Σχέσεις ζωής. Ένα τεράστιο κεφάλαιο, αυτό που πιθανότατα θα μας ταλαιπωρήσει περισσότερο στο διάβα της ζωής μας. Και είναι απόλυτα φυσιολογικό αν σκεφτείς πως πλέον το εφήμερο έχει πάρει τα ηνία της καθημερινότητας κι έχει αφήσει την έννοια του παντοτινού κουλουριασμένη σε μια γωνία να κρυφοκοιτάζει και να αναρωτιέται αν μπορεί να επέμβει. Πώς λοιπόν μπορούμε να συνειδητοποιούμε αν έχουμε βρει εκείνο το «για πάντα» που τόσο συχνά ακούμε να υμνείται; Κι ακόμα κι αν εμείς είμαστε σίγουροι, πώς ξέρουμε αν ισχύει το ίδιο και για το άλλο πρόσωπο;
Στις σχέσεις ζωής ένα μεγάλο κεφάλαιο αποτελούν και οι γονείς μας, οι οποίοι ό,τι και να τους πούμε πάντα θα θέλουν το καλύτερο για εμάς. Είναι εκεί για να μας στηρίξουν και να μας συμβουλέψουν, να μας παροτρύνουν κι άλλοτε να μας προσγειώσουν στην πραγματικότητα.
Πολλές φορές είναι η αλήθεια διχαζόμαστε για το αν θα ήταν καλό να τους ανοίξουμε την καρδιά μας για κάτι που μας απασχολεί, μια καινούργια σχέση, ένα φλερτ, μια φάση αδιέξοδη κι όμως πολλοί από εμάς καταλήγουμε ότι το μόνο για το οποίο θα πρέπει να μιλήσουμε είναι για εκείνον τον έναν ή τη μία που πιστεύουμε ότι θα καταλήξουμε μαζί! Κι όλο αυτό μεταφράζεται σε μια τυπικότητα. Στο γνωστό «μια χαρά» που απαντάς κάθε φορά που σε ρωτάνε αν είσαι καλά, ενώ εσύ νιώθεις μέσα σου εσωτερική κόντρα που αν ξεσπάσει θα ακουμπήσει οριακά τις ζημιές του Α’ και του Β’ παγκόσμιου μαζί.
Άραγε είμαστε ποτέ σίγουροι όταν ανοίγουμε κουβέντα και ανακοινώνουμε ότι είμαστε σε σχέση; Ρίχνουμε εμείς την αποκάλυψη και πυροδοτούμε μια σωρεία ερωτήσεων που η μία διαδέχεται την άλλη, σε ρυθμούς που αν ήταν μπάλες και ήμασταν τερματοφύλακες μάλλον θα είχαμε φάει τα περισσότερα γκολ της ζωής μας. Όχι δε σε έδεσαν στην καρέκλα, ούτε τοποθέτησαν μια λάμπα μέσα στη μούρη σου για να σου κάνουν ανάκριση, όμως -όπως σε κάθε οικογένεια που σέβεται τα δικαιώματα και τα προσωπικά κυρίως δεδομένα του καθένα- μόνο ο αριθμός ταυτότητας έμεινε, καθώς όλα τα υπόλοιπα τα καλύψατε εντός πεντάλεπτου. Από χρώμα ματιών κι επάγγελμα μέχρι την καταγωγή της προγιαγιάς και την αγαπημένη μάρκα σε πουκάμισα. Πληροφορίες που εσύ χρειάστηκες δύο μήνες σχέσης για να μάθεις.
Πέρα λοιπόν από την πλάκα -που μόνο πλάκα δεν είναι αν σκεφτείς πως οι περισσότεροι το έχουμε ζήσει λίγο ή πολύ- στην ερώτηση «νιώθεις εντάξει να μιλάς με τους γονείς σου για θέματα γκομενικά;» τι θα μου απαντούσες; Ίσως πως είναι επίφοβο, πως λες μόνο αυτά που θες να πεις ή που αντέχουν να ακούσουν. Ίσως πάλι να σκεφτείς πως έχεις φιλική σχέση με τους γονείς σου, πως τα λέτε όλα χαρτί και καλαμάρι. Ίσως και να απαντήσεις πως δεν αναφέρεις ποτέ τίποτα και για κανέναν, πως η προσωπική σου ζωή θες να παραμένει ακριβώς αυτό. Ταυτόχρονα όμως είναι πολλοί εκείνοι που θα πουν πως τους μίλησαν μόνο για τις σχέσεις εκείνες που και οι ίδιοι μέτραγαν. Για τον έρωτα που είχαν από το γυμνάσιο και για ολόκληρη την εφηβεία, τη σχέση που κράτησε δύο χρόνια όταν σπούδαζαν και τον παρ’ ολίγον γάμο που τελικά ναυάγησε.
Διστάζουμε και αυτό γιατί πολύ απλά φοβόμαστε τους αριθμούς. Γιατί όσο περισσότερο αναφέρουμε ανθρώπους, τόσο αυτοί αυξάνονται. Μα και τα όσα θεωρούμε δεδομένα και τα παρουσιάζουμε όμορφα σε ένα κουτάκι είναι γιατί κατά βάθος δε θέλουμε να τους απογοητεύσουμε. Μήπως όμως η απογοήτευση που τρέμουμε μη δούμε στα μάτια τους έχει να κάνει με το πώς νιώθουμε εμείς; Μήπως μάθαμε να μετράμε τις σχέσης σε χρόνια κι έτσι να τους προσθέτουμε αξία; Να είσαι καλά με έναν άνθρωπο, αυτό έχει ουσία, τόσο για εσένα όσο και για τους γονείς σου. Γιατί μπορεί να σε ονειρεύονται νυφούλα ή γαμπρό, αλλά αυτό δε σημαίνει πως θα αντάλλαζαν το ρούχο με το χαμόγελό σου. Πολλές φορές μάλιστα εκείνοι είναι που ανοίγουν την κουβέντα, απλά έχεις μάθει με μαεστρία να ξεγλιστράς σαν αίλουρος. Δεν υπάρχει σειρά προτεραιότητας στα αισθήματά μας. Αυτό που θεωρείς τώρα παντοτινό ίσως αύριο να είναι εφήμερο, ή και το αντίστροφο, το εφήμερο να αποδειχθεί τελικά παντοτινό.
Όλα είναι σχετικά, έτσι και το αν θα πεις και την παραμικρή λεπτομέρεια ή αν θα επιλέξεις την απόλυτη σιωπή έχουν να κάνουν με το πώς εσύ νιώθεις κι όχι με το τι πιστεύουν οι γονείς σου ότι είναι καλύτερο. Μπορεί να έχουν δίκιο, μπορεί να κάνουν και λάθη. Μπορεί να αντέχει η ιδιοσυγκρασία τους να ακούν για τις περιπέτειές σου, μπορεί να δυσκολεύονται να ακούσουν ακόμη και για τη χθεσινοβραδινή σου έξοδο. Εσύ θα το ζυγίσεις, εσύ θα αποφασίσεις. Έχε όμως κατά νου πως με το να τους εμπιστεύεσαι, έρχεσαι ένα βήμα πιο κοντά ακόμα και αν είσαι χιλιόμετρα μακριά τους.
Είτε έτσι είτε αλλιώς ένα είναι το σίγουρο. Μας αγαπάνε και τους αγαπάμε. Και θέλουν μόνο το καλό μας.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη