Γενικώς, έναν προς έναν, όποιον έχω δει κατά καιρούς να υπερασπίζεται με σθένος κι επιμονή αυτή την μπούρδα της σχεδόν σχέσης, τον έχω επίσης δει με τα όμορφα μπιρμπιλωτά ματάκια μου να τρώει τη γλώσσα του και να σκοντάφτει στην ίδια του την έπαρση καθώς κατάλαβε όταν ερωτεύτηκε την ηλιθιότητα των λεγόμενών του. Κι αυτό γιατί κυρίες, κύριοι και ρευστά μου γοργονάκια χωρίς άρθρα και περιττές κοινωνικές νόρμες, ας το πούμε επιτέλους κι ας το εμπεδώσουμε πως σχεδόν σχέση δεν υπάρχει.
Κι αυτό γιατί δε λειτουργεί, πώς να το κάνουμε τώρα. Απλώς δεν μπορούμε να το αποδεχτούμε και να το πούμε ευθέως για δυο βασικούς λόγους. Ο πρώτος και καλύτερος όλων, γιατί με το που παραδεχτούμε πως αυτό που έχουμε δεν είναι ελεύθερη σχέση, θα πρέπει αυτοστιγμεί να ψάξουμε να βρούμε τι άλλο ταμπελάκι θα μπορούσε να ταιριάζει καλύτερα στο μπουρδελάκι μας το συναισθηματικό. Κι εκεί θα έρθουμε αντιμέτωποι με κάποιες άβολες αλήθειες. Όπως το ότι ο απέναντι δε γουστάρει και πολύ ή δεν καταλαβαίνουμε τι λέει γιατί δεν ξέρουμε να επικοινωνούμε. Ή το ότι ζούμε ένα ημίμετρο από επιλογή γιατί είναι καλύτερο από την εναλλακτική του καθόλου και πάντα θα είναι, όσο κι αν θέλουμε να λέμε ότι έχουμε αξιοπρέπεια στον έρωτα και λοιπές πίπες που πια κούρασαν πιο πολύ κι από τον SKAI. Ή το ότι δεν έχομε βρει το κουμπί του, δεν έχουμε αγγίξει το μέσα του τόσο, ώστε να μας παραδοθεί. Κι εκεί έρχεται και ο δεύτερος βασικός λόγος.
Δεν μπορούμε να αποδεχτούμε ότι έρωτας σημαίνει αυτόματα και κατινιά. Σημαίνει ψάξιμο κινητού κι εύρεση IP, σημαίνει αφήνω ανοιχτό το μήνυμα χωρίς να το διαβάσω αλλά διαβάζοντάς το κιόλας γιατί με τρώει ο κώλος να δω τι έστειλε, σημαίνει ότι ψάχνω ζώδια κι ας τα χλεύαζα μέχρι χθες και πιθανότατα το ίδιο θα κάνω κι αύριο, σημαίνει ότι αφήνω στην άκρη -κρυφά- την περσόνα που έχω φτιάξει που έχει βρει λύση σε όλα και καταλαβαίνω πόσο λύση δεν έχω βρει σε τίποτα. Σημαίνει αγωνία κι άγχος και στρες και δεκανίκι από ένα σωρό άχρηστα πράγματα που έχω -εγώ ο ερωτευμένος- παλέψει πολύ για να αποβάλλω κι όμως τα βρίσκω ξανά μπροστά μου.
Δεν μπορείς να αποδεχθείς όταν αρχίζεις κι αισθάνεσαι πράγματα για τον άλλο ότι θα βρεθείς στη θέση του μη αμοιβαίου γιατί προφανώς πονάει σαν τον διάολο. Όμως αυτό είναι το πρώτο επίπεδο.
Το δεύτερο και πιο βαθύ είναι εκείνο της ωραιοπάθειας. Είναι εκείνο το φευγαλέο βλέμμα πριν φύγεις στον καθρέφτη του χολ που λες «’ντάξει μανούλι είμαι». Κι ως μανούλι που είσαι, δεν μπορείς με τίποτα να αποδεχθείς ότι θα νιώσεις παραπάνω, ένας θεός ξέρει για πόσο, ότι θα πρέπει να υποστείς το μη αμοιβαίο γιατί το αμοιβαίο είναι μόνο το οσκαρικό, ότι πιθανότατα θα διαλύσεις την ψυχολογία σου ξανά και ξανά και ξανά και ξανά και ξανά μέχρι να βρεις ισορροπίες και πως ο έρωτας δεν είναι, δεν ήταν και ποτέ δε θα είναι ήρεμη υπόθεση. Κι όσο πιο πολύ απωθείς και διώχνεις αυτό το δράμα από πάνω σου, τόσο εκείνο επανέρχεται δυνατότερο και σου δημιουργεί κρισάρες και υπαρξιακά γιατί πολύ απλά δεν ξέρεις πώς να ζήσεις μια αγάπη που δε σου δόθηκε επειδή απλώς αναπνέεις. Και δεν έχω ζήσει λίγες, ούτε τα έχω κάνει λίγο σκατά για να μιλάω εκ του ασφαλούς. Δε μιλάω εκ του ασφαλούς.
Κι όλο αυτό το συναίσθημα, όλο αυτό το τρομερό πραγματικά κομμάτι της φύσης μας είναι γιατί έτσι ξέρουμε την αγάπη από τη μάνα μας. Έτσι γενετήσια έχει κωδικοποιηθεί μέσα μας πως αγάπη σημαίνει να αγαπάς τον άλλο επειδή αναπνέει. Έτσι λάβαμε την πρώτη μας προσοχή κι αυτό καταλάβαμε ότι σημαίνει. Οπότε, όταν δε μας τη δίνουν όπως τη μάθαμε, σιγά μην πούμε ότι θέλουμε κάτι άλλο. Άλλωστε είμαστε μανούλια εμείς. Επίσης δεν είμαστε και κατίνες, οπότε ποια ντροπή θα μας επιτρέψει να εκτεθούμε μπροστά στον βρώμικο έρωτα;
Καλύτερα να χώσουμε από δίπλα την έννοια της ελευθερίας, ξεφτιλίζοντας κάθε ρανίδα της σπουδαιότητάς της, στο όνομα μιας σχέσης που είμαστε πολύ φλώροι για να διεκδικήσουμε ως δική μας. Γιατί σχεδόν δε σημαίνει καθόλου. Οπότε σχεδόν σημαίνει κάτι. Λίγο αλλά κάτι. Που υπάρχει ελπίδα να γίνει κάτι παραπάνω. Όχι λοιπόν δεν είσαι φιλελέ ή μάγκας επειδή έχεις μια σχεδόν σχέση. Είσαι βλάκας και τυραννιέσαι και παιδεύεσαι ενώ κατά βάθος ξέρεις ότι δε σου αρέσει και δε σου κάνει κι όλο αυτό, όχι για να είσαι πιο συνδεδεμένος με το μέσα σου, αλλά για να μην κάνεις καμιά γρατσουνίτσα όταν θα ρίχνεις το εγώ σου, διεκδικώντας έναν έρωτα μη αμοιβαίο στο βαθμό που θα ήθελες.
Μα αν θέλουμε να ζούμε με τα «κάτι» μας τότε θα πρέπει να καταλάβουμε πως κι ο απέναντι ζει με τα δικά του. Έτσι, αφού κι εμείς δε ρισκάρουμε την έκθεση του εαυτού μας και παίζουμε το παιχνιδάκι μας κρυφά -αλλά το παίζουμε- το ίδιο κάνει κι ο απέναντι. Το βαφτίζουμε κι έτσι ωραία, να έχει μια εσάνς μιλένιαλ και προχωράμε ανύπαρκτοι και λίγοι μπροστά στα όλα όσα θα μπορούσαμε να είμαστε αν αφήναμε επιτέλους την ψυχή μας να αποδεχτεί πως θέλει έναν έρωτα δικό της.
Όχι λοιπόν δεν είναι σχεδόν σχέση. Απλώς ο ένας αντέχει κι ο άλλος βολεύεται. Μέχρι που σκάει. Γιατί σκάει. Πάντα σκάει.