Είναι νύχτα, βρέχει καταρρακτωδώς και βρίσκεσαι στο αυτοκίνητό σου, μόνος σε μια ερημική περιοχή χωρίς φώτα. Μετά βίας μπορείς να διακρίνεις τον δρόμο μπροστά σου και οδηγείς αργά μέχρι που φτάνεις σε σταυροδρόμι. Οι επιλογές είναι δύο. Δεξιά ή αριστερά.
Όπως στο πιο πάνω παράδειγμα, έτσι και στη ζωή, καλούμαστε καθημερινά να πάρουμε αποφάσεις ανάμεσα σε δύο επιλογές, προκειμένου να πετύχουμε κάποιο στόχο ή να οδηγηθούμε σε συγκεκριμένο «προορισμό». Τέτοιες αποφάσεις μπορεί να είναι μικρές, όπως να επιλέξουμε τι είδους ρούχα θα φορέσουμε ώστε να κάνουμε καλή εντύπωση σε μια συνέντευξη για δουλειά ή πολύ μεγαλύτερες, όπως αν πρέπει ή όχι να αλλάξουμε εργασιακό περιβάλλον ή να διακόψουμε μια σχέση.
Αρκετές φορές τείνουμε να ονομάζουμε τις αμφιταλαντεύσεις ανάμεσα σε δύο επιλογές «διλήμματα» αλλά αν αναλύσουμε λίγο τον όρο, θα εκπλαγούμε καθώς θα συνειδητοποιήσουμε ότι οι φορές στις οποίες σταθήκαμε μπροστά σε πραγματικά διλήμματα είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Κι αυτό διότι για να πληροί μια κατάσταση τις προϋποθέσεις για να ονομαστεί «δίλημμα» θα πρέπει να κληθούμε να πάρουμε μόνο μία από δύο αντίθετες επιλογές, των οποίων οι θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις είτε ήταν ακριβώς ίδιες είτε ήταν εξίσου άγνωστες. Για να καταλάβουμε πλήρως τη σημασία του διλήμματος, ας υποθέσουμε ότι στο αρχικό παράδειγμα, ο οδηγός γνώριζε εκ των προτέρων ποια από τις δύο επιλογές θα τον οδηγούσε στον προορισμό του. Τότε προφανώς και δε θα υπήρχε κανένα δίλημμα αφού η απόφαση θα ήταν εύκολη. Εάν όμως δε γνώριζε την απάντηση και ως εκ τούτου οι δύο επιλογές που είχε μπροστά του ήταν πράγματι ίσες και αντίθετες, τότε θα βρισκόταν σε δίλημμα.
Αν λοιπόν οι φορές που βρεθήκαμε μπροστά σε δίλημμα είναι μετρημένες, εκείνες οι φορές που ήμασταν ανάμεσα σε δύο επιλογές και δεν μπορούσαμε να διαλέξουμε, αν δεν ήταν δίλημμα τι ήταν; Πώς θα ονομάζαμε την υποθετική κατάσταση στην οποία ο οδηγός του παραδείγματός μας γνώριζε ακριβώς ποια από τις δύο διαδρομές θα τον οδηγούσε στον προορισμό του αλλά για κάποιο λόγο δίσταζε να την ακολουθήσει και εξακολουθούσε να αμφιταλαντεύεται; Στην ουσία μια τέτοια περίπτωση δεν αποτελεί δίλημμα αλλά αδυναμία βούλησης.
Στις πλείστες των περιπτώσεων η αμφιταλάντευσή μας ανάμεσα σε δύο επιλογές, με αποτέλεσμα την κωλυσιεργία, την αναβλητικότητα και την αναποφασιστικότητα που συνήθως οδηγούν στην αδράνεια ή στη λήψη λανθασμένης απόφασης, δεν είναι αποτέλεσμα διλήμματος αλλά αδυναμίας. Ενώ βαθιά μέσα μας γνωρίζουμε ποια απόφαση υπερτερεί για κάποιο λόγο την αγνοούμε ή ενώ η απάντηση είναι προφανής αδυνατούμε να τη διακρίνουμε. Τα αίτια αυτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς φτάνουν πολύ βαθιά και έχουν δυνατές ρίζες. Αρνητικά συναισθήματα, φοβίες και υποσυνείδητες διαταραχές, μπορούν να θολώσουν την κρίση μας σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είμαστε σε θέση να αξιολογήσουμε αντικειμενικά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε επιλογής ή ακόμα και αν τα αξιολογήσουμε, αδυνατούμε να ενεργήσουμε παίρνοντας την πιο σωστή απόφαση.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι κάποιο άτομο βρίσκεται σε σχέση και τον τελευταίο καιρό έχει έντονες και συνεχείς σκέψεις ως προς το αν πρέπει να διακόψει ή όχι. Θεωρεί ότι βρίσκεται σε δίλημμα αλλά στην πραγματικότητα οι λόγοι που αμφιταλαντεύεται δεν έχουν να κάνουν με το ποια είναι η καλύτερη επιλογή. Ας πάρουμε ως δεδομένο ότι λαμβάνοντας υπόψιν τις περιστάσεις της συγκεκριμένης σχέσης, η καλύτερη επιλογή είναι η διακοπή. Το άτομο όμως αμφιταλαντεύεται, όχι επειδή δεν ξέρει ποια είναι η καλύτερη επιλογή, αλλά επειδή ανησυχεί πως αν διακόψει θα μείνει μόνο. Ένα τέτοιο άτομο πιθανόν να βίωσε στην παιδική του ηλικία την τραυματική απουσία, είτε φυσική είτε συναισθηματική, του ενός εκ των δύο γονέων. Μια άλλη σκέψη που ίσως περνάει από το μυαλό του είναι ότι αν διακόψει, ιδιαίτερα αν πρόκειται για μακροχρόνια σχέση, θα φανεί αποτυχημένος στα μάτια των συγγενών του. Αυτή η σκέψη ίσως πηγάζει από αισθήματα χαμηλής αυτοεκτίμησης. Η κριτική, η πίεση και οι υψηλές απαιτήσεις που ίσως βίωσε από το οικογενειακό του περιβάλλον ως παιδί, πιθανό να οδήγησαν σε αισθήματα αναξιότητας και στον φόβο της «αποτυχίας». Τι θα πούμε αν διστάζει να διακόψει τη σχέση, επειδή λυπάται το άλλο άτομο, αν και ξέρει ότι στην τελική αυτό θα ήταν το καλύτερο και για τους δύο; Επιστρέφοντας στην τρυφερή παιδική ηλικία, ένα άτομο που σκέφτεται με αυτό τον τρόπο, ίσως είχε φορτωθεί αβάσταχτες τύψεις και ενοχές, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το αφύσικο αίσθημα ευθύνης του ιδίου για την ευτυχία των αγαπημένων του. Ένα άτομο, το οποίο διστάζει να υλοποιήσει την ορθή απόφαση για τέτοιους λόγους, στην ουσία δεν έχει κανένα δίλημμα. Έχει αδυναμία να ενεργήσει, η οποία πηγάζει από βαθύτερα αίτια που στην πορεία τού έχουν δημιουργήσει φοβίες, άγχος και ανησυχία.
Γι’ αυτό την επόμενη φορά που θα πιάσετε τον εαυτό σας να διστάζει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο επιλογές, πάρτε μολύβι και χαρτί. Σημειώστε κάτω τις θετικές και τις αρνητικές επιπτώσεις. Αν αυτές δεν είναι ίδιες, ίσες ή άγνωστες τότε δεν υπάρχει κανένα δίλημμα. Ψάξτε μέσα σας και γράψτε τους πραγματικούς λόγους που σας ωθούν στη μια ή στην άλλη απόφαση. Τι σας φοβίζει; Τι σας ανησυχεί; Αξιολογήστε την αλήθεια των σκέψεων που έχουν παγιωθεί μες το μυαλό σας. Όπου χρειαστεί, σπάστε τα δεσμά της αδυναμίας που θα εντοπίσετε, είτε με την αυτοβελτίωση είτε με τη βοήθεια κάποιου ειδικού. Αποφασίστε και κάντε τις απαραίτητες ενέργειες! Όπως είπε και ο Αμερικανός σκηνοθέτης Stanley Kubrick, «Όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να διαλέξει, παύει να είναι άνθρωπος». Γιατί όντως η διαφορά ανάμεσα σε ένα νεκρό ανθρώπινο σώμα και σε ένα ζωντανό είναι η δυνατότητα του ζωντανού να προβαίνει σε πράξεις. Και οι πράξεις είναι αποτέλεσμα αποφάσεων…
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.