Αρκετός κόσμος αναρωτιέται αν και κατά πόσο κάτι που νιώθει μπορεί αυτόματα να τον κάνει «κακό άνθρωπο». Αλλάζει το ποιόν του ανθρώπου μετά από ένα συγκεκριμένο συναίσθημα; Μπροστά σε κάποια συναισθήματα το άτομο προσπαθεί να καταλάβει αν αυτό που νιώθει είναι φυσιολογικό, ώστε στη συνέχεια να καθησυχάσει τον εαυτό του. Η ζήλια, σύμφωνα με τον Φρόιντ, είναι αρκετά περίπλοκο συναίσθημα που για να θεωρηθεί όμως επιβλαβές πρέπει να εμπίπτει σε ορισμένα πλαίσια και συμπεριφορές.
Αν και όλοι είμαστε γνώστες του συγκεκριμένου συναισθήματος, αξίζει μια ματιά στον μηχανισμό πίσω από αυτό, ώστε να το κατανοήσουμε καλύτερα. Αρχίζει να δημιουργείται άγχος στο άτομο, μια ανησυχία, ένας φόβος για επικείμενη απώλεια ή πένθος για ήδη υπαρκτή απώλεια. Πλήγεται το ναρκισσιστικό κομμάτι του εαυτού του, το Εγώ του, μιας και το μυαλό του μεταφράζει την απώλεια ως απόρριψη και εγκατάλειψη, κάτι που του προκαλεί ψυχοσυναισθηματικό πόνο. Αναπτύσσει αισθήματα θυμού τόσο απέναντι στο πρόσωπο που νιώθει ότι χάνει όσο και στο τρίτο πρόσωπο που αντιμετωπίζει ως απειλή, στο οποίο και προβάλει έντονα αισθήματα εχθρότητας κι αντιπαλότητας. Από την εξίσωση δε λείπουν και οι κατηγορίες προς τον εαυτό του, καθώς θεωρεί εν μέρη πως φέρει ευθύνη γι’ αυτα που βιώνει.
Σε ποιο βαθμό όμως η ζήλια εμπίπτει στα φυσιολογικά πλαίσια και ποια είναι τα σημάδια που υποδεικνύουν πως χρήζει ιδιαίτερης προσοχής; Απάντηση έρχεται να δώσει ο Φρόιντ, ο οποίος πρώτος προέβη στον διαχωρισμό της ζήλιας σε 3 είδη, τη φυσιολογική, την προβολική και την παθολογική.
Η φυσιολογική ζήλια έχει ανταγωνιστικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι προκύπτει μετά από συγκεκριμένα ερεθίσματα, τα οποία προσφέρουν στο άτομο κίνητρο να διεκδικήσει περισσότερο το αντικείμενο της ζήλιας, -είτε είναι ο σύντροφός του που νιώθει ότι χάνει ερωτικά, είτε η δουλειά που αισθάνεται ότι απειλείται από νέο συνάδελφο, είτε το νεογέννητο που το μεγαλύτερο παιδί βλέπει ως απειλή. Αυτό το είδος ζήλιας θεωρείται φυσιολογικό, επειδή λειτουργεί σαν δράση και αντίδραση. Το άτομο λαμβάνει υπαρκτά ερεθίσματα που φέρνουν στην επιφάνεια το αίσθημα της ανταγωνιστικότητας και της υγιούς κτητικότητας. Το άτομο δε θέλει να χάσει το κεκτημένο του και καταλήγει να ζηλεύει κάτι που έχει. Πρόκειται για ένα συναίσθημα που όλοι είναι ικανοί να νιώσουν και δεν πρέπει να θεωρείται κακό μόνο και μόνο επειδή διαπιστώσαμε πως υπάρχει.
