Ο Αριστοτέλης είπε πως «υπάρχει μονάχα ένας τρόπος για να αποφύγεις την κριτική, να μη λες τίποτα, να μην κάνεις τίποτα, να μην είσαι τίποτα». Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα πως είτε θα κάνεις αυτό που σου αρέσει και θα σε κριτικάρουν βάζοντας και λιγάκι αλατοπίπερο έτσι για να γίνει πιο πικάντικο το κουτσομπολιό είτε δεν θα κάνεις τίποτα, δημιουργώντας σου απωθημένα και δεύτερες σκέψεις γεμάτες από «κι αν», προκειμένου να αποφύγεις τη λεγόμενη «κοινωνική κριτική».
Το πραγματικό πρόβλημα κρύβεται στο γεγονός ότι μάθαμε από μικροί να τρομάζουμε στη σκέψη του «Τι θα πει ο κόσμος». Με μαεστρία μας το δίδαξαν οι γονείς μας και με ύπουλο τρόπο το εμφύτευσαν βαθιά μέσα μας. Κι όχι μονάχα αυτοί μα κι όλος ο κοινωνικός μας περίγυρος φρόντισε καλά γι’ αυτό. Έτσι λοιπόν, η σκέψη αυτή ρίζωσε κι έγινε κομμάτι της καθημερινότητας και της ζωής μας όλης.
Το πώς θα επηρέαζε όμως εμάς τους ίδιους και τις επιλογές μας ούτε το φαντάστηκαν ποτέ. Κλειστήκαμε σε κελύφη, φορέσαμε προσωπεία, γίναμε άλλοι από αυτό που είμαστε προκειμένου να ικανοποιήσουμε το δόλιο τον κόσμο που τόσο συχνά δουλειά δεν έχει να κάνει κι όλο κρίνει, κι όλο λέει, κι όλο δήθεν ρητορείες περί σωστού και λάθους εκτοξεύει. Σαν έκπτωτοι άγγελοι βρέθηκαν ανάμεσά μας οι αλάνθαστοι κι άρχισαν να κρίνουν τις πράξεις, τα λάθη και τις επιλογές μας.
«Έτσι μας άρεσε κι έτσι κάναμε». Δεν το ξέραμε μερικοί-μερικοί να παίρνουμε ντουντούκες και να βγαίνουμε στις πλατείες χωριών ή πόλεων και να φωνάζουμε τι έχουμε σκοπό να κάνουμε ή να απολογούμαστε για την αιτία που μας οδήγησε στο να το κάνουμε.
Τόσο προγραμματισμό έχουν πια στη ζωή τους αυτοί οι υπερασπιστές του σωστού κι αποφεύγουν έτσι εύκολα τα λάθη; Δηλαδή, αυθορμητισμός μηδέν; Δεν έχουν ούτε λίγο; Τόσο στείροι, ψυχροί κι ορθολογιστές; Μωρέ, μπράβο αυτοσυγκράτηση! Τι να πούμε κι εμείς οι δόλιοι δράστες που όλο «προκαλούμε» με τη συμπεριφορά μας και καρφάκι δε μας καίγεται για το τι θα πει ο κόσμος.
Βρε, δεν πάει να γκρεμιστεί το σύμπαν ή να αλλάξει η τροχιά της Γης, εμείς αυτό που βάλαμε στο κουφιοκέφαλό μας θα το κάνουμε. Συχνά-πυκνά θα ακούσουμε ότι δεν μπορούμε, αλλά οι ωτοασπίδες, που αυτομάτως βάζουμε, μας προστατεύουν απ’ την ηχορύπανση που προκαλούν στα αφτιά μας με τις υποδείξεις και τις συμβουλές τους.
Δεν τους ακούμε, λοιπόν, ποτέ κι ακολουθούμε το δρόμο που χάραξε η καρδιά μας. Τις περισσότερες φορές, αποδεικνύεται πως, τελικά, μπορούσαμε. Μα κι αν ακόμη καμιά φορά αποτύχουμε τουλάχιστον έχουμε γευτεί τη γλύκα της προσπάθειας.
Είναι πολύ μικρή αυτή η ζωή για να νοιαστούμε για τη γνώμη ανθρώπων που όχι απλά αντιπαθούμε μα που ξεχνάμε και την ύπαρξή τους μέχρι τη στιγμή που θα ακούσουμε την εκνευριστική κριτική τους η οποία σαν βομβαρδιστικές εκρήξεις θα αντηχήσει μέσα στο μυαλό μας και θα το κάνει να κουνιέται πέρα-δώθε κάνοντας ταυτόχρονα πειθήνιες προσπάθειες να συγκρατηθεί και να μην δώσει εντολή στη γλώσσα να βγει ίσαμε τρία μέτρα έξω.
Σιγά μην κάνουμε ρυτίδες απ’ το άγχος για το τι θα σκεφτεί ο διπλανός μας. Αν θέλουμε να γελάσουμε δυνατά, αν θέλουμε να τρέξουμε πίσω απ’ το μεγάλο μας έρωτα, αν θέλουμε να χωρίσουμε, αν θέλουμε να ταξιδέψουμε, αν θέλουμε να παρατήσουμε τη δουλειά μας, θα το κάνουμε δίχως τύψεις κι ενοχές. Και, κυρίως, δίχως να μπούμε στη διαδικασία να απολογηθούμε.
Διότι, ο κόσμος πάντα θα λέει. Και τον αφήνουμε να λέει ελεύθερα κι αβέρτα ό,τι θέλει. Του δίνουμε και λίγη τροφή έτσι για να μην αναμασά συνέχεια τα ίδια και τα ίδια και βαρεθεί κι απλά, συνεχίζουμε αμέριμνοι τη ζωούλα μας. Κάνουμε αυτό που μας ευχαριστεί και μας αρέσει κι ουδεμία σημασία δίνουμε στο γεγονός ότι ο κόσμος λέει γιατί πολύ απλά ούτε που μας αγγίζουν αυτά που λέει κι ούτε και θα ενδιαφερθούμε ποτέ να μάθουμε για το τι είπε.
Στο χέρι μας είναι να κλείσουμε αυτιά και μάτια και να πορευτούμε με το δικό μας τρόπο. Κι αν κάποιοι επέλεξαν να ζήσουν τη λίγη ζωή τους -γιατί μικρή και λίγη είναι η άτιμη- προσπαθώντας να «μην μπουν στις κακές γλώσσες», φορώντας παρωπίδες και κοιτώντας μονάχα ίσια μπροστά στο δρόμο που μια απρόσωπη κοινωνία χάραξε, τότε δε χρειάζεται να ακολουθήσουμε κι εμείς το παράδειγμα τους και να κάνουμε το ίδιο.
Διότι, εκτός απ’ την ομιλία, δόθηκε στον άνθρωπο κι η σκέψη και, δυστυχώς ή ευτυχώς, είναι για να την χρησιμοποιούμε κάπου-κάπου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη