάδα στα πλαίσια περιοδείας με σκοπό να προωθήσουν τη δουλειά τους. Και μιας που εγώ είμαι σε πλεονεκτική θέση από εσάς και ξέρω τη συνέχεια της ιστορίας, θα σας πω πως έπραξαν πολύ σωστά!

Ο χώρος είχε πλέον πλημμυρίσει από κόσμο. Τραγούδι, χορός και μαθήματα στους ξένους για το πώς είναι οι νύχτες στην Ελλάδα, περιγράφουν απόλυτα το σκηνικό. Κάπως έτσι, καταλήξαμε να γίνουμε μία τεράστια παρέα, με πολλές συζητήσεις και γέλια μέχρι δακρύων. Και όπως μπορεί να έχετε ήδη φανταστεί, αυτή η νύχτα δεν ήταν πλέον τυχαία για εμένα. Περισσότερο μοιραία θα έλεγε κανείς. Η γνωριμία μας μ’ αυτούς τους μουσικούς ήταν καθοριστική για τη συνέχεια. Το παιδί με τα μαύρα μαλλιά και τα καταγάλανα μάτια που φρόντιζε να τα κρύβει μόνιμα πίσω από μία οθόνη κινητού. Να είναι πάντα πιο ντροπαλό και να τον συναντάς συνεχώς ένα βήμα πιο πέρα από τους άλλους. Δε μιλούσε, παρά μονάχα χαμογελούσε που και που. Με είχε ιντριγκάρει όλο αυτό το μυστήριο πάνω του, αυτή η ηρεμία και η στωικότητα του. Ήθελα να ανταλλάξω κουβέντες μαζί του, να μάθω την ιστορία του.

Στις πρώτες μου προσπάθειες όλο αυτό ναυάγησε κι έτσι δειλά δειλά αποσύρθηκα. Ευτυχώς όμως δεν ήθελα μόνο εγώ να τον γνωρίσω. Λίγες στιγμές μετά αποφάσισε να μπει στην παρέα μας κι αυτός. Ύστερα από τα πρώτα λεπτά αμηχανίας, η μία κουβέντα διαδέχτηκε την άλλη και πλέον η βραδιά κυλούσε με εμάς πρωταγωνιστές, σαν να μην υπάρχει ο κόσμος τριγύρω. Να καθόμαστε σε μία γωνιά, να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων, να τους κοιτάζουμε να διασκεδάζουν και να απολαμβάνουμε τη νύχτα με ένα δικό μας τρόπο. Περάσαμε ώρες μιλώντας σε μία άλλη γλώσσα από τις δικές μας για τις ζωές μας – κι ας πίστευα ως τότε πως με το ζόρι θα του πω ένα hi! How are you? – και ανταλλάσοντας όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσαν να χωρέσουν σε ένα βράδυ. Ένα βράδυ που θα το τραβούσα κι από τα μαλλιά αν γινόταν για να το κάνω να γεννήσει κι άλλες ώρες. Αυτό όμως δεν μπορούσε να συμβεί, και κάπως έτσι μας βρήκε το ξημέρωμα, να περπατάμε χέρι χέρι στην άκρη της λίμνης και να καθόμαστε σε μια σφιχτή αγκαλιά σαν να γνωριζόμασταν από χρόνια. Οι ώρες πλέον κυλούσαν αντίστροφα και ο πρίγκιπάς μου –ναι, πρόλαβε να γίνει ήδη πρίγκιπας– θα έπρεπε να επιβιβαστεί σε ένα βαν και να συνεχίσει το ταξίδι του.

Βίωσα το «εμείς» με έναν ξένο τόσο δυνατό κι ας κράτησε για λίγες ώρες. Τη στιγμή που δώσαμε το τελευταίο μας φιλί ένιωσα τα πόδια μου να κόβονται και ένα μαχαίρι να ανοίγει μία βαθιά πληγή μέσα μου. Είπαμε ότι θα τα ξαναπούμε σύντομα, το μυαλό μου όμως δεν μπορούσε, ούτε να το χωρέσει, ούτε να το πιστέψει.

Μόλις μία μέρα μετά, έλαβα το πρώτο μήνυμα, αυτό διαδέχθηκε το επόμενο και οι μέρες μου πλημμύρισαν με όνειρα, το στομάχι μου είχε γεμίσει πεταλούδες και αν και καλοκαίρι, η ψυχή μου γιόρταζε την άνοιξη. Το μυαλό μου από εδώ και μπρος ταξίδευε χιλιόμετρα μακρυά και ο στόχος μου ήταν μόνο ένας..Να ξαναδώ από κοντά αυτά τα δύο μάτια. Ό,τι κι αν άκουγα από τους γύρω, δεν άφηνα στιγμή τον ρεαλισμό να με νικήσει και συνέχιζα να ελπίζω. Οι ζωές μας βέβαια δεν ήταν παράλληλες και ένα ταξίδι ήταν αδύνατο και για τους δυο μας. Μόλις είχε ξεκινήσει ένα μαρτυρικό καλοκαίρι, ήμασταν ο ένας μακρυά από τον άλλο, όμως δεν έπαυε να είναι καλοκαίρι κι αυτό από μόνο σημαίνει ένα πράγμα. Τα όνειρα δε σβήνουν έτσι απλά κι οι έρωτες σαν και τούτο δε σταματούν να παλεύουν να μείνουν ζωντανοί.

Ένα βράδυ το κινητό μου χτύπησε και στην οθόνη του αναγραφόταν το εξής «Σε λίγες μέρες θα βρίσκομαι στην Αθήνα. Θα ήθελα να σε δω ξανά». Αυτό ήταν! Πλέον πετούσα στα σύννεφα, έκανα σχέδια, ονειρευόμουν και πού και πού φοβόμουν. Ήταν ένα ρίσκο και επέλεξα να το πάρω.

Ο καιρός έφτασε, και από το πρώτο κιόλας βράδυ ως το επόμενο πρωί ήμασταν συνέχεια μαζί. Κάναμε βόλτες σε άγνωστα σοκάκια της Αθήνας, ξεναγήσεις σε μέρη που δεν είχα ξαναδεί. Γελούσαμε δυνατά σαν παιδιά κι ανάμεσα στα χαχανητά παζαρεύαμε δύο φιλιά. Και η μέρα διαδέχθηκε τη νύχτα και το σκηνικό δεν άλλαξε πολύ. Πάλι δεν πέρασα στιγμή μακρυά του, λεπτό έξω από την αγκαλιά του. Άκουγα με λαχτάρα όλα όσα είχε να μου πει και τον κοιτούσα συνεχώς βαθιά μέσα στα μάτια.

Το επόμενο πρωί θα ήταν το τελευταίο και θέλαμε να τα ζήσουμε όλα στο έπακρον. Αποφασίσαμε να συναντηθούμε στην πλατεία Αγ. Ειρήνης. Ο καιρός όμως δεν ήταν σύμμαχος μας. Μια καλοκαιρινή μπόρα είχε ξεκινήσει λες και ήθελε ο Θεός να μας δώσει κινηματογραφικό τέλος. Τον βρήκα βρεγμένο ως το κόκκαλο, τρέξαμε στο πρώτο καφέ που βρήκαμε και ανταλλάξαμε τις τελευταίες μας κουβέντες υποκρινόμενοι πως όλα είναι καλά. Όλες αυτές τις στιγμές, δε σταμάτησα να κοιτάω το ρολόι, ελπίζοντας πως κάτι θα γίνει και ο χρόνος θα παγώσει. Μάταια. Η ώρα έφτασε κι αυτή τη φορά πόνεσε διπλά. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά, διακόψαμε μόνο για να ανταμώσουν τα χείλη μας για τελευταία φορά. Τόσο γλυκά, τόσο παραμυθένια. Για ύστατη φορά. Πριν πούμε το αντίο δώσαμε μία υπόσχεση. Αυτή δε θα ήταν η τελευταία φορά που βλέπαμε ο ένας τον άλλο.

Σήμερα, περίπου ένα χρόνο μετά, θέλω να σας εκμυστηρευτώ κάτι, κάτι που κανονικά θα κρατούσα κρυφό και θα φοβόμουν να σας πω, όχι γιατί δεν εμπιστεύομαι τον κόσμο, αλλά γιατί τρέμω μη χάσει όλο αυτό κάτι από τη μαγεία του. Μπορεί να μην είχε διάρκεια, αλλά για εμένα ήταν ξεχωριστό. Δεν το αφήσαμε να σβήσει σε δύο στιγμές, συνεχίσαμε να μιλάμε για καιρό. Σιγά σιγά ο έρωτας έγινε αγάπη, σταδιακά όμως οι ζωές μας μπήκαν σε διαφορετική τροχιά. Μάθαμε να ζούμε ευτυχισμένα και χωριστά. Δεν πειράζει όμως, εγώ νιώθω τυχερή για όλο αυτό.

Μέσα σ αυτούς τους τρεις μήνες, και τους άλλους πόσους ακολούθησαν, έμαθα να αγαπώ αληθινά κι ας φαίνεται παιδική αφέλεια αυτή η σκέψη. Τελικά μία στιγμή μπορεί να τα αλλάξει όλα, να σου ανατρέψει όλη σου την κοσμοθεωρία. Ένας άνθρωπος μπορεί να σου μάθει να ζεις, να αγαπάς, να ονειρεύεσαι, να ελπίζεις, να εκτιμάς την κάθε στιγμή, το κάθε λεπτό, μέχρι αυτό να σβήσει. Κι αυτός να φύγει μακρυά. Γιατί έτσι συμβαίνει με τους ανθρώπους, έχουν μέσα τους το φευγιό. Δεν πειράζει. Δεν τους κατηγορώ. Τα happy end υπάρχουν μόνο στις ταινίες, έπρεπε να κλείσει έτσι ο κύκλος.

Μπορεί λοιπόν να μη τον βλέπω πια, ξέρω όμως πως υπάρχει. Ζει εδώ, στις αναμνήσεις, στα αρώματα, στις μυρωδιές και στις εικόνες που μ’ άφησε κληρονομιά από εκείνο το καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι διαφορετικό από τα άλλα. Ένα καλοκαίρι μακριά από ακροθαλασσιές, ανάμεσα σε δύο πόλεις. Ένα καλοκαίρι άκρως ξεχωριστό. Το πιο ερωτικό της ζωής μου που δεν το αλλάζω με κανένα.

Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Κυριακής και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!