Ένα απ’ τα πιο πολυσυζητημένα ζητήματα και κοινά παράπονα είναι η αδυναμία μεγάλου ποσοστού ανθρώπων να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν μια μακροχρόνια ερωτική σχέση. Στην αρχή μιας γνωριμίας όλα φαίνονται καλά έως κι ιδανικά, αλλά μέχρι ενός σημείου. Μόλις πάρουν μια πιο σοβαρή ή απλά οργανωμένη τροπή τα πράγματα, το άτομο του ενδιαφέροντος είτε θα απομακρύνεται σταδιακά, είτε θα κεράσει ένα πικρό ποτήρι απ’ το λεγόμενο «ghosting»- δηλαδή θα εξαφανιστεί! Έτσι, αιωρούνται μονίμως τα ερωτήματα του γιατί και του πώς συνέβησαν αυτά και πόσο μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχει το άτομο που απορρίφθηκε στα ξαφνικά.

Δεν πρόκειται για κάποιο φαινόμενο το οποίο άρχισε να εμφανίζεται το τελευταίο διάστημα, αλλά για κάτι που πάντοτε υπήρχε. Η διαφορά με το μακρινό και κοντινό παρελθόν είναι ότι πλέον μπορούμε να αναγνωρίσουμε και να κατανοήσουμε τα αισθήματα των ανθρώπων που συμπεριφέρονται τοιουτοτρόπως, όπως και το γεγονός ότι δεν προσβάλλει μόνο άντρες, όμως εξίσου και γυναίκες. Πρόκειται για φοβία δέσμευσης κι άγχος σχέσης.

Για έναν άνθρωπο που δεν αντιμετωπίζει κάποια δυσκολία στην κοινωνική του δράση ως προς το φλερτ και τη διαβίβαση σε κάθε στάδιο ενός δεσμού, είναι αρκετά δύσκολο να αντιληφθεί τον τρόπο λειτουργίας των δεσμοφοβικών. Προσδιορίζοντας τη δεσμοφοβία και το άγχος σχέσης απλοϊκά, είναι η αδυναμία ενός  ατόμου να παραμείνει σε μια σχέση, στην οποία αρχίζει να αναπτύσσεται οικειότητα και συναισθηματική εγγύτητα, διότι φοβάται τις ενδεχόμενες δυσοίωνες εξελίξεις. Όταν συνειδητοποιεί ότι έρχεται κοντά με έναν άνθρωπο, νιώθει αφόρητη δυσφορία κι απομακρύνεται πάραυτα!

 

 

Ο καθένας μπορεί να έχει συναντηθεί με κάποιον της συγκεκριμένης κατηγορίας και να μην προχώρησε η κατάσταση, χωρίς να είναι δική του επιλογή ή να έπαιξε κάποιο ρόλο σ’ αυτήν. Το οξύμωρο, ωστόσο, είναι ότι οι δεσμοφοβικοί επιθυμούν κι επιζητούν τις ρομαντικές σχέσεις και γι’ αυτό είναι τόσο ρομαντικοί και κάπως βιαστικοί στα πρώτα στάδια της επαφής. Δεν έχουν κάποιου είδους «ανικανότητα» να αισθανθούν τρυφερά αισθήματα για τους άλλους∙ το θέμα τους ξεκινάει απ’ τη στιγμή που θα νιώσουν ότι ο άνθρωπος δίπλα τους έχει αρχίσει να αναπτύσσει συναισθήματα, άρα ότι μπορεί να πληγωθούν ανά πάσα στιγμή, λόγω της ευαισθησίας που αρχίζει να δημιουργείται.

Οι δεσμοφοβικοί έχουν μια πολύ συγκεκριμένη συμπεριφορά με ανθρώπους που νιώθουν ότι δεν τους ταιριάζουν, αισθανόμενοι πως υπάρχει συναισθηματική απόσταση. Για να νιώσουν ότι βρίσκονται με τον σωστό άνθρωπο και να αφεθούν πλήρως σ’ αυτόν, πρέπει να υπάρχει μια πολύ βασική προϋπόθεση: να είναι κι εκείνος δεσμοφοβικός ή μη διαθέσιμος συναισθηματικά/πρακτικά. Σ’ αυτήν την περίπτωση και μόνο, ένα άτομο με φοβία δέσμευσης θα αρχίσει να τρέχει προς το πρόσωπο που σχετίζεται, αντί να κατευθύνεται προς την αντίθετη πλευρά, όπως με όλους τους άλλους τύπους συντρόφου. Στην πραγματικότητα, αρχίζει να βγαίνει απ’ τη θέση που τείνει να κρατά συνήθως και να διεκδικεί το άτομο που εν γνώσει του δεν μπορεί να έχει.

Για να εξηγηθεί αυτή η κάπως αυτοκαταστροφική στάση, μπορεί να προβληθεί το πρώτο και το πιο απλό ενδεχόμενο: ο όμοιος με τον όμοιο! Ένας δεσμοφοβικός θα ερωτευτεί έναν δεσμοφοβικό διότι μ’ αυτόν νιώθει να ταυτίζεται περισσότερο κι ας του βγάζει έναν άλλον χαρακτήρα συμπεριφοράς στην πορεία. Η σχέση ανάμεσα σε δεσμοφοβικούς, ωστόσο, έχει μηδαμινές πιθανότητες επιτυχίας, διότι είναι σχέσεις συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος που κάποτε ο ένας θα φύγει με τον οποιονδήποτε τρόπο. Ένας άλλος λόγος γι’ αυτό είναι η δύναμη της συνήθειας. Ένας δεσμοφοβικός έχει φτάσει να χαρακτηρίζεται έτσι, επειδή του είναι πολύ γνώριμο, άρα κι αντιλαμβανόμενο λανθασμένα ως ασφαλές, το μοτίβο του υπερενθουσιασμού στην αρχή της διασύνδεσης κι η απότομη κι οριστική αποκοπή. Τέλος, μπορεί να ψάχνει υποσυνείδητα τέτοιους ανθρώπους, έχοντας ως αντίστοιχο κάποιο πρότυπο γονέα ή σχέσης των γονέων ή οποιαδήποτε εντύπωση κανονικότητας στις σχέσεις απ’ τον πρωτογενή φορέα κοινωνικοποίησης, δηλαδή το οικογενειακό του περιβάλλον.

Δεν είναι, λοιπόν, εύλογο ότι ο άνθρωπος με αυτές τις φοβίες θα αναζητήσει και θα παραμείνει σε μια υγιή σχέση, διότι τα δεδομένα μιας τέτοιας του είναι παντελώς άγνωστα και του δημιουργούν ανασφάλεια. Ο πραγματικός τους φόβος είναι πως, αν το ταίρι τους είναι υγιές ψυχικά και διαθέτει αυτοπεποίθηση, πρόκειται να τους εγκαταλείψει ή να τους προδώσει ή να τους παραμελήσει ή με οποιονδήποτε τρόπο να τους πληγώσει, επειδή υποτίθεται ότι θα κατέχει το πάνω χέρι. Στο μυαλό του οι σχέσεις μεταξύ δύο συντρόφων μοιάζει περισσότερο με σχέση κυνηγού και θηράματος. Όταν αισθανθεί ως ένα ευάλωτο θήραμα στα χέρια ενός ικανού κυνηγού, από ένστικτο επιβίωσης θα κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του για να μείνει ασφαλές. Όταν, όμως, αισθάνεται ως κυνηγός με θήραμα κάποιο άτομο με το ίδιο ζήτημα, νιώθει άτρωτος, χωρίς να κατανοεί ότι πρόκειται για ψευδαίσθηση.

O δεσμοφοβικός θέλει να νιώθει ότι βρίσκεται στη θέση του ισχυρού, ακριβώς επειδή νιώθει πάντοτε ανίσχυρος ή ανήμπορος συναισθηματικά. Οι λόγοι που κάποιος αποκτά αυτόν τον τρόπο δράσης στις ερωτικές του σχέσεις ποικίλλουν. Μπορεί κάποιος να φοβάται ότι η εκάστοτε τρυφερή σχέση θα τελειώσει απροσδόκητα, οπότε θέλει να αναλαμβάνει ο ίδιος αυτήν τη δουλειά. Ενδέχεται να αισθάνεται ότι κανένας από όσους συνάντησε έως τώρα δεν είναι ο κατάλληλος για εκείνον και να φοβάται ότι θα κάνει ένα λάθος που θα πληρώνει σ’ όλη του τη ζωή, αν προχωρήσει σε επόμενο στάδιο μαζί του. Ακόμη, ίσως έχει θέματα εμπιστοσύνης, λόγω απογοητεύσεων από προηγούμενες σχέσεις και να μην μπορεί να διαχειριστεί κάτι τέτοιο ούτε σαν σκέψη πια.

Το βαθύτερο και συχνότερο αίτιο της φοβίας δέσμευσης, όμως αποτελεί η ανάπτυξη ενός ενήλικα ως παιδί σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον με ταραγμένες σχέσεις ανάμεσα στους συζύγους ή τους γονείς με τα παιδιά. Υπάρχει η πιθανότητα να έχει βρεθεί σ’ ένα υπερπροστατευτικό περιβάλλον, στο οποίο έχει μάθει να μη ρισκάρει και να μη διακινδυνεύει ποτέ και τίποτα. Μπορεί να έχει στιγματιστεί και τραυματιστεί ψυχολογικά, να έχει ανικανοποίητες παιδικές ανάγκες, να υποφέρει από ζητήματα εξάρτησης, λόγω της αντιμετώπισής του απ’ τον γονέα ή τον κηδεμόνα. Όποια κι αν είναι η περίπτωση, υπάρχει ένα κενό που προσπαθεί να καλυφθεί με λανθασμένο τρόπο. Είτε μιλάμε για έλλειψη αγάπης, είτε για έλλειψη προστασίας, είτε για εμπιστοσύνη, υπάρχει εν αγνοία του μια πληγή στην ψυχή του ανθρώπου αυτού που δεν επουλώνεται ποτέ, αλλά συνεχώς ανοίγει και κλείνει.

Αν επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε μια σχέση ή έχουμε ήδη μία μ’ έναν δεσμοφοβικό άνθρωπο, το καλύτερο για όλους είναι να απομακρυνθούμε αμέσως. Όσο και να το θέλουμε, αυτό το άτομο δεν πρόκειται να το αλλάξουμε και να πάρουν άλλη τροπή απ’ τη συνήθη τα πράγματα, διότι ο άνθρωπος που υποφέρει έτσι είναι ο πρώτος κι ο τελευταίος που μπορεί να το αλλάξει αυτό. Το να επιμένουμε σε κάτι τέτοιο είναι προϊόν δικής μας ανασφάλειας, πράγμα που σημαίνει ότι χρειαζόμαστε να δουλέψουμε οι ίδιο με τον εαυτό μας, πριν ακόμη «σώσουμε» κάποιον άλλον.

Αν θέλουμε να βοηθήσουμε κάποιον που έχουμε καταλάβει πως έχει αυτούς τους φόβους, το σωστότερο είναι να τον οδηγήσουμε μόνο του στο συμπέρασμα αυτό, κάνοντάς του ευγενικά και διακριτικά σχετικές ερωτήσεις, χωρίς να του τρίβουμε στα μούτρα ότι έχει «πρόβλημα». Από εκεί κι έπειτα, ο δρόμος του προς την εξιλέωση είναι μοναχικός, καθώς αυτό που χρειάζεται ενδελεχή ψυχολογική ενδοσκόπηση και πολύ μεγάλο πνευματικό μόχθο για να πάψει να βλέπει τη ζωή και τις σχέσεις μ’ αυτήν την οπτική. Αν χρειάζεται κάποιον συνοδοιπόρο ή σύμμαχο, αυτός θα μπορούσε να είναι μόνο ένας ψυχοθεραπευτής, που σε προχωρημένα στάδια φοβίας κρίνεται κι απαραίτητος.

Τέτοιου είδους κοινωνικά και ψυχολογικά ζητήματα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντα, καθώς η ρίζα όλων εντοπίζεται στη σχέση γονέα-παιδιού και ποτέ δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει ο τέλειος γονιός. Καθήκον ενός ενήλικα είναι να ολοκληρώσει την καλλιέργεια που έχει ξεκινήσει ο κηδεμόνας του και να επιλύσει ο ίδιος ζητήματα που έχουν προκύψει, αφού απ’ την ενηλικίωση και μετά δεν μπορούμε να πετάμε πια σε άλλον το μπαλάκι.

Το να θέλουμε να είμαστε με ανθρώπους που δε θέλουν ή δεν μπορούν να μας δοθούν ολοκληρωτικά, δε στρέφει το δάχτυλο προς αυτούς αλλά προς εμάς. Ο έρωτας κι η αγάπη είναι απ’ τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή κι είναι ειλικρινά κρίμα να βιώνουμε μόνο διαστρεβλωμένες μορφές τους.

Συντάκτης: Ελένη Βαλαβάνη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου