Μεγάλη κουβέντα η συγγνώμη αλλά και κάπως περίπλοκη, κυρίως γιατί το τι σημαίνει για μας τους ίδιους όταν το λέμε και το τι αναμένουμε από τον άλλον μόλις τη ζητήσουμε, μπορεί να διαφέρουν από τον ορισμό της λέξης. Πολλές φορές την έχουμε συνδέσει με αδυναμία, σκύψιμο του κεφαλιού και διαβεβαίωση πως κάναμε λάθος. Λες και αν ζητήσουμε συγγνώμη, αμέσως αυτό μας υποβαθμίζει, άρα είναι και κάτι αρνητικό. Είναι έτσι όμως; Ακριβώς το αντίθετο θα έλεγα.
Το να ξέρουμε πότε έχουμε φερθεί λάθος είναι μεγάλη δύναμη, δε νομίζεις; Κανείς δεν είναι τέλειος και κυρίως μέσα σε μια σχέση, όπου σίγουρα θα κάνουμε λάθη και θα πούμε πράγματα που δε θα έπρεπε, ίσως γιατί νιώσαμε αρκετά άνετα, γιατί νιώσαμε ανασφάλεια, γιατί ζηλέψαμε ή γιατί δεν υπήρχε σωστή επικοινωνία με τον σύντροφό μας. Είναι μαγκιά να ζητάς συγγνώμη και να το εννοείς και ακόμη μεγαλύτερη μαγκιά να τη ζητάς χωρίς να περιμένεις τίποτα για αντάλλαγμα, απλά γιατί το νιώθεις.
Με το να τη βλέπουμε ως δοσοληψία είναι αμέσως σαν να αναιρούμε το νόημά της. «Σου δίνω μια συγγνώμη για αυτό που είπα σήμερα, μου δίνεις και εσύ μία που θύμωσες με τα λόγια μου. Κατεβαίνω ένα σκαλάκι, κατεβαίνεις ένα μαζί μου. Είναι καλό το deal, δέξου το, ή έστω έλα με αντιπρόταση». Ειρωνικό δεν είναι; Τη λέμε γιατί πληγώσαμε και αυτό δε μας άρεσε, τη λέμε για να δείξουμε πως μετανιώσαμε για τις πράξεις μας, τη λέμε γιατί βγαίνει από μέσα μας και δε χρειάζεται να αναμένουμε από τον άλλον να δείξει το ίδιο πνεύμα. Όχι για να αναγκάσουμε να «ρίξει τον εγωισμό του όσο τον ρίξαμε κι εμείς». Δε χωράει άλλωστε η έννοια του εγωισμού στη συγκεκριμένη λέξη, εμείς πήγαμε και τη κολλήσαμε -και μάλιστα με αμφιβόλου ποιότητας σελοτέιπ.
Πόσο όμορφο θα ήταν να μην τη σκεφτόμασταν δύο και τρεις (ή και εκατόν τρεις) φορές πριν τη ξεστομίσουμε. Έτσι, γιατί θέλουμε να δείξουμε στον άλλον πόσο τον νοιαζόμαστε και ότι θέλουμε να δουλέψουμε για να πετύχει το μεταξύ μας. Είναι αναγκαία για να γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι και ικανότεροι σύντροφοι. Οι σχέσεις δεν πετυχαίνουν χωρίς προσπάθεια, χωρίς θέληση, χωρίς δουλειά με τον εαυτό μας και χωρίς αμοιβαίο ενδιαφέρον. Η συγγνώμη έρχεται σαν γέφυρα για να εξελιχθεί η σχέση και να πατήσει σε καινούρια πιο γερά θεμέλια.
Φυσικά αν τη λέμε απλά, χωρίς αλλαγή συμπεριφοράς ή και με επανάληψη εκείνης που πλήγωσε τον άνθρωπό μας, είναι τόσο χρήσιμη όσο και το μετρό της Θεσσαλονίκης. Μην την πεις αν δεν την εννοείς και αν δε σκοπεύεις να αλλάξεις αυτό που χρειάζεται ή δεν κάνεις έστω την προσπάθεια. Λόγια χωρίς πράξεις είναι σαν το φαγητό χωρίς γεύση. Και φυσικά, ούτε ανωτερότητα δείχνει. Αν σε βλέπεις ανώτερο μέσα σε μια σχέση τότε κάτι κάνεις λάθος, κάπως έχασες την έννοια της δυάδας. Η σχέση αποτελείται από δύο ίσους συνοδοιπόρους που πάνε παράλληλα και δε συγκρούονται ώστε να εμποδίσουν την εξέλιξη της διαδρομής αλλά μέσα από εκείνη του καθενός βρίσκουν μια κοινή πορεία· κι αν τύχει κάποια στιγμή με ένα σκούντημα να πετάξουν τον άλλον εκτός μονοπατιού, ε, ένα χέρι θα το απλώσουν για να τον φέρουν πίσω.
Αναρωτιέμαι πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος αν μαθαίναμε από μικροί να λέμε συγγνώμη, πόσο λιγότερο εγωισμό θα είχαμε, πώς οι γονείς μέσα απ’ την παραδοχή των λαθών τους στα παιδιά τους θα έσπαγαν τον ρόλο του τέλειου γονιού που κουβαλάνε και πως εν τέλει θα καταφέρναμε να είμαστε πιο άνθρωποι, γιατί θα αναγνωρίζαμε τα λάθη μας περισσότερο και θα τα δουλεύαμε. Αν ένα πράγμα θέλω να μείνει, είναι το να μάθουμε να λέμε συγγνώμη και να το εννοούμε, να μην τη φοβόμαστε, να αποτάξουμε από πάνω μας τους ρόλους που κουβαλάμε όπως εκείνον του παντογνώστη κι αλάνθαστου άνδρα, της σκληρής και αμετανόητης γυναίκας, ή του τέλειου γονιού που ποτέ δε στραβοπάτησε. Ας δούμε τη συγγνώμη σαν ένα εργαλείο για να βελτιώνονται οι σχέσεις μας.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη