Είθισται οι άνθρωποι να μιλάμε πιο ανοιχτά για όσα βιώνουμε στις σχέσεις που χτίζουμε με τους αγαπημένους μας, εστιάζοντας όμως κυρίως στα καλά κι όχι στα κακώς κείμενα. Σύντροφοι, οικογένεια και πολλές φορές ακόμα και φίλοι μάς βάζουν σε θέση να αποκρύψουμε γεγονότα που μόνο πίκρα μας έχουν αφήσει, κρύβοντάς τα κάτω απ΄το χαλί, σαν να πρόκειται για εξαφάνιση της πραγματικότητας από το οπτικό μας πεδίο. Αυτή τη φορά τα φώτα δε θα πέσουν σε θέματα βατά που αφορούν τις σχέσεις μας και τον ρόλο που αυτές μπορούν να παίξουν κάθε φορά, αλλά το φάντασμα της κακοποίησης που πολλοί άνθρωποι έχουν ζήσει και κάθεται σαν βαρίδι μέσα τους.
Πρόκειται για ένα ζήτημα αρκετά λεπτό κι ιδιαίτερο για τον καθένα, καθώς δεν έχουν όλοι ούτε την ίδια αντίδραση απέναντι στον κακοποιητή τους, ούτε θα μπορούσαμε να πούμε πως ο χρόνος επούλωσης της πληγής, είναι ο ίδιος. Ωστόσο, αυτό που δεν αναλογιζόμαστε είναι το μετά. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος που έχει δεχτεί κακοποίηση μέσα στη σχέση του ή την οικογένειά του να βγει αλώβητος; Αγαπάει όπως πριν ή οι ισορροπίες γκρεμίζονται και οι βάσεις πρέπει να μπουν από την αρχή;
Το σίγουρο είναι, πως δεν μπορούμε να αποβάλλουμε πλήρως κάποιο βίωμα, ακόμα κι αν έχουμε συμφιλιωθεί με αυτό, ή το έχουμε ξεπεράσει. Υπάρχει ακόμα και κάνει την εμφάνισή του σαν ανάμνηση, υπενθυμίζοντάς μας πού ήμασταν κάποτε και πού βρεθήκαμε.
Αρχικά σε μια σχέση κακοποιητική, είναι αναμενόμενο πολλές από τις αντιδράσεις μας να μην είναι ρεαλιστικές ή λογικές, γιατί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της προσωπικής μας ψυχικής άμυνας, προσωρινά καταρρέει. Βγαίνοντας από μια τέτοια κατάσταση, είναι σαν να ερχόμαστε ξανά σε επαφή με μια πραγματικότητα που είχαμε αφήσει πίσω μας, βγαίνουμε από μια περίοδο ύπνωσης, που είτε διήρκεσε πολύ είτε λίγο, μας έκανε να φερόμαστε με τρόπο ξένο, ακόμα και στα δικά μας μάτια. Από ανθρώπους που τοποθετούνται ψηλά στην καρδιά μας με τον τίτλο αυτών που μας αγαπούν, αλλά στο τέλος μόνο την αγάπη τους δε λαμβάνουμε, ενδόμυχα γεννάται η απορία για το πώς είναι τελικά η αγάπη που δίνουμε και παίρνουμε, αν την αξίζουμε, αν δεν εμπνέουμε σεβασμό και καταλήγουμε να νιώθουμε τόσο αδύναμοι μπροστά στις περιστάσεις.
Εάν δούμε πιο σφαιρικά τον ορισμό της κακοποίησης, που δύναται να πάρει πολλές διαφορετικές μορφές κάθε φορά, θα συνειδητοποιήσουμε σχετικά εύκολα, ότι είναι σχεδόν υπεράνθρωπο για κάποιον που κάποτε βρέθηκε στη θέση του κακοποιημένου, να συνεχίσει να λειτουργεί στη ζωή του σαν διαγράφτηκε οριστικά το σημάδι που οι εμπειρίες του χάραξαν, όποιο κι αν είναι αυτό. Ψυχολογική, σωματική, λεκτική, συναισθηματική βία έχουν τη δύναμη να επισκιάσουν κάθε τι φωτεινό μέσα μας, κάνοντάς μας πολλές φορές να πιστέψουμε πως η πραγματικότητα που βιώνουμε είναι φυσιολογική κι αρμονική. Όταν δέχεσαι πυρά από ανθρώπους που έχεις αγκαλιάσει, συνήθως οι άμυνές σου θεωρούνται μηδαμινές, αφού τις έριξες προτού αφεθείς.
Γι’ αυτό και φεύγοντας από ένα τέτοιο περιβάλλον, κανείς δε λέει πως δε θα αγαπήσεις ή δε θα αγαπηθείς ξανά. Το αντίθετο μάλιστα. Απλώς αλλάζει η δεκτικότητά μας σε κάθε τι νέο και μεταστρέφεται συνήθως με τρόπο άδηλο, σε δισταγμό, η καχυποψία. Οι άνθρωποι που έμαθαν με τον δύσκολο τρόπο πράγματα που μόνο δύσκολα δε θα έπρεπε να είναι, όπως η αγάπη που αξίζουμε να δεχτούμε όλοι, έμαθαν να προστατεύονται αλλιώς. Υψώνονται νοητά τείχη που πιστεύουμε πως μας προφυλάσσουν από ενδεχόμενο κίνδυνο, συναισθηματικό και μη.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, για το μόνο που δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε είναι η βαθύτερη πλευρά των ανθρώπων. Αν αλλάζει κάτι μετά από μια αρνητική ή θλιβερή για μας εμπειρία, αυτό θα μπορούσε να είναι ο τρόπος εξωτερίκευσης των συναισθημάτων, όχι τα ίδια τα συναισθήματα. Μπορείς να αγαπήσεις ξανά και ξανά, αλλά ίσως τα βήματά σου γίνουν πιο προσεκτικά, πιο διστακτικά. Μαθαίνουμε μέσα από τις πληγές μας και πολλές φορές από αυτές που θα θέλαμε να ξεχάσουμε μια για πάντα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου