Δεν είναι που δεν μπορώ να σ’ αγαπήσω, ή που δεν μπορώ να σε νιώσω δικό μου. Δεν είναι πως έχω σηκώσει παραπέτα στα συναισθήματα και στις αγκαλιές. Δεν είναι που δε δίνω δικαίωμα στον έρωτα και πάλι να έρθει να μου μιλήσει, να με φιλήσει, να μ’ αγκαλιάσει, να με παρασύρει και να με μεθύσει. Δεν είναι που δεν αφήνομαι στη φωτιά να πέσω κι ας γίνω παρανάλωμα, δεν είναι πως δε θέλω να μ’ αρρωστήσεις.
Είναι που, όσα κι αν κάνουμε, δε θα γίνουμε ποτέ αυτό που ψάχνουμε να βρούμε κι οι δυο στις στάχτες μας. Είμαστε δυο μισά, δυο μισοτελειωμένα τσιγάρα, αφημένα στο τασάκι και ρουφάμε τον καπνό μας, μα δεν είμαστε εκεί όταν το τσακμάκι μας έβαλε τη φωτιά. Δεν είμαστε παρόντες στη φλόγα.
Συμβιβασμός μου μυρίζει κι εγώ πληγώνομαι που θα σε πληγώσω, γιατί θα με πικράνεις κι εσύ δίνοντάς μου τα υπόλοιπά σου, που δε μου αξίζουν. Να είσαι παρών και ν’ απουσιάζω εγώ και μετά να αντιστρέφονται οι ρόλοι, σαν να χτίζουμε πύργους στην άμμο, ελπίζοντας να καθρεφτίσουμε όσα ευχόμαστε να γίνουμε ο ένας για τον άλλον, κι όμως να μας διαψεύδουν οι εαυτοί μας.
Φευγάτα φιλιά και βλέμματα καρφωμένα στο δάπεδο, αιχμάλωτοι του παρελθόντος μας και φορεμένες χειροπέδες απ’ τις αναμνήσεις μας. Κι όμως παρακαλέσαμε κι οι δύο, να μη φέρουμε το πριν στο τώρα και ν’ αφήσουμε το μετά μας ελεύθερο ν’ αποφασίσει για μας χωρίς προκαταλήψεις και χειραγώγηση.
Δε θέλω να χαθούμε μην έχοντας βρεθεί, γιατί δε φτάνει μόνο να συναντηθούμε, πρέπει και να μπορούμε να βρούμε το σημείο τομής μας. Κι είναι κι αυτός ο αόρατος εχθρός μας, ο φόβος που μας εμποδίζει να πούμε τις λέξεις που έχουμε ανάγκη κι οι δύο να ειπωθούν και να χαϊδέψουν τ’ αυτιά μας.
Κι είναι κι αυτή η αναζήτηση του γέλιου και της ανακούφισης. Γιατί όσα κι αν ορθώνονται μπροστά μας σαν εμπόδια, εμείς προσπαθούμε να νιώσουμε παρόντες. Να διαψεύσουμε τις αποφάσεις μας για αποχή απ’ την απειλή που φέρνει μπροστά μας το ρίσκο του να αισθανθούμε πάλι.
Απλώνουμε τα χέρια κι ας τρέμουν κι ας διστάζουν, γιατί δε θα γίνουμε ποτέ τα πρόσωπα που μας έφτασαν μέχρι το παρόν, όμως εις γνώσιν μας βαρεθήκαμε να είμαστε δυο μονάχοι στον κόσμο τούτο και κινήσαμε για τα καινούργια, κι ας είναι τόσο διαφορετικά απ’ τα περασμένα μας.
Το ξέρω ότι φαίνεται κάπως όλο αυτό, που παραδεχόμαστε. Ίσως μοιάζει με λύση ανάγκης ή επιλογή που εκβιάστηκε απ’ τη μοναξιά μας. Μπορεί απλώς και μόνο να θελήσαμε να δοκιμάσουμε, κι όπου μας βγει. Είναι πολύ πιο δύσκολο να μένεις στην αδράνεια απ’ το να προχωράς κι ας μην ξέρεις τι κατεύθυνση να πάρεις ή αν ο δρόμος που ακολουθείς είναι ο σωστός.
Δεν είναι εύκολο να πιστοποιήσουμε τη σχέση μας, είναι ειρωνικό να πούμε λέξεις που θα μας κάψουν τα χείλη αν δε φτάσουμε να τις πιστεύουμε πρώτα εμείς οι ίδιοι. Μα μοιάζει να είναι κι άδικο να μη δώσουμε μια ευκαιρία στα δυο μισά να «μπολιαστούν» και να φυτρώσει το ολόκληρό μας κι ας μην είναι σαν εκείνο το παλιό μας.
Δεν ξέρω μέχρι που μπορεί να φτάσουμε, ούτε και πόσο μακρινό φαντάζει το μαζί για μας, νοιάζομαι όμως για τη χαρά σου και θέλω να χαμογελάς και να σου προκαλώ εγώ αυτή την ευτυχία, νοιάζομαι για τη λύπη σου και δε θέλω να δακρύζεις, μα αν συμβεί θέλω να είμαι εκεί για σένα.
Ακούω την ηχώ σου όταν απομακρύνεσαι και σ’ αναζητώ μέσα στις ώρες μου πιάνοντας τη σκέψη μου να γίνεται αλήτισσα τσιγγάνα και να τριγυρίζει στο πρόσωπό σου.
Κι έπειτα δεύτερες σκέψεις, δεύτερες επιλογές, δεύτερες ζωές και ρόλοι κομπάρσου που τους παίζουμε εναλλάξ σε μια προσπάθεια να επιβιώσουμε και να ξαναθυμηθούμε, πώς άραγε μυρίζει ο έρωτας. Μα ο έρωτας κάθε φορά είναι αλλιώς. Δε γίνεται να θυμίζει κάτι, πρέπει να είναι φρέσκος και να ‘χει το δικό του άρωμα.
Το υποκατάστατο δε θα γίνει ποτέ αυθεντικό και δε θα καλύψει ποτέ το κενό που άφησε πίσω του ό,τι απομακρύνθηκε. Δε θέλω να υπάρχει υποκατάστατο ούτε δικό μου, ούτε δικό σου γιατί αξίζουμε τη γνησιότητα κι οφείλουμε να τη διεκδικήσουμε απ’ τη ζωή.
Η ύπαρξή σου θέλω να με οδηγεί στην ελευθερία και στον απεγκλωβισμό απ’ τα όμοια και τα συνήθη, κι αν τίποτε δε θα συμβεί ανάμεσά μας εκείνο που με νοιάζει είναι να σε γνωρίσω για όσα είσαι. Να μη σ’ ερωτευτώ για όσα θα ήθελα να είσαι πάνω στην απελπισία μου, να ξεχαστώ και να προχωρήσω.
Επιμέλεια κειμένου Μελίνας Αγγελάκη: Νάννου Αναστασία.