Το να χωρίζεις ενώ είσαι σε σχέση και συγκατοικείς με τον σύντροφό σου είναι ένα σενάριο άσχημο μεν, ξεκάθαρο δε. Το να χωρίζεις όμως ενώ έχεις παντρευτεί, ή τέλος πάντων ενώ έχεις βάλει στη μέση παιδιά, σκυλιά και δάνεια είναι μια άλλη υπόθεση. Μεγάλη και περίπλοκη.
Σ’ αυτή τη δεύτερη λοιπόν περίπτωση τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, πολύ πιο δύσκολα. Ειδικά όταν αναγκάζεται ένα ζευγάρι αν και είναι χωρισμένο να συγκατοικήσει. Είτε για ένα διάστημα μικρό είτε για μεγαλύτερο. Όπως και να το πάρεις το πράγμα μοιάζει άβολο και επίπονο ανεξάρτητα από το ποιοι είναι οι λόγοι.
Τα παιδιά είναι η κύρια αιτία που μπορεί να συνεχίζει να μένει ένα ζευγάρι μαζί αν και χωρισμένο, καθότι οι γονείς μπορεί να μένουν μαζί για να μην πληγώσουν τα ίδια, ύστερα θέλουν να τους το φέρουν σιγά-σιγά ή περιμένουν να φτάσουν σε κάποια ηλικία, συνήθως.
Άνθρωποι που έχουν γίνει ξένοι, να προσπαθούν να μείνουν μαζί «για το καλό» των παιδιών τους και τελικά να κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Ουσία άλλωστε δεν έχει το «φαίνεσθαι» αλλά το «είναι». Ουσία δεν έχει να φαίνεται μια οικογένεια, ουσία είναι να είναι στην πραγματικότητα.
Όταν δε νιώθεις να σε συνδέουν πράγματα με τον άλλον πια αλλά μένεις σε κάτι που φθείρει και τους δυο, φθείρει επίσης και τα παιδιά με τον τρόπο αυτό, τα οποία εκλαμβάνουν το «καταναγκαστικό» και νιώθουν την αλλαγή. Όταν λοιπόν αναγκάζεσαι για κάτι, όταν αναγκάζεσαι να μείνεις, πόσο επιτυχία να έχει το εγχείρημα αυτό;
Έπειτα είναι και το οικονομικό κομμάτι μιας τέτοιας υπόθεσης. Όπου ξαφνικά το κοινό ταμείο πρέπει να διαχωριστεί, πράγμα δύσκολο και μη εφικτό σε πολλές περιπτώσεις. Πόσα ζευγάρια θέλουν να σταματήσουν να μένουν μαζί και δε μπορούν διότι τα οικονομικά τους δεν ενδείκνυνται γι’ αυτό;
Πόσοι μένουν μαζί καθαρά λόγω οικονομικών δυσχερειών μην μπορώντας να κάνουν αλλιώς; Ξεχωριστά σπίτια, ξεχωριστά έξοδα, διατροφές όταν υπάρχουν παιδιά. Είναι πολλά.
Άσε που στις περιπτώσεις που ο ένας από τους δυο έχει σταματήσει τη δουλειά, τα χρήματα είναι ακόμα πιο περιορισμένα οπότε αυτός που δεν εργάζεται δεν έχει την πλήρη ανεξαρτησία του, αποτελώντας πάμπολλες φορές την αιτία να μείνει. Επειδή δεν έχει μάθει να μένει μόνος ή μπορεί να έχουν περάσει αρκετά χρόνια χωρίς να εργάζεται και του είναι δύσκολο να επιστρέψει.
Συνεπώς όταν ο ένας δεν έχει οικονομικές απολαβές και δε στέκεται στα πόδια του, δεν έχει την ανεξαρτησία του, επόμενο είναι να κάνει περισσότερες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς και να μην μπορεί να φύγει με την ίδια ευκολία. Να διευρύνει τα περιθώρια της υπομονής του αφού όσο λιγότερο αυτόνομος είσαι τόσο λιγότερες επιλογές έχεις.
Αυτοί λοιπόν είναι οι άνθρωποι που μένουν και οι δυο κάτω από την ίδια στέγη χωρίς όμως να τους ενώνουν αυτά που τους ένωναν όταν έμειναν μαζί στην αρχή. Μια σχέση ή ένας γάμος. Δεν μένουν ούτε από συνήθεια, ούτε από αγάπη. Μένουν απλά πλέον από ανάγκη. Διότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς και δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα.
Για τα παιδιά ή για τα χρήματα, ωστόσο, λίγη σημασία έχει τελικά. Όποιος και να είναι ο λόγος, την ίδια στιγμή που μένεις γιατί αναγκάζεσαι, που δεν έχεις κάτι περισσότερο απ’ αυτά να σε κρατήσει εκεί, την ίδια στιγμή έχεις χάσει τον εαυτό σου τον ίδιο, έχεις χάσει τον άλλο και φυσικά ό,τι είχατε μεταξύ σας.
Δεν έχει μείνει πια τίποτα για να κρατηθείς, τίποτα για να συνεχίσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά