Όταν ο έρωτας είναι υποκινούμενος δε μας ικανοποιεί. Ο έρωτας μάς θέλει ελεύθερους να αποφασίζουμε τι θέλουμε αλλά και πότε και πώς θα το ζήσουμε. Μόλις πάμε να τον περιορίσουμε και να τον προσαρμόσουμε σε ξένα «θέλω» κάτι στραβώνει μέσα μας και φυσικά δεν μπορούμε να τον απολαύσουμε στο έπακρο. Ας μην πάμε μακριά και σε γενικά παραδείγματα. Ας μείνουμε στον σαρκικό έρωτα, τη συνεύρεση, την απόλυτη συνύπαρξη δύο -ή περισσότερων- σωμάτων. Η σαρκική επαφή λειτουργεί ακριβώς όπως ο έρωτας στην πιο απλή μορφή του: από τη στιγμή που θα βάζουμε στεγανά και θα ακολουθούμε μονοπάτια και συμβουλές που δε μας ικανοποιούν, δεν αντλούμε την ευχαρίστηση που περιμέναμε.
Υπάρχουν φορές που πιάνουμε τον εαυτό μας να μπαίνει σε κατάσταση ερωτικού ενδιαφέροντος για την οποία όχι μόνο έχουμε αμφιβολίες αλλά είμαστε κι αρκετά σίγουροι πως θα προτιμούσαμε η όλη φάση να μην ξεκινήσει καθόλου. Το μυαλό μας κατακλύζεται από σκέψεις και προβληματισμούς. Αρχικά αμφισβητούμε τον εαυτό μας και μάλιστα τσαντιζόμαστε που δε θέλουμε να το κάνουμε, ενώ πρακτικά όλα είναι έτοιμα και στρωμένα στο πιάτο. Νιώθουμε λες και κάνουμε κάτι κακό. Λες κι απογοητεύουμε τον πιο μικρό εαυτό μας που δεν έβλεπε την ώρα να συμβεί. Από τη στιγμή όμως που ξεκινά ένα ντιμπέιτ στο μυαλό μας για το αν θέλουμε ή δε θέλουμε να συνεχίσουμε, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να σταματήσουμε όσο πιο νωρίς γίνεται. Ας μας πουν και ξενέρωτους στην τελική! Για να ζήσουμε τον σαρκικό έρωτα στο έπακρο πρέπει να τον θέλουμε τόσο σωματικά όσο και πνευματικά.
Δεν τα βάζουμε όμως μόνο με τον εαυτό μας. Στις περιπτώσεις που μια ενδεχόμενη ερωτική επαφή δε μας εμπνέει, ξεκινάμε να αμφισβητούμε και τον παρτενέρ μας. Το να μη θέλουμε να κάνουμε έρωτα σε συγκεκριμένες στιγμές μπορεί να μας βγει τόσο με ένα τυχαίο παρτενέρ -ένα one night stand ας πούμε- όσο και με τη σχέση μας. Είναι απολύτως φυσιολογικό. Η επαφή δεν είναι για όλες τις ώρες όπως ακριβώς μια τούρτα σοκολάτα μπισκότο με έξτρα σαντιγί. Όσο κι αν μας αρέσει μπορεί κάποια στιγμή να μη μας κάνει το κλικ. Η επαφή όμως συχνά γίνεται αφορμή μιας νέας σειράς αμφισβητήσεων που σχετίζονται με το άτομο απέναντί μας, ό,τι φύση και αν έχει η σχέση μας, σταθερή ή μη. Αναρωτιόμαστε αν είναι το σωστό άτομο και γιατί ενώ μέχρι χθες, για παράδειγμα, θα συνευρισκόμασταν μαζί του χωρίς δεύτερη σκέψη, την επίμαχη στιγμή δε μας βγαίνει. Αν μάλιστα πρόκειται για τη σχέση μας, όλα αυτά περνούν και από το φίλτρο «μήπως ο έρωτας μάς τελείωσε;». Όμως ο έρωτας δε λειτουργεί με διακόπτες και αυτές οι υποψίες είναι μέρος της ανασφάλειάς μας.
Μας έχουν μάθει ότι η επαφή είναι πανάκεια σε όλα και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που όταν έχουμε δεύτερες και τρίτες σκέψεις για το αν θέλουμε να το κάνουμε, κομπλάρουμε και νιώθουμε ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Είτε λόγω της ανασφάλειας που έχουμε, είτε επειδή νιώθουμε να δεχόμαστε πίεση από το άλλο άτομο ή και από την ατμόσφαιρα της στιγμής, καταλήγουμε να έχουμε ένα μέτριο αποτέλεσμα, το οποίο στο τέλος του μάλιστα το μετανιώνουμε με όλο μας το είναι. Ένα κρεβάτι μέτριο μοιάζει με το αγαπημένο μας φαΐ που μας το σερβίρουν σε στιγμή που είμαστε όχι απλώς χορτασμένοι αλλά κυριολεκτικά σκασμένοι και μάλιστα το ακουμπούν μπροστά μας μέτρια ξεπαγωμένο και άσχημα ζεσταμένο, ενώ ήταν στο ψυγείο από προχθές. Όχι μόνο δεν το απολαμβάνουμε αλλά την επόμενη φορά που θα μας δοθεί η ευκαιρία να πάρουμε μια μερίδα, θα το κάνουμε με μισή καρδιά.
Συνήθως τα «γιατί» με τα οποία επιλέγουμε να παιδεύουμε τον εαυτό μας για μια κακή ερωτική εμπειρία -ή τέλος πάντων μια εμπειρία που δεν είχαμε όρεξη να συμβεί- σχετίζονται πολύ με τον περίγυρο. Από πολύ μικρή ηλικία βομβαρδιζόμαστε με το πόσο «τέλεια» είναι η σαρκική επαφή. Η ποπ κουλτούρα σε ένα μεγάλο κομμάτι της μιλάει γι’ αυτό. Πήγαμε λοιπόν και κάναμε τη σύνδεση πως επαφή και απόλαυση είναι ένα και το αυτό. Βλέπουμε τη μία λέξη και επιτόπου σκεφτόμαστε την άλλη, λες και δεν μπορούν να υπάρξουν ανεξάρτητα. Ποιος έκατσε όμως να μας πει ότι το νόημα είναι να περάσουμε καλά και πως αν δεν το θέλουμε -παρ’ όλο που μπορεί να έχει ξεκινήσει- καλύτερα να το κόψουμε αφού θα καταλήξει καταναγκαστικό έργο; Μένουμε σε μια επιφάνεια, την οποία ονομάζουμε «ηδονή», και δε δίνουμε βάση στην ουσία.
Ακόμα και ο περίγυρός μας μας ρωτάει όλο ενδιαφέρον αν κάναμε έρωτα και πώς περάσαμε αλλά οι περιπτώσεις που θα μας ρωτήσουν αν ήμασταν έτοιμοι ή αν το θέλαμε -εκτός και μιλάμε για την πρώτη μας φορά- είναι ελάχιστες. Αν και οι προθέσεις του περίγυρού μας δεν είναι κακοπροαίρετες, υποσυνείδητα και έμμεσα συμπεραίνουν ότι εμείς αυτή την επαφή τη θέλαμε. Κι εμείς νιώθουμε ακόμα περισσότερες ενοχές για τον εαυτό μας που δεν ήταν σίγουρος αν όντως ήθελε τη συνεύρεση.
Τελικά το «τρώγοντας έρχεται η όρεξη» στον σαρκικό έρωτα δεν ισχύει. Ακόμα και αν πάμε με το σκεπτικό που λέει ότι «δεν έχω πολύ όρεξη τώρα αλλά μέχρι το τέλος θα μου έχει έρθει» ουσιαστικά είναι σαν να προσπαθούμε να πούμε στον εαυτό μας ότι ντε και καλά η επαφή αυτή πρέπει να μας αρέσει. Έτσι καταλήγουμε να έχουμε περάσει μέτρια και όχι μόνο δεν ικανοποιούμε τις ανάγκες μας όπως θα θέλαμε αλλά ξεκινάει μέσα μας μια αμφισβήτηση που μόνο κακό μπορεί να κάνει τόσο στην ψυχολογία όσο και στην ερωτική μας ζωή.
Είναι καλό να αρχίσουμε να λέμε «όχι» σε κρεβάτια που δε μας ψήνουν ιδιαίτερα, ακόμη κι αν είναι απλώς για εκείνη τη στιγμή. Ίσως σαν σκέψη και όσο είμαστε χαλαροί αυτό να μοιάζει εύκολο, όμως όταν έρθει η επίμαχη ώρα το να αρνηθούμε φαντάζει αρκετά δύσκολο, είτε γιατί νιώθουμε πως δεν είναι νορμάλ να μην υπάρχει όρεξη, είτε γιατί σκεφτόμαστε πως «δε φταίει σε κάτι ο άλλος». Ακόμα πιο δύσκολο είναι να σταματήσουμε κάτι ενώ αρχίζει. Όμως όλα είναι στο μυαλό μας. Και τι έγινε αν χάσουμε μια βραδιά; Έχουμε πολλές για να αναπληρώσουμε. Αφού δε μας βγαίνει και ζοριζόμαστε, ας επικοινωνήσουμε με τον παρτενέρ μας το τι συμβαίνει. Ακόμη κι αν το πρόσωπο απέναντί μας θελήσει να επιμείνει στην προσπάθεια, δε χρειάζεται να ιδρώσει το αφτάκι μας. Ο συμβιβασμός δε θα έπρεπε να υφίσταται σε καμιά πλευρά του έρωτα. Γενικά όσο πιο ξεκάθαροι είμαστε στο τι θέλουμε στο κρεβάτι μας και στο πότε το θέλουμε, τόσο πιο ικανοποιημένοι θα μένουμε από το αποτέλεσμα.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη