Η πορεία της LGBTQ+ κοινότητας έχει υπάρξει σημαντική παγκοσμίως για πληθώρα λόγων. Από την αναγνώριση της ισότητας μέχρι και την αποδοχή όλου του spectrum της σεξουαλικότητας, ιστορικά η πορεία αυτή έχει προσφέρει πολλά και έχει δώσει ώθηση στον θεσμό της ίδιας της κοινωνίας και στις ατομικές ιδιοσυγκρασίες των πολιτών της. Αυτό που δε συνειδητοποιούν συχνά -ιδίως τα ετεροφυλόφιλα άτομα- είναι ο ρόλος που έπαιξε σε πολλές χώρες η νομιμοποίηση των γάμων ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου στη σημασία της ίδιας της έννοιας του γάμου, αλλά και της αγάπης.
Ιστορικά, ο γάμος έχει υπάρξει θεσμός που καθορίζεται από το marketing μίας εικόνας που τον συνδέει με το ρομαντισμό και την επίτευξη της ατομικής, σχεσιακής και οικογενειακής ευτυχίας. Δυστυχώς όμως, ανά τα χρόνια πολλές φορές ο γάμος κάθε άλλο παρά με τον ρομαντισμό είχε να κάνει, τουλάχιστον σε πρακτικό βαθμό. Το μυστήριο αυτό έχει αντιμετωπιστεί περισσότερο ως συμβόλαιο τυποποίησης κι επισφράγισης προσωπικών συμφερόντων, παρά ως εκδήλωση απόλυτης αγάπης. Γάμοι λόγω περιουσίας, καταγωγής και κοινωνικής τάξης, είναι παραδείγματα που αποδεικνύουν πως ο γάμος έχει αντιμετωπιστεί ουκ ολίγες φορές σαν συναλλαγή μεταξύ τραπεζιτών, δικηγόρων ή πολιτικών.
Η νομιμοποίηση του γάμου μεταξύ ομοφυλόφιλων ατόμων και κατά κύριο λόγω η αποδοχή της ένωσης όλων των ανθρώπων άνευ διακρίσεων, σε κάποιες χώρες είναι γεγονός, ενώ σε άλλες ακόμα συζητιέται, αλλά καταφέρνοντας να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, συλλογικά, όλοι μαζί σαν κοινωνία, θα μπορέσουμε να κάνουμε ένα μεγάλο βήμα μπροστά. Ένα βήμα προς την αφομοίωση της λέξης αγάπη που τόσο σημαντική ήταν, είναι και θα είναι για την ανθρώπινη εμπειρία.
Η αγάπη προέχει σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη ατζέντα κι είναι ένα από τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Το να αγαπάς σημαίνει να δέχεσαι, να υποστηρίζεις, να φροντίζεις και να μαθαίνεις. Κι αυτό δεν εξαρτάται σε καμία περίπτωση απ’ το φύλο, το χρώμα, τη μητρική γλώσσα ή οτιδήποτε άλλο, παρά μόνο απ’ τα συναισθήματα δύο ανθρώπων. Το να αμφισβητούμε τη δυνατότητα να παντρευτούν ομοφυλόφιλα ζευγάρια είναι σαν να αμφιβάλλουμε κατά κάποιο τρόπο για την ειλικρίνεια της αγάπης τους, για τις αγνές τους προθέσεις. Το να αποδεχτούμε και στην πράξη μια τόσο απτή έκφραση συναισθήματος της αγάπης, μέσω μίας όμορφης και βαθύτατης διαδικασίας, του γάμου, δεν μπορεί παρά να έχει θετικές επιρροές σε όλους τους εμπλεκόμενους.
Αρκεί όμως η ύπαρξη ενός κοινωνικού θεσμού για να εξυψώσει την αγάπη, να την φέρει στο προσκήνιο με τρόπο που να είναι αγνός και όχι επιδεικτικός; Ή μήπως η πραγματική εξωτερίκευση του συναισθήματος είναι περισσότερο συνυφασμένη με τις προσωπικές στιγμές μεταξύ του ζευγαριού, παρά με αυτές που ενορχηστρώνονται για τα μάτια του κόσμου;
Κανένας δεν μπορεί να κρίνει, ούτε και να κριθεί όταν πρόκειται για το συγκεκριμένο ζήτημα. Η ουσία είναι να αγαπάς και να αγαπιέσαι, και όλα τα παρελκόμενα απλώς χάνουν τη σημασία τους μπροστά σ’ αυτή την αποδοχή. Συνεχίζουμε να ζούμε εντός μιας κοινωνίας, η οποία οφείλει να μας φέρεται με σεβασμό και τον ίδιο σεβασμό οφείλουμε να δείχνουμε κι εμείς στους άλλους σε διαπροσωπικό επίπεδο. Αυτό πολύ απλά σημαίνει πως με όσο μεγαλύτερη ισότητα αντιμετωπίζονται όλα τα ζευγάρια, εντός κι εκτός γάμου, ανεξαρτήτως φύλου, σεξουαλικής ταυτότητας και προτιμήσεων, τόσο πιο κοντά θα ερχόμαστε στο σημείο που η αγάπη θα μπορεί να αποκτήσει τη θέση που της αρμόζει, τόσο στο μυαλό, όσο και στις κοινωνίες μας.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.