Όλοι έχουν ανασφάλειες, δεν το πιστεύεις, αλλά ναι όλοι, ακόμη κι εκείνοι που θα ορκιζόσουν πως δε φοβούνται τίποτα και κανέναν και πως αγαπούν και δέχονται το χαρακτήρα τους, όπως είναι, ακόμη κι εκείνοι δειλιάζουν και φοβούνται. Απωθημένα, εμμονές, κατάλοιπα μιας δύσκολης εφηβείας, μπορεί όλα αυτά μαζί. Εκείνη όμως η φοβία που κανένας άνθρωπος ποτέ δεν μπόρεσε να νικήσει και να ξεπεράσει είναι αυτή της μοναξιάς.

Όλοι διψούν να την κατονομάζουν ελευθερία και να την απολαμβάνουν, όμως ελάχιστοι είναι εκείνοι που πράγματι το πετυχαίνουν. Οι περισσότεροι δεν αντέχουν τη μοναξιά, γιατί δεν αντέχουν τον εαυτό τους.

Όσοι την αγάπησαν όμως και την έκαναν φίλη τους, έχουν μάλλον έναν βαθύτερο και πιο σκοτεινό φόβο: πως δε χωράνε πουθενά. Ξεκινά από μια ανασφαλή εφηβεία με χιλιάδες ερωτηματικά κι άλλα τόσα θαυμαστικά, κι όμως σε μερικούς που δεν μπόρεσαν να βρουν τις απαντήσεις που θα ήθελαν, μένει εκεί να τους θλίβει για πάντα.

Να αισθάνονται πως κανένας άνθρωπος και καμία σχέση δεν τους καλύπτει αρκετά, δύσκολο κι επίπονο. Καίνε το μυαλό τους για να βρουν, γιατί αισθάνονται έτσι, γιατί κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να κατανοήσει όλα όσα κρύβουν και καμία οικογένεια και καμιά παρέα δεν μπορεί να τους περιβάλλει και να τους αφομοιώσει.

Αχαριστία ή πράγματι διαφορετικότητα; Κάποιες μέρες λυπούνται τους ανθρώπους και τους φαντάζονται μικρούς κι αδαείς. Ωστόσο, είναι κι εκείνες οι μέρες που μισούν τον ίδιο τους τον εαυτό, που δεν μπορεί να βάλει σε μία τάξη τις σκέψεις του, ώστε να τις κάνει περισσότερο κατανοητές στους άλλους τριγύρω για να μπορέσουν επιτέλους να αισθανθούν ασφαλείς κι οικείοι.

Αχαριστία, δεν είναι. Μακάρι να ήταν κάποιο είδος αλαζονείας, αν ήταν δε θα νοιάζονταν, δε θα υπέφεραν σιωπηλά. Δε σκέφτονται πως είναι ανώτεροι απ’ όλους εκείνους που δεν μπορούν να τους καταλάβουν. Το αντίθετο, επιρρίπτουν ευθύνες στον εαυτό τους πως τελικά εκείνος είναι ο λίγος που δεν μπορεί να ταιριάξει και να χωρέσει.

Διαφορετικότητα, όχι δεν εννοώ να είσαι διαφορετικός στη συμπεριφορά σου ή στη ζωή σου. Εκείνοι που αισθάνονται παρείσακτοι είναι στην ουσία εκείνοι που καταφέρνουν εκ πρώτης όψεως να προσαρμοστούν καλύτερα απ’ όλους τους άλλους. Μέσα τους, όμως, ψυχορραγούν, νιώθουν πως αυτό δεν αρκεί, δεν αξίζει και δεν είναι αυτό που επιθυμούν απ’ τους ανθρώπους.

Ακόμη και να τους περιγράψεις είναι δύσκολο, φαντάσου να προσπαθήσεις να τους κατανοήσεις. Δε θα μάθουν ποτέ τι είναι αυτό που τους κράτα αποκομμένους.  Ωστόσο, αν ποτέ τους γνωρίσεις κι ανακαλύψεις κάτι απ’ αυτήν τη σκοτεινή αδυναμία τους, θα γοητευτείς τόσο, που θα θέλεις ν’ ανακαλύψεις περισσότερα για τούτη την αδύναμη πτυχή.

Όταν όμως εν τέλει δεν υπάρχει τίποτα, γιατί απλώς ούτε εκείνοι μπορούν να το εξηγήσουν, θ’ αποχωρήσεις απογοητευμένος πιστεύοντας πως δεν υπάρχει κάτι που ν’ αξίζει αλήθεια εδώ.

Διψούν για κάτι μεγαλύτερο, για κάτι πιο ουσιώδες, ίσως πάλι να ψάχνουν κάτι ιδανικό που δεν μπορεί να υπάρξει, μια πνευματική ολοκλήρωση που βιάζονται ν’ αποκτήσουν. Δεν ταιριάζουν, γιατί μπορεί και να μην προσπαθούν να ταιριάξουν με τους άλλους. Ίσως πάλι, να είναι πράγματι διαφορετικοί κι ανώτεροι και φοβισμένοι απ’ την αθλιότητα του κόσμου, προτίμησαν να κρυφτούν στη μοναξιά τους.

Δε θα μάθεις ποτέ, ίσως κι εκείνοι να μη μάθουν ποτέ. Μπορεί μια μέρα να καταφέρουν να χωνέψουν αυτό το χάσμα και να γίνουν ένα με τους υπόλοιπους, μπορεί να είναι για καλό τους, να μπορέσουν να βρουν αυτήν την πνευματική ολοκλήρωση, μπορεί όμως απλά να μιλάμε για μια ισοπέδωση.

Καλώς ή κακώς, κανείς ποτέ δε θα μάθει, γιατί κανείς ποτέ δε θα μπορέσει να τους καταλάβει. Μπερδεμένοι, ανασφαλείς και φοβισμένοι ή διαφορετικοί, ανώτεροι και μοναδικοί. Μην προσπαθήσεις να τους κάνεις να ταιριάξουν και μην παίξεις ποτέ με το μυαλό τους, γιατί πρώτος εσύ θα μπερδευτείς, κι ίσως τελικά σε αποκόψουν και σένα απ’ το σύνολο.

 

Επιμέλεια κειμένου Μαριάνας Μάργαρη: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Μαριάνα Μάργαρη