Οι άνθρωποι επιθυμούν, ερωτεύονται, αγαπούν, μισούν και καψουρεύονται. Τα παραπάνω βέβαια δεν τους σταματούν απ’ το να φεύγουν μακριά. Έχεις νιώσει άραγε πώς είναι να έχεις κάτι που χρειάστηκε πολύς κόπος για να το αποκτήσεις και μετά να το χάνεις; Ή ακόμα χειρότερα να σε διώχνει εκείνο ή τρισχειρότερα να φεύγεις εσύ γιατί δεν πάει άλλο;
Το έχεις ζήσει, ναι! Δεν υπάρχει δυνατότερη λέξη απ’ το «θέλω», λένε, όπως δεν υπάρχει και τίποτα που να μπορεί να σταματήσει κάποιον αποφασισμένο κι έτοιμο για όλα. Κάποτε ήσουν εσύ αυτός, κάποτε πίστευες πως όλα γίνονται μα μετά μεγάλωσες κι είδες πως δε σε ωφελεί σε τίποτα το να πιέζεις ανθρώπους και καταστάσεις. Το παρελθόν, τι γίνεται με το παρελθόν, πώς διαγράφεται; Δε γίνεται να περνάμε ό,τι περνάμε και μετά να τα θυμόμαστε κι από πάνω.
Κι όμως γίνεται και το πέρασες και το περνάς ακόμα στην κάθε γαμημένη ανάμνηση που ξεπηδά, σε εκείνα τα βράδια που και με κόσμο να είσαι είναι μοναχικά και βλέπεις τις τότε στιγμές να περνούν απ’ τα μάτια σου.
Το μυαλό σου παίζει παιχνίδια φθηνά και νομίζεις πως τον βλέπεις μπροστά σου. Είναι την ώρα που είσαι με την παρέα για ποτό και βλέπεις κάποια που της μοιάζει ή είναι ένας τύπος με ένα ακριβό μονόχρωμο πουκάμισο που το είχε κι αυτός. Αυτόματα ο χρόνος σε παίρνει αγκαλιά και γυρνάτε πίσω παρέα.
Είναι ο γείτονας που τον ξέρεις πεντακόσια χρόνια και για κάποια δευτερόλεπτα του χρόνου νομίζεις πως βλέπεις εκείνον. Είναι τα μακριά μαύρα μπλουζάκια και τα λευκά σνίκερς που φορούσε και κάθε φορά που βλέπεις κάποιον έτσι ντυμένο, τον κοιτάς από πάνω μέχρι κάτω.
Είναι το άρωμά της, το άρωμα που τότε φορούσε κι αν τύχει να συναντήσεις μια, κάποια, άλλη, που το έχει ψεκάσει πάνω της, θυμάσαι εκείνη. Είναι μια κοπέλα με μακριά μαλλιά, που όταν την είδες θυμήθηκες εκείνη και για την ακρίβεια ήλπιζες να ήταν εκείνη.
Όταν θες κάποιον πολύ, νομίζεις πως τον βλέπεις παντού μπροστά σου. Είναι μια εσωτερική ανάγκη που ουρλιάζει απ’ τα μύχια της ψυχής. Οι λογαριασμοί δεν έχουν κλείσει κι όπως εσύ το γνωρίζεις, έτσι το ξέρει κι ο άλλος. Το θέμα είναι πως πρέπει να γυρίσεις εν τέλει πίσω; Αυτό το ξέρεις μόνο εσύ, απλώς να θυμάσαι πως απαγορεύεται αυστηρώς, για σένα και μόνο να δημιουργείς εξαρτήσεις. Κι εσύ έχεις δημιουργήσει από καιρό μια. Ή πήγαινε λοιπόν να τη βρεις ή ξέχασέ την.
Τρέξε να πεις σε αυτό τον άνθρωπο όσα δεν πρόλαβες, φώναξέ του τι νιώθεις, μίλησέ του για τότε που δεν ήταν δίπλα σου, ή για το κουράγιο και τη στήριξη που κάποτε σου έδωσε. Ευχαρίστησέ τον, βρίσε τον, αγκάλιασε και μύρισέ τον. Μπορεί να είναι το τελευταίο σας βράδυ μα οι λογαριασμοί θα έχουν κλείσει κι εσύ θα σταματήσεις να τον βλέπεις παντού μπροστά σου.
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Καλλιοντζή: Πωλίνα Πανέρη