Η προβολική ζήλια έχει να κάνει καθαρά με το μέσα μας, με το πώς σκεφτόμαστε και τι θεωρούμε πιθανό να γίνει βάσει του τι θα μπορούσαμε να κάναμε εμείς. Κατά τον Φρόιντ είναι ο φόβος της γνώσης πως εμείς θα μπορούσαμε να ενδώσουμε σε πειρασμούς, να εμπλακούμε ερωτικά με άλλα άτομα, να ξενοκοιτάξουμε. Εξού και λέγεται προβολική, διότι προβάλλει στο αντικείμενο της ζήλιας τις δικές μας σκέψεις κι ανησυχίες (άσχετα με το ότι μπορεί να μην το παραδεχτούμε ποτέ -πρωτίστως σ’ εμάς κι έπειτα σε άλλους), χωρίς όμως να υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που να τις δικαιολογεί. Το μυαλό μας είναι κλειδωμένο σ’ αυτή την πιθανότητα και καταλήγει να εκλαμβάνει εσφαλμένα ως σημάδια καταστάσεις και γεγονότα που κάθε άλλο παρά πραγματικά είναι. Οδηγείται εν τέλει κανείς να παρερμηνεύει αθώες κινήσεις, θεωρώντας τες ύπουλες και υποχθόνιες, ενώ πιστεύει πως όλα έχουν απώτερο σκοπό να απομακρύνουν τον σύντροφό του από τον ίδιο. Η μορφή αυτή είναι ικανή να φέρει εντάσεις σε μια σχέση, δε θεωρείται όμως τόσο δυσλειτουργική όσο η επόμενη.
Το τρίτο και τελευταίο είδος ζήλιας μπορεί να χαρακτηριστεί και παράνοια. Η παθολογική ή αλλιώς παραληρηματική ζήλια αγγίζει τα όρια νοσηρότητας, αποτελώντας την πιο επικίνδυνη από όλες. Είναι το σημείο που η προβολική ζήλια βγαίνει εκτός ελέγχου. Δεν είναι απλώς ότι το άτομο εκλαμβάνει εσφαλμένα ορισμένα γεγονότα ως ψήγματα απιστίας, αλλά καταλήγει να μεταφράζει καθετί που κάνει ο άλλος ή κάποιος τρίτος ως σημάδι απάτης. Έτσι, το άτομο είναι πεπεισμένο πως ο σύντροφός του δεν είναι μόνο δικός του και λειτουργεί με γνώμονα αυτό το δεδομένο, στο οποίο αφού κλειδώσει ψάχνει να βρει και αποδεικτικά στοιχεία, ώστε να το επαληθεύσει και να δικαιωθεί.
Η όλη κατάσταση γίνεται εμμονή, με αποτέλεσμα φευγαλέα ή μη βλέμματα, σύντομες ή εκτενείς συνομιλίες, ηθελημένα ή μη αγγίγματα να αποτελούν εύλογη και υπαρκτή απειλή. Το άτομο προβαίνει σε ακατάπαυστους συνειρμούς και συνδυάζει τα πάντα στο μυαλό του, φτιάχνοντας επί της ουσίας μια φανταστική ιστορία που για τον ίδιο είναι καθ’ όλα πραγματική. Το αξιοσημείωτο είναι πως από ένα σημείο κι έπειτα δεν υπάρχει διαχωρισμός ως προς τα άτομα που αντιμετωπίζει ως αντιπάλους (μόνο αγνώστους όπως θα ανέμενε κανείς), αλλά οι κατηγορίες στρέφονται και σε δικά του κοντινά πρόσωπα που ο σύντροφός του συναναστρέφεται.
Λειτουργώντας υπό αυτό το πρίσμα, τα συναισθήματα κυμαίνονται γύρω από μόνιμη καχυποψία, τάση για παρακολούθηση, εξακρίβωση, επιφυλακτικότητα, έντονη ανάγκη για επιζήτηση επιβεβαίωσης της δικής του αξίας και του ρόλου του στη ζωή του συντρόφου του. Σαν φαύλος κύκλος, η συμπεριφορά του γίνεται πιο επιθετική, απόλυτη, κτητική. Σ’ αυτή τη συνεχή προσπάθεια διεκδίκησης καταλήγει να απομονώνεται και να απέχει από κάθε μορφή κοινωνικοποίησης. Έτσι, το άτομο είναι πλέον απόλυτα εξαρτημένο από τον άλλο και απαιτεί το ίδιο και από τον σύντροφό του, θεωρώντας το υγιές, μιας και το αντίθετο θα εκλαμβανόταν σημάδι απομάκρυνσης κι απιστίας. Γι’ αυτό και υπάρχουν έντονες και συχνές ρήξεις στη σχέση, αφού όταν δε βρίσκει την ανταπόκριση που ψάχνει ξεσπά και ρίχνει ευθύνες στον σύντροφό του.
Μια τέτοιας μορφής εμμονική ζήλια μπορεί άνετα να οδηγήσει το άτομο σε περιστατικά σωματικής και ψυχολογικής βίας, σαν μια ύστατη προσπάθεια να κερδίσει πίσω το ταίρι. Η συμπεριφορά αυτή πετυχαίνει το ακριβώς αντίθετο κι εύλογα κάνει τον δέκτη να απομακρύνεται περισσότερο ή να επιθυμεί να αποχωρήσει από τη σχέση, κινήσεις που θα ενισχύσουν τα σενάρια και τις υποψίες του άλλου, οδηγώντας σε ανεξέλεγκτες και ακραίες συμπεριφορές, με αποκορύφωμα όλων τη διάπραξη εγκλήματος.
Ο Φρόιντ υποστηρίζει πως η ζήλια δεν μπορεί να θεωρηθεί λογικό συναίσθημα κι αυτό γιατί αν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα ήταν εφικτό να ελέγχεται απόλυτα από το συνειδητό κομμάτι μας, κάτι που δε γίνεται στην πράξη αφού πηγάζει κατά κύριο λόγο από το υποσυνείδητο. Αυτή η άποψη ή παραδοχή δε μεταφράζεται επουδενί ως κάποιου είδους πάσο, με το οποίο μπορεί κανείς να εκφράσει τη ζήλια του στον σύντροφό του κατά το δοκούν.
Στις πρώτες δύο μορφές ζήλιας, το άτομο είναι σε θέση -και επιβάλλεται- να προβαίνει σε ειλικρινή αυτοαξιολόγηση και ενδοσκόπηση, να παρατηρεί τη συμπεριφορά του και να την αναλύει. Να αντιλαμβάνεται πότε μια αντίδραση δικαιολογείται από πράξεις του συντρόφου του -και σε ποιο βαθμό- και πότε προκύπτει από δικά του εσωτερικά άλυτα κομμάτια, όπως τραύματα από προηγούμενες σχέσεις, ανασφάλειες ή χαμηλή αυτοεκτίμηση που μπορεί να πηγάζει ακόμη και από τα παιδικά χρόνια.
Το να αποταθεί κανείς σε ειδικό είναι απαραίτητο στην περίπτωση της παθολογικής ζήλιας, αφού μια τέτοια μορφή ζήλιας υποδεικνύει βαθιά ριζωμένα προβλήματα που δεν μπορούν να λυθούν μονάχα μέσω της αυτοαξιολόγησης. Φυσικά η επιλογή του ειδικού υπάρχει σε κάθε περίπτωση αν το άτομο το επιθυμεί, ώστε να μπορέσει να λάβει βοήθεια και συμβουλές από κατάλληλα καταρτισμένο πρόσωπο για περισσότερο πρακτικούς και μακροχρόνιους τρόπους αντιμετώπισης.
Οι λόγοι για τους οποίους ζηλεύει καθένας μας είναι διαφορετικοί, αναλόγως και του εσωτερικού του κόσμου, γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η ειλικρινής κουβέντα με τον εαυτό μας. Αν δε βρούμε τα επί μέρους κομμάτια και τις αιτίες δημιουργίας της ζήλιας, αν δεν είμαστε πρόθυμοι να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και να αντικρίσουμε κατάματα τι είναι αυτό που μας προβληματίζει και αφήνει χώρο για δημιουργία της, αν δε θέλουμε να το δουλέψουμε και να το ξεπεράσουμε, θα είμαστε έρμαια σ’ ένα ακόμη εν δυνάμει αρνητικό και ψυχοφθόρο συναίσθημα που μόνο θέματα θα δημιουργεί στη σχέση. Σκοπός δεν είναι να αφαιρέσουμε τη ζήλια από τη ζωή μας, αλλά να φροντίσουμε να βρισκόμαστε εμείς στο τιμόνι κι αυτή να ‘ναι απλώς συνοδηγός.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.