Είναι λες και ο οραματισμός μάς ακολουθεί από την κούνια μας. Σαν να βρίσκεται στις οδηγίες χρήσης του ανθρώπου η δυνατότητα και η ικανότητα να ονειρεύεται, να βλέπει το πώς και πού θέλει να βρεθεί στο μέλλον και κάτω υπό ποιες συνθήκες. Κι έτσι μεγαλώνοντας, τρέχουμε, προσπαθούμε, είτε πολύ είτε λίγο, είτε τα όνειρά μας μένουν στο χαρτί είτε κουνιόμαστε και λίγο από το καναπέ μας για να δράσουμε. Τι γίνεται όμως με εκείνα τα όνειρα με εκείνους τους στόχους που μένουν ανεκπλήρωτα;
Το ανεκπλήρωτο έχει την τάση να κοιμάται, υπακούει στην τάση σου να το καταστείλεις για να μην ασχολείσαι και πολύ μαζί του, μα ταυτόχρονα να ξυπνάει εκεί που δεν το περιμένεις. Όταν κάτι δε σου βγαίνει, δύο είναι τα ενδεχόμενα συνήθως. Είτε σου γίνεται εμμονή, είτε προσωρινά το βάζεις στο συρτάρι του μυαλό και το αφήνεις για μετά- εξού και η καταστολή που λέγαμε. Αυτό το μετά όμως είναι που συνήθως σε τσακίζει, γιατί πολύ απλά κάποια στιγμή το βρίσκεις μπροστά σου και το έχεις ήδη αναβάλει τόσο που δεν έχεις κάπου αλλού να το στουμπώσεις για να μην το βλέπεις. Στοιχειώνει τότε η παρουσία του με ό,τι δεν έχεις καταφέρει να κάνεις. Γιατί για εσένα είναι μια αποτυχία που την έχεις βαφτίσει τεράστια και την κουβαλάς κάθε μέρα κι ας μην το λες, ας μην το αναφέρεις ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό. Εσύ το ξέρεις, γι’ αυτό άλλωστε κάνεις τόσο καιρό ησυχία μην ξυπνήσει. Μα να, που συνέβη.
Έχουμε γεμίσει με βαρίδια τις ψυχές μας, με ανεκπλήρωτα όνειρα, με ανεκπλήρωτους έρωτες, με κάτι που ποτέ δεν έγινε. Ίσως κι αυτό να έρχεται μαζί μας σε οδηγίες χρήσης. Δε βάζουμε ένα τέλος, δεν αποδεχόμαστε πως απλώς κάποια όνειρα δε βγαίνουν, κάποιοι έρωτες είναι μόνο για μια μέρα κι όχι για μια ζωή. Το ανεκπλήρωτο λοιπόν κουβαλάει μέσα σου μια παρανοϊκή ελπίδα πως αύριο ίσως θα είναι η μεγάλη μέρα που όλα θα γίνουν πραγματικότητα, πως εκείνη η δουλειά επιτέλους θα είναι δική σου, εκείνη αγκαλιά θα σε κλείσει μέσα της για πάντα.
Και τρέχουμε, πάντα τρέχουμε πίσω από κάτι που δεν έχουμε, κάτι που θέλουμε κολασμένα να αποκτήσουμε πέφτοντας ξανά και ξανά στην ίδια παγίδα. Με τόσο τρέξιμο πίσω από αυτό που δεν έχεις σαν να έχεις ξεχάσει να ζεις με αυτά που έχεις. Ξεχνάς να ζεις το τώρα σου όταν μονίμως κυνηγάς ένα αύριο, όταν μονίμως προσπαθείς να έχεις κάποιον που πολύ απλά θα τον είχες αν θέλατε κι οι δύο. Όλα τα άλλα παραμένουν δικαιολογίες για σενάρια σε χολιγουντιανές ταινίες και το ξέρεις. Αυτή είναι κι η δεύτερη παγίδα. Πώς το ξέρεις και με γνώση αυτού ακολουθείς το αδιέξοδο. Κι ας λένε οι ρομαντικοί, ας ορκίζονται πως η ζωή χωρίς έρωτα και στόχους δεν αξίζει κι ας είναι ουτοπικοί. Μα για πόσο καιρό μπορείς να ονειρεύεσαι μια ουτοπία μέχρι να γίνεις μια άλλη Αλίκη στη Χώρα χωρίς κανένα θαύμα;
Το κυνήγι είναι στην ανθρώπινη φύση και πώς να ξεφύγουμε από αυτή; Παιχνίδια του μυαλού είναι όλα. Και τα ανεκπλήρωτα, τα βαφτίσαμε έτσι, ενώ θα μπορούσαμε απλώς να τα πούμε μη γενόμενα και να ξεμπερδεύαμε με αυτά. Είναι καιρός να αφήσουμε τα «αν» και να ζήσουμε τα «ναι» μας που με τόσο κόπο καταφέραμε να αποκτήσουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου