Αρχίζει με προσδοκία και τελειώνει με απογοήτευση. Είναι τόσο αναμενόμενο όσο και το κάψιμο των ποδιών σου, καθώς τρέχεις από την ξαπλώστρα στη θάλασσα -ξέροντας πως θα καείς, αλλά επιμένοντας να το δοκιμάζεις συνεχώς και να καταριέσαι μόλις βουτήξεις στο νερό. Μόνο που σ’ αυτή την περίπτωση, ξεσηκώνεις και παίρνεις από το χέρι κι όσους λες πως αγαπάς. Για να δεις τις δικές σου εναποθέσεις προσδοκίας να εκπληρώνονται μέχρι το όριο προθεσμίας που έθεσες και για να απογοητευτείς άπαξ και δε συμβεί αυτό, μη λαμβάνοντας όμως το αντίστοιχο μερίδιο.

Ανέκαθεν έτσι λειτουργούσε, όπως κι αγαπούσε, ο άνθρωπος. Ποιος είσαι εσύ που θα του πεις ν’ αλλάξει και να μη γεμίζει με προσδοκίες για τους άλλους; Ποιος είσαι εσύ που θα του μάθεις να μην απογοητεύεται; Από τη βρεφική κούνια μέχρι το μπαστούνι των γηρατειών εκείνος θα περιμένει, θα αναμένει και θα ελπίζει να συμβούν όσα έχει μέσα στο κεφάλι του είτε για τον ίδιο είτε για τους άλλους, κυρίως για τους άλλους.

 

 

Κάποτε, ρώτησα έναν πολύ οικείο μου άνθρωπο -αδελφικό, πιο συγκεκριμένα- τι είναι αυτό που τον πληγώνει. Με κοίταξε και γέλασε λοξά, πήρε μία βαθιά ανάσα κι ξεφύσηξε γενναιόδωρα τον αέρα που είχε στα πνευμόνια του, απαντώντας μου πως «Οι προσδοκίες μου, αυτές είναι που με πληγώνουν. Κι όχι τόσο εκείνες απέναντι στον εαυτό μου, αλλά εκείνες απέναντι στους άλλους». Τότε, σκέφτηκα πως αν δεν έχεις προσδοκίες για κάτι ή για κάποιον, καταφέρνεις να μην πληγώνεσαι στο τέλος. Χωρίς αυτές, όμως, δεν έχεις να περιμένεις τίποτα.

Η απογοήτευση που υφίσταται ο συναισθηματικός κόσμος του ανθρώπου, που εναποθέτει φρούδες προσδοκίας στο φίλο, στο παιδί, στο σύντροφο, στον αδελφό του κυμαίνεται σε τεράστιες διαστάσεις. Κι όλα αυτά, γιατί ελπίζει. Ελπίζει πως η ζωή μπορεί, τελικά, να γίνει ταινία, να μοιάζει ιδανική και να μην υπάρχει τρωτό σημείο μέσα της κανένα. Το τράβηγμα από την τελειότητα είναι που στοιχίζει, την πλασμένη μέσα στο μυαλό. Καθώς η ανάληψη της ευθύνης ατομικά και προσωπικά είναι βαρύ φορτίο, αυτό μοιράζεται αναλογικά στα πιο οικεία μάτια και στις δυνάμεις τους. Ξαφνικά, περιμένεις από άλλους να εκπληρώσουν τις δικές σου προσδοκίες στη δική τους ζωή κι αναφορικά με την παρουσία τους στη δική σου να φανούν αντάξιοι όσων εσύ, κάποτε, επιθύμησες. Αποδίδεις φορτία και δε ρωτάς ποιος τα αντέχει και ποιος όχι για μία ικανοποίηση του λεπτού, που το επόμενο ακριβώς θα έχει παρέλθει.

Ποιο είναι, όμως, το νόημα στο να μην έχεις τίποτα να περιμένεις; Έστω κι αυτή η απογοήτευση, σου δίνει το μήνυμα πως είσαι ζωντανός. Όσα περίμενες και δεν ήρθαν, όσα νόμιζες και δε νόμιζαν αυτά, όλα εκείνα που σου άφησαν μια γλυκόπικρη γεύση γιατί τα πίστεψες περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν είναι λόγοι για να αισθάνεσαι πως δεν περνάς απλά, αλλά ζεις. Αγαπάς με το χειρότερο τρόπο, δεν κρατάς μικρό καλάθι, παθαίνεις και δε μαθαίνεις. Πετάς την ευθύνη μακριά κι αφήνεις τους άλλους να τα βγάλουν πέρα με τις όποιες συνέπειες, ζητάς τα μέγιστα και δίνεις τα λιγότερα, προσδοκάς και ζητάς κι επαναλαμβάνεσαι. Ύστερα, μετανιώνεις -ή το παίζεις υπεράνω και δε μετανιώνεις τίποτα- και συνεχίζεις.

Γι’ αυτό, να προσδοκάς. Κάποια θα έρθουν, ενώ άλλα θα προσπεράσουν κι εσύ θα πιαστείς από αυτά, για λίγο καιρό θα εξαρτάσαι από τους λόγους και τις αιτίες που τα ίδια δεν εκπληρώθηκαν και που εκείνοι δεν πάλεψαν για να τα φέρουν. Ώσπου, μια μέρα θα καταφέρεις να τα φέρεις μόνος σου. Αν είχα την ευκαιρία να συζητήσω ξανά για το θέμα αυτό με τον κοντινό μου άνθρωπο δε θα του έλεγα να μην περιμένει πολλά, αλλά το αντίθετο. Η ουσία δε βρίσκεται στο να μην απογοητεύεσαι, αλλά στο να γνωρίζεις τόσο καλά τον εαυτό σου που όσα καλάθια προσδοκιών κι αν γεμίσεις να μην μπορέσει κανένας να στα αδειάσει.

 

Συντάκτης: Γωγώ Κυριακίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου