Σε ένα σπίτι, μια οικογένεια, με ή χωρίς μικρά παιδιά, είναι σημαντικό να καλλιεργεί σταθερότητα, αγάπη και κατανόηση. Ειδικότερα -και- μεταξύ των γονέων, όταν υπάρχει μικρό ή κι έφηβο παιδί. Στις περιπτώσεις που οι γονείς αμφιταλαντεύονται για το αν θα είναι μαζί και μια τα βρίσκουν και μια τα χαλάνε, τότε οι επιπτώσεις θα πέσουν πάνω στο παιδί.
Βιώνει όλη αυτή την αστάθεια στην καθημερινότητά του κι έτσι δημιουργείται μια συναισθηματική ανασφάλεια. Το να νιώθει ένα παιδί γαλήνη αλλά και μαξιλαράκι εντός του οικογενειακού του περιβάλλοντος είναι αυτό που θα το βοηθήσει να διαμορφώσει μετέπειτα το ίδιο τη ζωή του, την προσωπικότητά του, να ορίσει την αυτοπεποίθησή του, αλλά και τις μελλοντικές του σχέσεις και την επιτυχία αυτών. Έτσι, όταν ένα παιδί βιώνει στιγμές αβεβαιότητας, ρήξης, καβγάδων, είναι πολύ πιο πιθανό να αναπτύξει πέρα από χαμηλή εικόνα εαυτού κι ενοχικά σύνδρομα, μαθησιακές δυσκολίες, αλλά και θέματα γενικότερης επικοινωνίας.
Ίσως να παρατηρήσεις ότι είναι ένα παιδί που συνήθως είναι μαζεμένο, κλειστό κι απόμακρο σε σχέση με το πλήθος. Αυτό συμβαίνει γιατί εξαιτίας της ανασφάλειας που του δημιουργήθηκε από τους γονείς του ,πιθανόν να νιώθει έως κι ανεπιθύμητο. Συχνά η ζήλια είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της παιδικής ανασφάλειας που εκδηλώνει ένα παιδί όταν οι γονείς του βρίσκονται μια μαζί και μια χώρια. Αυτό γιατί η προσοχή τους εναλλάσσεται έντονα μια μεταξύ τους και μια προς το παιδί σε αυτή τη συναισθηματική τραμπάλα. Έτσι κι επειδή δε γνωρίζει πότε θα χάσει την προσοχή που δέχεται, έχει την τάση να τη διεκδικεί με αγωνία κι άγχος, σχεδόν φόβο εγκατάλειψης.
Μερικές φορές αναπτύσσουν μια ασυνήθιστη σύνδεση, είτε και με τους δυο γονείς, είτε με τον ένα από αυτούς κι αυτό επειδή βιώνουν έντονα το άγχος του αποχωρισμού. Το εκφράζουν συνήθως με συμπεριφορές όπως φωνές και φασαρία, όταν πρόκειται να φύγουν οι γονείς του για τη δουλειά, ή με συμπεριφορές όπως το να μη θέλουν να πάνε στο σχολείο ή να βγουν να παίξουν με άλλα παιδιά. Ταυτίζουν έναν από τους δυο γονείς -συνήθως τη μητέρα- με το πρόσωπο ασφαλείας τους και προσπαθούν με κάθε δυνατό τρόπο να μην τους αποχωρίζονται για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όταν ένα ζευγάρι χωρίζει κι έπειτα από λίγο καιρό κάνει επανασύνδεση κι ακολουθεί το ίδιο μοτίβο ξανά και ξανά, στο παιδί δημιουργείται μια σύγχυση μιας και δεν ξέρει πια πώς να νιώσει. Από τη μια το προετοιμάζουν ψυχολογικά για το γεγονός ότι οι γονείς του δε θα είναι πια μαζί και του εξηγούν τους λόγους που γίνεται αυτό κι από την άλλη βιώνει μια σύντομη επανασύνδεση της οικογένειάς του. Το παιδί εναλλάσσει συνεχώς συναισθήματα. Δεν ξέρει αν ισχύουν οσα ακούει, τι είναι αλήθεια και τι όχι. Του δημιουργείται μια αμφιβολία που μετέπειτα μεταφέρεται και στις δικές τους διαπροσωπικές σχέσεις· αδυνατεί να πιστέψει στη σταθερότητα, αφού δεν είναι κάτι που βίωσε ως παιδί.
Για τους λόγους αυτούς, καλό είναι το ζευγάρι πριν αποφασίσει ότι είναι ξανά μαζί και το ανακοινώσει στο παιδί, να δοκιμάσει πρώτα τη σχέση του, να δει αν οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στο παρελθόν έχουν ξεπεραστεί κι αν μπορούν να συνεχίσουν την πορεία τους πλάι-πλάι. Με τον τρόπο αυτό δε θα προκαλείται αστάθεια κι ανασφάλεια στο παιδί γιατί δε θα υπάρχει και στους ίδιους. Κατανοητό να υπάρχουν μπερδέματα όταν μιλάμε για συναισθήματα, μα το παιδί ας μην πληρώσει τα σπασμένα των ερώτων μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου