Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.

 

Γράφει η Κυριακή Λυσιγάκη.

 

Πόσο περίεργο να γράφω εγώ για καλοκαίρια και μάλιστα ερωτικά.

Ποια εγώ, που για μένα όσα καλοκαίρια πέρασαν πριν να συναντήσω εσένα, αγάπη μου, σήμαιναν μονάχα  κούραση, δουλειά και υποχρεώσεις. Ποια εγώ, που αν μπορούσα θα συρρίκνωνα το καλοκαίρι σε μια εβδομάδα και μόνο. «Τόσο φτάνει», έλεγα. Τα υπόλοιπα είναι τζιτζίκια και αστικά που έχουν μετατραπεί σε σάουνες. Πού να φανταζόμουν πως εκείνο το βράδυ θα παρακαλούσα να μην τελειώσει ποτέ το δικό μας καλοκαίρι. Πως θα μετάνιωνα για όλες εκείνες τις κατηγορίες που του επέρριπτα στο παρελθόν.  

 Αρχές Ιουλίου λοιπόν, στην καρδιά του καλοκαιριού κι εγώ στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού. Με ανοιχτά μέτωπα στην σχολή, στην προσωπική μου ζωή και στην δουλειά μου εμφανίστηκες εσύ, ο πιο ατάραχος και αισιόδοξος άνθρωπος που θα μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερος σε μια χώρα που το μέλλον της παίζεται κάθε μέρα κορώνα-γράμματα.

Ύστερα από 12ώρες δουλειάς οι φίλοι μου καταφέρνουν να με πείσουν πως το καλύτερο πράγμα που μπορώ να κάνω για να κλείσει η μέρα είναι να βγω μαζί τους για ποτό. Με μια πτυχιακή που πρέπει να παραδοθεί, ενώ δεν έχω ανοίξει ακόμα τον υπολογιστή μου για να περάσω τις πρώτες διαφάνειες, με μια δουλειά απαιτητική κι ένα αφεντικό δύστροπο, εγώ σηκώνω ψηλά το μπουκάλι της μπίρας μου και ουρλιάζω στίχους από τραγούδια που μέχρι πριν λίγο δεν είχα ξανά ακούσει. Χορεύω και πίνω με την παρέα μου ξορκίζοντας τα δύσκολα που δε λένε να περάσουν τελικά.

Ίσως γι’ αυτό με πλησίασες, σκέφτομαι μερικές φορές.

Με πέρασες για καμιά της δικής σου πάστας. Εκείνες τις τύπισσες που ό,τι τους συμβεί το παίρνουν χαλαρά και ο κόσμος να καίγεται θα πάνε για ελεύθερο κάμπινγκ στην Ελαφόνησο.

Χα!

Πού να ‘ξέρες τότε ότι εγώ ανήκω στις άλλες τις τρέλες, τις εργασιομανείς, με όνειρα που περιλαμβάνουν μόνο μεγάλα ακαδημαϊκά πρότζεκτ και ατέλειωτες εργασίες με δύσκολες ορολογίες.

Δε σε αδικώ, εκείνο το βράδυ είχα μεταμορφωθεί στην πιο ατάραχη και κεφάτη εκδοχή μου.

Με πλησιάζεις χαμογελώντας μου και με ρωτάς τι γιορτάζουμε. Εγώ ξεσπώ σε γέλια γιατί δε γιορτάζω κάτι.

Γιορτάζω τα τεράστια αποθέματα υπομονής που έχω και τα έχω βγάλει για πότο, σου απαντώ, και γελάμε μαζί.

Μου λες κι άλλα αστεία κι εγώ συνεχίζω να γελώ, να χορεύω και να πίνω. Δεν έχω μάθει ακόμα το όνομά σου κι όμως κάθε φορά που λες κάτι πνευματώδες εγώ γέρνω προς το μέρος σου και γελώ σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Θα νόμιζε κανείς πως εκείνο το βράδυ, μου αράδιαζες τίποτα ανέκδοτα. Όμως ήσουν έτη μακριά από το να σε χαρακτηρίσω γελοίο. Ήσουν απλά το κάτι άλλο.

Πίνω το τελευταίο μου ποτό για εκείνο το βράδυ κι ακόμη δεν έχω μάθει το όνομά σου. Ζαλίζομαι, όμως για ένα πράγμα είμαι σίγουρη. Έχεις τα πιο όμορφα σοκολατί μάτια που έχω δει πότε μου. Για κάποιες ατέλειωτες στιγμές δεν μπορώ να κοιτάξω πουθενά αλλού πέρα από τα μάτια εκείνου που δεν ξέρω το όνομά του. 

«Πρέπει να φύγω» μου λες, και τ΄ ορκίζομαι η καρδιά μου δεν έχει βουλιάξει βαθύτερα από εκείνη την στιγμή. Ευτυχώς τα ποτά που έχω καταναλώσει μου δίνουν το κουράγιο που δεν έχω στην καθημερινότητά μου.

Σε πλησιάζω και μέσα στη ζάλη μου ψάχνω άτσαλα τις τσέπες σου. Εσύ γελάς και πιάνεις τα χέρια μου μαλακά. Το κινητό σου θέλω, σου λέω και με μια κίνηση μου το δίνεις. Θυμάμαι είχα βάλει όλη μου την δύναμη για να συγκεντρωθώ. Τα γράμματα στην οθόνη πηδούσαν πάνω κάτω ανεξέλεγκτα, αλλά έπρεπε να συγκεντρωθώ να θυμηθώ τον αριθμό μου και να το γράψω σωστά αν ήθελα να ξαναδώ τον πνευματώδη τύπο με τα υπέροχα σοκολατί μάτια.

Θεέ μου τι άθλος ήταν αυτός, ύστερα από τόσες βότκες και μπίρες.

Μου χαμογέλασες και κάτι μου είπες, όμως ήδη η καλύτερή μου φίλη με είχε αγκαλιά ενώ εσύ απομακρυνόσουν. Το τηλεφώνημα έγινε ύστερα από τρεις μέρες.

Στην αρχή νόμιζα πως ήθελες απλά να με βασανίσεις, όταν σε γνώρισα καλύτερα έμαθα πως είσαι απλά ένα μεγάλο παιδί που η προσοχή του αποσπάται εύκολα. Το ραντεβού δόθηκε και εσύ ήσουν εκεί, ομορφότερος άπ΄ όσο θυμόμουν εκείνο το βράδυ. Εκείνα τα σοκολατί μάτια τα πλαισίωναν πράσινες πιτσιλιές τριγύρω, καστανά, ανακατεμένα διαρκώς από το τρέξιμο, μαλλιά κι ένα μικρό λακκάκι στο πιγούνι. Ταρακούνησες κάθε τι μέσα μου. Σάρωσες σαν τυφώνας όσα είχα με κόπο στήσει κι εσύ εκεί, ατάραχος και χαμογελαστός, μου έκλεινες το μάτι και μου έσκαγες φιλιά από το πουθενά.

Έμαθα επιτέλους το όνομά σου, Μανώλης. Και φυσικά τα μαργαριτάρια που κοσμούσαν την προσωπικότητά σου.

Αιώνιος φοιτητής, πνεύμα αντιλογίας κι αντιρρησίας, επαναστάτης με αιτίες και ιδανικά που πολλοί θεωρούν κάπως ξεπερασμένα. Ανθρωπιστής και ονειροπόλος.

Οι επόμενες μέρες με βρίσκουν να κάνω πράγματα που είτε κορόιδευα είτε κατηγορηματικά δήλωνα «εγώ ποτέ δεν πρόκειται να το κάνω αυτό».

Τα ξημερώματα πλέον με έβρισκαν με εσένα αγκαλιά σε κάποια παραλία, να αναλύουμε υπαρξιακά ερωτήματα, να κάνουμε έρωτα και να πίνουμε από το  ίδιο μπουκάλι μπίρας. Με κοιτούσες βαθιά στα μάτια και δεν χρειαζόταν να πούμε τίποτα άλλο. Όλα τα υπόλοιπα ήταν φιλιά, δαγκώματα κι αγγίγματα. Ήταν η δική μας γλώσσα.

Τα μέρη όπου με άγγιζες με έκαιγαν. Τα χείλη μου έκαιγαν. Το σώμα μου έκαιγε. Ολόκληρη η ύπαρξή μου καιγόταν και η ψυχή μου πλαθόταν στα χέρια σου όπως εσύ επιθυμούσες. Πύρινα  μονοπάτια άφηναν τα χέρια σου στο σώμα μου κι εγώ καθόμουν εκεί ζαλισμένη κι ερωτευμένη, κάτω από την δική σου φωτιά απολαμβάνοντας τα εγκαύματά μου.

Σκόνη, ήλιο και σοκολάτα μύριζες πάντα. Σε είχα ερωτευτεί με τον πιο απόλυτο, καθολικό και πρωτόγνωρο τρόπο γνώριζα. Μπήκα στον κόσμο σου τολμώντας να ξεπερνώ τα όριά μου καθημερινά χωρίς να με νοιάζει. Τσαλακώθηκα για να μην τσαλακώσω εσένα. Δεν ήθελα να σε χαλάσω αγάπη μου. Εσύ ήσουν η ελπίδα, ήσουν ξεχωριστός. Εσύ ήσουν το πάθος που κινούσε τον κόσμο μου. Χρωμάτιζες με τα πιο ζωηρά και τολμηρά χρώματα οτιδήποτε.

Πήρα μέρος σε πορείες και διαδηλώσεις που υπό άλλες συνθήκες απλά θα γκρίνιαζα που κλείνουν λόγω αυτών, τον ηλεκτρικό και το μετρό. Έφαγα σε μέρη και με ανθρώπους που πριν μου τους γνωρίσεις, φοβόμουν. Δραστηριοποιήθηκα σε φιλανθρωπικές οργανώσεις. Διαβάζαμε για Τσέχους ποιητές και Ισπανούς επαναστάτες σε ταράτσες, με ανθρώπους που αν νωρίτερα τους έβλεπα θα τους κορόιδευα. 

Άρχισα να αναρωτιέμαι, να ζω και να γνωρίζω καλύτερα τον κόσμο που με περιβάλλει. Για σένα έπνιξα τον ρηχό κι επιφανειακό κόσμο μου, για να κολυμπήσω στον δικό σου, τον βαθύτερο. Δεν ξέρω αν ήμουν φτιαγμένη για τα δικά σου τα νερά αγάπη μου. Κάνω αυτό που μου έμαθες καλύτερα. Μαθαίνω, αναρωτιέμαι.

Το πιο ερωτικό καλοκαίρι μου έφερε τον πιο τρελό και παθιασμένο άνθρωπο που είχα την τύχη να γνωρίσω. Εκείνον που με τράβηξε από τον λήθαργο, με έμαθε να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο κι όχι μισοάδειο όπως συνήθιζα. Με έμαθε να ονειρεύομαι. Να ζω.

Με έμαθε να φιλάω με πάθος, να διεκδικώ, να υπερασπίζομαι. Να τρελαίνομαι στην σκέψη να χάσω κάποιον, που η ύπαρξή του είναι σημαντικότερη από τη δική μου. Να παλεύω, να αναπνέω και να συνεχίσω έχοντας στον νου μου πως οι ομορφότερες μέρες μας βρίσκουν να κάνουμε όνειρα με τα μάτια ανοιχτά.

Σ’ αυτόν τον άνθρωπο, λοιπόν, εγώ βρήκα το νόημα σε μια εποχή που όλα φαίνονται να έχουν ισοπεδωθεί.

 

 Το παρόν κείμενο αποτελεί υποψηφιότητα για το διαγωνισμό διηγήματος με θέμα «Το πιο ερωτικό μου καλοκαίρι» που διοργανώνουν το pillowfights.gr και το travel agency 18-24.gr.


Ψήφισε με like+share την ερωτική ιστορία της Κυριακής και χάρισέ της ένα ταξίδι για δύο, σε Σκιάθο, Σκόπελο ή Πάρο!