Όταν έχεις επενδύσει σε έναν άνθρωπο. Όταν τον έχεις εμπιστευτεί τυφλά. Όταν είσαι εντελώς εκτός πραγματικότητας γιατί έχεις χτίσει μια δική σου ονειρική και λίγο μεθυσμένη από τους ατμούς της καψούρας σου, πέφτεις λιγάκι με τα μούτρα. Σε αποκαρδιώνει η τόσο μεγάλη δόση ρεαλισμού που λαμβάνεις και μένεις να παρακολουθείς τις εξελίξεις δίχως να ξέρεις πώς να αντιδράσεις. Αλλιώς τα υπολόγιζες, αλλιώς τα είχες σχεδιάσει, όλα θα ήταν αλλιώς «αν».
Είναι δυνατόν ακόμη και μετά από πέντε, δέκα, είκοσι και βάλε χρόνια να χάσει το ενδιαφέρον του το ταίρι σου απέναντί σου. Είναι δυνατόν να φύγει η τρυφερότητα, η οικειότητα να γίνει ψυχράδα, να φλερτάρει, να συνάπτει κι άλλες σχέσεις παράλληλα με τη δική σας. Είναι δυνατόν να έρχεσαι εσύ ως σύντροφός του σε δεύτερη μοίρα, γιατί ο εαυτός του, οι φίλοι και η οικογένεια είναι και θα είναι η βασική προτεραιότητά του. Είναι δυνατόν η γνώμη τους να έχει περισσότερη ισχύ και επιρροή από τη δική σου στη ζωή του. Είναι δυνατόν να είσαι εσύ η πλευρά που πράττει κατ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά πιάνουμε απλώς το να συμβαίνει από τη μία πλευρά της σχέσης. Κι όταν συμβαίνει αυτό μετά από καιρό σημαίνει δυο πράγματα. Είτε συνέβαινε πάντα και υπήρχε ύπνος βαθύς ή κι άρνηση, είτε κάτι άλλαξε, τελείωσε, αναδιαμορφώθηκε στα ήδη υπάρχοντα συναισθήματα.
Το παράπονο διακριτό σ’ ένα συνεχές «γιατί» που πλανάται διαρκώς στα χείλη της πλευράς που δέχεται την αλλαγή αυτή. Γιατί να συμβαίνει αυτό, αναρωτιέται. Γιατί τώρα, γιατί έτσι. Τι δεν είδε άραγε; Ίσως, για παράδειγμα, γνωρίζει την αιτία που τους έφερε μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο, όμως επιλέγει να τη θεωρεί ανούσια υποψία ή κι ασήμαντο δεδομένο. Στην προσπάθεια δε, να σώσει ό,τι μέχρι τώρα έχτισαν μαζί, εγκλωβίζεται σ’ ένα ψέμα που φέρνει με τη σειρά του τρομερή συναισθηματική πίεση. Στρέφει αλλού το βλέμμα του, σε φίλους, στη δουλειά, στην τηλεόραση και βαραίνει με κατηγορίες ανθρώπους που ουδεμία ευθύνη φέρουν για την κατάσταση όπου βρίσκεται, ξεσπώντας ουσιαστικά.
Σαφώς και θα μείνεις, διότι όταν αγαπάς -πάντα εγωιστικά ως έναν βαθμό- ψάχνεις από κάπου νια πιαστείς προκειμένου να σώσεις ό,τι σώζεται, διότι δε δέχεσαι την ήττα, δεν είσαι ρομπότ να πατάς off. Αξίζει όμως τον κόπο; Κι αν θες να λες πως αγαπάς και λίγο τίμια, δε νομίζεις ότι είναι βρώμικο να κρατάς μια σχέση που δε θέλει να κρατηθεί; Υπάρχει σκοπός για ουσιαστική επανένωση μετά από μια κρίση στη σχέση ή έχει τελειώσει και δεν το βλέπει κανένας από τους δύο; Εσύ για πόσο ακόμη θα το αρνείσαι εφόσον ξεκάθαρα πια βιώνεις ένα relationship dysmorphia; Πόσες μέρες ακόμη πρέπει να περάσουν για να Μην αναλώνεσαι σε «τι θα γινόταν αν». Το θέμα είναι τι έγινε. Κι έγιναν πολλά. Αρκετά για να μην μπορείς να μην τους δώσεις σημασία.
Το βασικότερο πρόβλημα είναι πως αρνείσαι να δεχτείς την αλήθεια. Ακόμη κι όταν όλες εκείνες οι ενδείξεις που έχεις μπροστά σου σού φωνάζουν να την κοιτάξεις κατάματα, να την αποδεχτείς και να προχωρήσεις, δεν είναι εύκολο όταν πρέπει να κάνεις κι αυτοκριτική παράλληλα. Όμως, δεν υπάρχει συνέχεια τη στιγμή όπου κάθε πράξη δείχνει το τέλος. Κι εσύ, μάτια μου, δε γίνεται να βασίζεσαι σε θεωρίες μιας σχέσης που κάποτε ήταν ωραία. Γιατί ίσως να μην ήταν και ποτέ, αλλά το θέμα είναι ότι σίγουρα δεν είναι πια.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου