Ο Γιώργος Σεφέρης είναι από τους διασημότερους Έλληνες ποιητές στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ο πρώτος που βραβεύτηκε με βραβείο Νόμπελ. Η Μαρίκα Ζάννου ήταν ο μεγάλος έρωτάς του και η γυναίκα που κρύβεται πίσω από την έμπνευση των διάσημων ερωτικών επιστολών του ποιητή. Γνωρίστηκαν στο σπίτι κοινών φίλων, το 1935 στο Σούνιο, ενώ η Μαρώ ήταν ακόμη παντρεμένη με τον πρώτο της σύζυγο Ανδρέα Λόντο. Τότε ο Γιώργος Σεφέρης υπηρετούσε στη διεύθυνση Πολιτικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών. Μετά τη γνωριμία τους και της οικειότητας που δημιουργήθηκε εκείνη την ημέρα λοιπόν, η Μαρώ του πρότεινε να επισκεφτεί την Αίγινα το καλοκαίρι, όπου είχε σπίτι η ίδια, διότι πίστευε πως θα του άρεσε πολύ. Κι έτσι έγινε. Κάπως έτσι ξεκίνησε και ο θυελλώδης δεσμός τους το καλοκαίρι του ’36.
Λίγο αργότερα η Μαρώ παράτησε τον πρώτο της σύζυγο και τα παιδιά της και απένταρη κίνησε για να ζήσει τον μοιραίο έρωτά της με τον Σεφέρη. Στην αρχή δεν μπορούσαν να παντρευτούν, διότι ο πρώτος σύζυγος της Μαρώς της είχε βάλει όρο πως αν αυτό συνέβαινε δε θα ξανά έβλεπε τις κόρες της. Ένας έρωτας όμως με τόσο έντονο το στοιχείο του ρομαντισμού, δε θα μπορούσε παρά να βρει τον τρόπο και το θάρρος να επιβληθεί. Λίγο πριν τις μεγάλες συγκρούσεις στη χώρα και αφού ο Σεφέρης έπρεπε να φυγαδευτεί γιατί είχε στοχοποιηθεί λόγω του Υπουργείου, αποφάσισαν βιαστικά να ενωθούν με τα ιερά δεσμά του γάμου στην Πλάκα, τον Απρίλιο του 1941 κι έπειτα έφυγαν μαζί για την Κρήτη και ύστερα για την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Έζησαν έκτοτε τριανταπέντε χρόνια αχώριστοι, έναν αντισυμβατικό έρωτα από τα γεννοφάσκια του, μόνο οι δύο τους, χωρίς να κάνουν παιδιά ποτέ. Ωστόσο ο Γιώργος Σεφέρης διατηρούσε εξαιρετική σχέση με τις κόρες της Μαρώς μέχρι και τη στιγμή που έχασε τη ζωή του τον Σεπτέμβρη του 1971.
Η χαρακτηριστική σχέση των δύο παθιασμένων εραστών έχει αποτυπωθεί μέσα από μια σειρά ερωτικών επιστολών που ανταλλάζαν κάποιες φορές που χρειάστηκε να χωριστούν. Αυτές οι επιστολές πλέον αποτελούν διάσημα έργα ποίησης του Γιώργου Σεφέρη. Τα πρώτα κομμάτια της αλληλογραφίας που αντάλλαξαν μεταξύ τους, ήταν στην αρχή της γνωριμίας τους και του δεσμού τους. Τα γραπτά αυτά τεκμήρια μάλιστα αποτελούν την πρώτη αμφίπλευρη συζυγική επιστολογραφία Έλληνα λογοτέχνη. Η ταύτιση είναι αναπόφευκτη με τον συγκλονιστικό λόγο του Σεφέρη ως έναν αθεράπευτα κι απεγνωσμένα ρομαντικό άνθρωπο, που μιλάει στην αγαπημένη του.
Κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα των επιστολών είναι σχεδόν σπαρακτικά όμορφα.
«Σου είπα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνο που ήθελα να πω και μ έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί δεν το είπα: είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη…»
«Σ’ αγαπώ (μου επιτρέπεις;) και τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει αυτήν την αγάπη εκτός από σένα, και πάλι είναι ζήτημα».
«Και μαζί να ήμασταν από το πρωί ως το βράδυ, δε θα έφτανε. Θα έπρεπε να καταπιεί ο ένας τον άλλον. Κι όλα αυτά είναι υπερβολικά φρικαλέα για να μ’ αρέσουν»
«Είναι αστείο κάποτε να βλέπω τον εαυτό μου σαν έναν υπνοβάτη ή σαν έναν τυφλό που σε ψάχνει με τις παλάμες απλωμένες και με τα μάτια κλειστά».
«…μου λείπεις. Σε πήρε το τραίνο και σε πάει όλο και πιο μακριά. Μια βραδιά χαμένη, χαμένη αφού δεν είσαι κοντά μου…»
Ένας έρωτας που έζησε αποδεικνύοντας πως το πάθος αντέχει στα δύσκολα και πως ταυτόχρονα η δύναμή του, όταν αποτυπωθεί σε χαρτί, μετουσιώνεται από ένα προσωπικό συναίσθημα σε μια συλλογική έκφραση. Γιατί αυτό που το ζευγάρι θεωρούσε ερωτικές επιστολές, έκρυβε τελικά μέσα του κάτι από ποίηση.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη