Σου έχει τύχει ποτέ να χτυπάει το τηλέφωνο και να μη θέλεις να το σηκώσεις; Βλέπεις τον αριθμό που καλεί, ο ήχος κλήσης διαπερνάει τ’ αυτιά σου, η δόνηση ακούγεται πιο δυνατά κι από τρακτέρ αλλά εσύ απλώς δε θέλεις να σηκώσεις το τηλέφωνο. Το αφήνεις να χτυπάει υστερικά μέχρι να σωπάσει. Ίσως ξέρεις ποιος είναι αυτός που θέλει τόσο επίμονα να χαλάσει την ησυχία σου, ίσως να μην ξέρεις, ίσως δε θέλεις και να μάθεις.
Μπορεί βέβαια να μην είσαι τέτοιος τύπος εσύ. Μπορεί να σου αρέσει να μιλάς στο τηλέφωνο, μπορεί να μη θέλεις να το κλείνεις ποτέ, ακόμα κι όταν δεν έχεις τίποτα άλλο να πεις. Μπορεί να συνεχίζεις τις ίδιες κουβέντες ξανά και ξανά, μπορεί να σου αρέσει απλώς να ακούς την αναπνοή του συνομιλητή σου στην άλλη γραμμή, αρκεί να μη νιώθεις μόνος και να μη χρειάζεται να ζεις σε μια εκκωφαντική ησυχία.
Οι δυο τύποι παραπάνω έχουν ένα κοινό. Φοβούνται τις μικρές λέξεις. Φοβούνται να πουν ένα μικρό «γεια» σε κάποιον καινούριο άνθρωπο, φοβούνται να πουν «αντίο» και να κλείσουν το τηλέφωνο σε κάποιον παλιό. Ο πρώτος γιατί νιώθει καλά στον αθόρυβο κόσμο του κι ο δεύτερος γιατί η ησυχία ισοδυναμεί με κόλαση για ‘κείνον και προτιμά να επαναλαμβάνει χιλιοειπωμένες συζητήσεις παρά να μείνει μόνος.
Δεν είναι τα «σ’ αγαπώ» και τα «μου λείπεις» τα μεγάλα λόγια. Δεν είναι τα «για πάντα», τα «μη φύγεις», τα «σε σκέφτομαι», τα «σε θέλω». Τα μεγάλα λόγια είναι οι μικρές αυτές λέξεις που ανοίγουν και κλείνουν πόρτες, που χτίζουν και γκρεμίζουν τείχη, που απαντούν σε κλήσεις ή εκείνα που βάζουν φραγή εισερχομένων. Τα μεγάλα λόγια είναι εκείνα που δείχνουν σε κάποιον το δρόμο να περάσει προς τα μέσα ή το δρόμο για να φύγει έξω.
Πολλές φορές δε χρειάζεται να τα πούμε καν δυνατά. Συνήθως δηλαδή ο άλλος τα καταλαβαίνει λες και μπορεί ν’ ακούσει τη σκέψη μας. Το «γεια» μπορεί να ειπωθεί με ένα εκφραστικό χαμόγελο, ένα τρυφερό άγγιγμα, μια μεγάλη αγκαλιά, ένα φλύαρο βλέμμα. Το «αντίο» μ’ ένα τελευταίο φιλί, ένα «τα λέμε» που κανείς δεν εννοεί ή μια ξεκάθαρη σιωπή που τα είπε όλα για εμάς. Τα μεγάλα λόγια δε θέλουν πολλές κουβέντες. Τα μεγάλα λόγια λέγονται στις σιωπές.
Κι οι πιο δύσκολες λέξεις να πει κανείς έχουν το πολύ τρεις συλλαβές. Είναι το «ναι», το «θέλω», το «όχι», το «φτάνει». Είναι το «γεια» και το «αντίο» που μπορεί να μοιάζουν τόσο κοινότυπα και συνηθισμένα λόγια αλλά θέλουν θάρρος για να ειπωθούν. Αυτό γιατί το «γεια» και το «αντίο» σηματοδοτούν την αρχή και το τέλος. Κι όσο δύσκολο είναι να πάρεις φόρα και ν’ αρχίσεις να γκρεμίζεις τοίχους για να υποδεχτείς κάποιον στον κόσμο σου, άλλο τόσο δύσκολο είναι να πάρεις την απόφαση να διώξεις κάποιον απ’ το κάστρο σου, να του κλείσεις την πόρτα στη μούρη και να του πεις «φύγε».
Οι δυο αυτές λέξεις, πέρα από θάρρος για να τις πούμε φωναχτά θέλουν κι εμπιστοσύνη. Το «γεια» απαιτεί εμπιστοσύνη στον καινούριο άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας, θέλει να μας κάνει να νιώθουμε ασφάλεια και να μη φοβόμαστε πως είναι ο ψυχοπαθής δολοφόνος της ιστορίας. Ενώ αντίθετα, το «αντίο» θέλει εμπιστοσύνη και πίστη στον εαυτό μας πως θα είμαστε καλύτερα μόνοι μας ή με κάποιον άλλον. Σίγουρα όμως αυτός με τον οποίο μοιραζόμαστε τώρα τη θέα του μπαλκονιού μας, πρέπει να οδηγηθεί προς τη θέα της εξώπορτας.
Το θέμα είναι να μη φοβάστε τις μικρές λέξεις. Γενικά μη φοβάστε τις λέξεις. Ή μάλλον μη φοβάστε γενικότερα. Οι πόρτες φτιάχτηκαν για να ανοίγουν και τα τηλέφωνα για να δέχονται κλήσεις. Να λέτε και «γεια» κι «αντίο» αν το θέλετε και να το λέτε τη στιγμή που το σκέφτεστε. Μην περιμένετε να κουραστεί ο επισκέπτης χτυπώντας το κουδούνι σας για ν’ ανοίξετε την πόρτα και φυσικά μην περιμένετε να σιχαθείτε το ίδιο σας το σπίτι μέχρι να δείξετε σε κάποιον ανεπιθύμητο το δρόμο προς την έξοδο.
Χρησιμοποιήστε αυτές τις λέξεις-συνθήματα για να εκφράσετε όσα αισθάνεστε. Πατήστε πάνω τους για να κάνετε μερικά βήματα μπροστά όπως κάνει ένα παιδάκι όταν πατάει στα πόδια του πατέρα του για να χορέψει. Ένα «γεια» ή ένα «αντίο» δε θα φέρει την καταστροφή. Απλώς θα ξεκλειδώσει ή θα κλειδώσει μια πόρτα. Το κλειδί όμως θα παραμείνει στο δικό σας χέρι αν θέλετε να το χρησιμοποιήσετε ξανά. Το ζήτημα είναι ένα. Θέλετε;