Γράφει η Καίτη.
Ποιος να μου το έλεγε ότι ένας έρωτας θα είχε τη δύναμη να με άλλαζε τόσο; Για μένα ήταν όλα παιχνίδια εξουσίας, έπρεπε πάντα να είμαι εγώ η κερδισμένη. Αδιάφορο μου ήταν μέχρι τώρα αν θα αφήσω πίσω μου στάχτες και χαλάσματα.
Ζήλιες και κτητικότητες με έπνιγαν αφόρητα. Ο χώρος μου κι ο χρόνος μου ήτανε πράγματα ιερά κι απαράβατα. Κρατούσε χρόνια αυτή η κολόνια κι είχα πείσει τον εαυτό μου πως έτσι λειτουργούν οι σχέσεις και πως όσοι έκλαιγαν και κλαιγόντουσαν για αγάπες είναι απλά αδύναμοι κι άξιοι της μοίρας τους.
Κι όμως έφτασε η στιγμή που όλα όσα δεν είχα νιώσει τόσα χρόνια, ήρθαν μαζεμένα να μου ξεριζώσουν βίαια όλη μου την έπαρση και την αλαζονεία. Ήταν τρομαχτικό να φοβάμαι ξαφνικά μήπως χάσω κάποιον. Η διάθεσή μου, η ηρεμία μου, η αυτοπεποίθησή μου, εξαρτιόνταν από κάποιον άλλο πέρα απ’ το δικό μου έλεγχο.
Κάθε βράδυ η ίδια αγωνία, ο ίδιος κόμπος στο στομάχι. Θα έρθεις απόψε; Θα μείνεις μαζί μου, θα με αγκαλιάσεις; Άρχισα να ζηλεύω, να γίνομαι κτητική, να γκρινιάζω και να απαιτώ προσοχή και χρόνο. Να ζητάω όλα αυτά που αρνιόμουν να δώσω ως τώρα. Όλα αυτά που κορόιδευα.
Μοιάζαμε πολύ οι δυο μας, λειτουργούσαμε με τον ίδιο τρόπο, ήξερες το παιχνίδι της εξουσίας τόσο καλά όσο εγώ. Ήξερες πώς να με φέρνεις στα όριά μου και να με κρατάς εκεί. Δεν το πέρασες ποτέ το όριο, δεν ήθελες να φύγω, ήμουν το μεγαλύτερο σου τρόπαιο. Η ζόρικη, η δύσκολη που όμως ακόμη κι αυτή, κατάφερες να τη φέρεις στα μέτρα σου.
Εγώ όμως σε ερωτεύτηκα και παρέδωσα τα όπλα, δε με ένοιαζε πια. Κι όταν κατέβασα και την τελευταία άμυνα και σου παραδόθηκα, έκανες όλα αυτά που ήξερες να κάνεις καλά, που ξέραμε κι οι δύο να κάνουμε καλά.
Με έπαιζες σαν παιχνίδι και εγώ αφηνόμουν όλο και πιο πολύ, ένιωθα αδύναμη κι εξαρτημένη. Ένιωθα να χάνω τον εαυτό μου και αυτό με γέμιζε οργή κι απελπισία. Τι άρρωστο πράγμα που είναι στα αλήθεια ο έρωτας.
Είσαι δικός μου έλεγα και το εννοούσα. Κανείς δεν ήθελα να ακουμπήσει το σώμα σου, θα το βρόμιζαν, θα το έφθειραν. Στα μάτια μου το σώμα σου ήταν ένας βωμός, ιερός και πολύτιμος. Κανείς δεν ήθελα να τον αγγίξει χωρίς τον σεβασμό που του πρέπει.
Σου έδωσα όλα όσα είχα θαμμένα μέσα μου. Σε νοιαζόμουν γι’ αυτό που είσαι, για ό,τι είσαι. Δε σε είδα σαν ένα αντικείμενο στο κρεβάτι μου που θα ικανοποιούσε τις ανάγκες μου, σε είδα σαν άνθρωπο. Σαν άνθρωπο που πίσω απ’ την επιφανειακή του απάθεια κρύβει πληγές και βαθιά συναισθήματα, όπως τα έκρυβα κι εγώ.
Το ένιωθα όταν σε κοιτούσα στα μάτια και αναγνώριζα ένα βάθος, μια ακατέργαστη τρυφερότητα, δεν μπορεί να έπεφτα τόσο έξω. Την πάτησα γιατί πίστεψα ότι μαζί μου ήταν αλλιώς. Ότι εγώ θα κατάφερνα να σε ξεκλειδώσω.
Έκανα λάθη το παραδέχομαι, όμως κατάλαβέ με, δεν τα είχα ξανανιώσει όλα αυτά, δεν ήξερα πώς να τα διαχειριστώ. Ζήτησα την βοήθειά σου πολλές φορές, προσπάθησα να σου μιλήσω, να σου πω πως δεν την αντέχω άλλο αυτήν την ανασφάλεια. Πως με κούρασαν τα παιχνίδια κι οι στρατηγικές.
Για μένα ήταν όντως αλλιώς. Ήθελα να τσακίσω κάθε ίχνος εγωισμού και να σου πω πως σου ανήκω απόλυτα, πάρε με, πρόσεξέ με, εξαρτώμαι από σένα πλέον κι αυτό με τρομάζει. Καθησύχασε τους φόβους μου, σε παρακαλώ, κοίμισε τις ανασφάλειές μου.
Χρησιμοποίησα κάθε τρόπο για να σου δώσω να καταλάβεις πόσο σημαντικός είσαι για μένα. Προσπάθησα ήρεμα, τρυφερά στην αρχή. Κατάλαβα με τον καιρό ότι ο μόνος τρόπος να τραβήξω την προσοχή σου ήταν οι φωνές κι οι τσακωμοί, οπότε αυτή ήταν η τακτική μου από ένα σημείο και μετά. Χρησιμοποίησα την πιο λανθασμένη τακτική, όμως δε μου είχες αφήσει περιθώρια.
Προσπάθησα και να φύγω πολλές φορές μα δεν ήμουν τόσο δυνατή. Ήμουν ερωτευμένη, βαθιά κι απόλυτα, ανίκανη να το ελέγξω. Ίσως σε τρόμαζε αυτό, σε καταλαβαίνω καλύτερα απ’ τον καθένα.
Δε σε κατηγορώ για τίποτα, δε σε κατηγορώ αν εσύ δεν ένιωσες το ίδιο. Μπήκαμε σε ένα παιχνίδι που ξέραμε κι οι δυο μας καλά, επί ίσοις όροις, απλά εσύ το έπαιξες ως το τέλος ενώ εγώ παρέδωσα τα όπλα νωρίς.
Όσο και αν πόνεσα, δε σου κρατάω κακία. Με έμαθες να νιώθω κι αυτό ήταν μάθημα ζωής. Δε φοβάμαι μήπως ξαναπληγωθώ, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.
Δεν πρόκειται να συμβεί όχι γιατί δε θα το επιτρέψω ή θα κρατήσω άμυνες, αλλά γιατί οι άνθρωποι αγαπάνε μόνο μία φορά κι εγώ αυτήν τη μοναδική φορά τη χάρισα σε σένα.
Σε ευχαριστώ που έφυγες πριν η ζημιά γίνει ανεπανόρθωτη, όσο είχα ακόμα τα περιθώρια να αναστηλώσω τον εαυτό μου, μιας και εγώ δε θα έβρισκα ποτέ το κουράγιο να το κάνω.