Οι μέρες που είσαι χάλια ψυχολογικά όμως παρ’ όλα αυτά πρέπει να συνεχίσεις την καθημερινότητά σου σαν να μη συμβαίνει τίποτα, ζορίζουν κι άλλους εκτός από σένα. Και συγκεκριμένα ζορίσουν όσους έρθουν σε επαφή με σένα. Γιατί στο σπίτι μπορείς να πατήσεις κι ένα κλάμα να ξεσπάσεις, να βρίσεις και κανένα αντικείμενο που δε σου κάθεται καλά στοn χώρο. Όταν όμως προκύπτει να πρέπει να συναναστραφείς με άλλους, τότε τα πράγματα είναι δύσκολα και για τις δυο πλευρές. Πρώτα για σένα, που δε θέλεις να βλέπεις άνθρωπο ζωγραφιστό και μετά για εκείνους που προφανώς και δε γνωρίζουν τη φάση σου, οπότε αρκεί μια μικρή κουβέντα να ξεστομίσουν για να τους πάρει και να τους σηκώσει.
Μετά βέβαια καταλαβαίνεις πως η συμπεριφορά σου απέναντί τους είναι λίγο ακραία κι αυστηρή όμως ξέρεις πως ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσες να κάνεις τη στιγμή που τo μόνο που σου έβγαινε αυθόρμητα ήταν ένα ουρλιαχτό «άφησέ με ήσυχο». Γιατί όταν πιέζεις τον εαυτό σου να συμπεριφέρεται φυσιολογικά, σαν μη βιώνεις μια λύπη μέσα σου και να πρέπει να μιλάς, να γελάς και να σκέφτεσαι, ενώ όλες οι λειτουργίες σου έχουν απενεργοποιηθεί, είναι λογικό κάπου να ξεσπάσεις. Κι αφού σε σένα ξεσπάς όταν είσαι μόνος, αναγκαστικά την πληρώνει ο άμαχος πληθυσμός που τυχαίνει να σε περιτριγυρίζει. Δε φταίνε σε κάτι μα ούτε κι εσύ μπορείς να το ελέγξεις. Το να ζητάς συγνώμη για μια συμπεριφορά που ξέρεις πως πιθανότατα θα επαναλάβεις δε σε κάνει να νιώθεις καλύτερα. Αντιθέτως, θυμώνεις ακόμη περισσότερο με τον εαυτό σου και βιώνεις μια κατάσταση στην οποία πάνω που πας να συνέλθεις, ξαναπέφτεις.
Φίλοι, γνωστοί, συνάδελφοι και περαστικοί, έχουν την τιμή αυτό το διάστημα να δουν ένα κομμάτι του εαυτού σου που ούτε κι εσύ γνώριζες πως έχεις. Σου λένε «καλημέρα» και τους αγριοκοιτάς γιατί θεωρείς πως σε ειρωνεύονται. Πού την είδαν την καλή μέρα και το διατυμπανίζουν κιόλας; Είναι η φάση που μπορεί να παρεξηγηθείς με κάτι που πριν από μια βδομάδα σου φαινόταν αστείο. Κι όποιος είναι μπροστά εκείνη την ώρα, θα ακούσει παράπονα από τη βρεφική σου ηλικία. Κι εκείνη την ώρα θα τα εννοείς. Θα νιώθεις θυμό και νεύρα που θα απορήσεις πώς στο καλό συγκρατούσες τόσο καιρό. Όμως δεν είναι θυμός. Ούτε είναι αυτός κι ο λόγος που ξεσπάς.
Είναι η στεναχώρια που νομίζεις πως καλύπτοντάς τη με χαμόγελα και αστεία, αρχίζει να υποχωρεί. Είναι τα λόγια που έχεις κάπου να πεις όμως αποφάσισες πως το σωστό είναι να τα κρατήσεις για σένα- ίσως να είναι και το σωστό αυτό, θα δείξει. Είναι ο εν μέρει θυμός με τον εαυτό σου που οι μέρες περνάνε κι εσύ αντί να συνέρχεσαι πέφτεις περισσότερο. Είναι το κλάμα που συγκρατείς γιατί λες «δεν αξίζει» και κάποιες στιγμές συσσωρεύεται και βγαίνει με λόγια θυμωμένα. Είναι που κάτι σου λείπει όμως δε θες να σου λείπει και κουράστηκες να σε κατηγορείς που νιώθεις έτσι, οπότε λες να μοιραστείς τις κατηγόριες και με κανέναν άλλο, ανυποψίαστο, που θα σε προσεγγίσει.
Είναι φάση και θα περάσει κι όταν τελειώσει δε θα τη θυμάσαι. Η ηρεμία σου θα έρθει να σε ξαναβρεί κι ας μην είναι όπως πρώτα. Κι όλοι αυτοί που έβρισες θα δείξουν κατανόηση όταν τους εξηγήσεις. Κι αν δεν τους εξηγήσεις ίσως και να το ξεχάσουν. Όλοι έχουμε τις άσχημες μέρες μας. Μακάρι να μπορούσαμε να πατάμε ένα pause στην καθημερινότητα και τις υποχρεώσεις μέχρι κάπως να ξεθωριάσει η ένταση και η λύπη μας. Από την άλλη, μπορεί και να κάναμε κατάχρηση του pause και να μη γινόμασταν ποτέ αυτό το «δυνατοί» που λένε πως γίνεσαι όταν ξεπεράσεις κάτι δύσκολο. Θα δείξει. Μέχρι τότε χρειάζεται απλώς εξάσκηση για να μη μαλώνουμε με ό,τι κινείται- κι ό,τι μένει ακίνητο ενίοτε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου