Βασική προϋπόθεση για να αποδώσει η ψυχοθεραπεία είναι να υπάρχει εμπιστοσύνη ώστε να εκφράζονται αλήθειες, να εντοπίζονται τραύματα, να επουλώνονται (στο μέτρο που μπορούν) και τελικά να βελτιώνεται η καθημερινότητα του θεραπευόμενου. Βέβαια, κάποιες φορές οι θεραπευόμενοι αποτυγχάνουμε σε κάτι βασικό: να πούμε αλήθειες. Ίσως να φαίνεται υπερβολικό όμως σύμφωνα με έρευνα του 2015 περίπου το 93% έχει πει ψέματα τουλάχιστον μια φορά σε κάποια από τις συνεδρίες του.
Πριν μερικά χρόνια βίωνα έντονο πένθος και σε μια συνεδρία αισθάνθηκα ότι η ψυχοθεραπεύτριά μου ένιωθε άσχημα για μένα. Αυτό με «κλείδωσε» συναισθηματικά γιατί ως άνθρωπος είμαι ενοχλητικά περήφανη κι απεχθάνομαι να μπαίνω στον ρόλο του θύματος, οπότε αρχικά σταμάτησα να είμαι απόλυτα ειλικρινής κι έπειτα διέκοψα τις συνεδρίες κι αναζήτησα άλλον θεραπευτή. Πρόσφατα ανακάλυψα πως κι άλλοι έχουν βιώσει κάτι ανάλογο. Κάποιοι απέφυγαν να πουν ανοιχτά ότι δεν τους άρεσε κάτι που τους είπε ο ψυχοθεραπευτής γιατί ήθελαν να αποφύγουν τη σύγκρουση, μερικοί έκρυψαν κάποιο γεγονός για να μη «χαλάσουν την εικόνα τους», άλλοι μην κατορθώνοντας να σπάσουν τον κύκλο και να δραπετεύσουν από την ψυχοπαθολογία του people-pleaser είπαν ψέματα ότι βελτιώθηκε μια συνθήκη.
Το ψέμα μπορεί να ήταν κάτι απλό κι άκακο στην προσπάθειά μας να είμαστε ευγενικοί, όπως για παράδειγμα το να απαντήσουμε θετικά στο αν νιώθουμε ότι μας βοήθησε η συνεδρία. Μπορεί να ήταν μια υπερβολική ή πολύ μετριασμένη απεικόνιση της αλήθειας ή απόδοση μέρους αυτής, μπορεί να πούμε, για παράδειγμα, ότι μας απάτησε ο σύντροφός μας αλλά να αποφύγουμε να αναφέρουμε πως έχει συμβεί κατ’ επανάληψη ή να αναφερθούμε σε κάποια επιτυχία μας με υπερβάλλοντα ενθουσιασμό. Μήπως τώρα γίνεται πιο λογικό και κατανοητό το συντριπτικό ποσοστό των ανθρώπων που ψεύδονται στον θεραπευτή τους; Άραγε βλέπετε κι εσείς εκεί τους εαυτούς σας τώρα; Αν ναι, μη νιώθετε άσχημα, δεν υπάρχει λόγος.
Ένας από τους πιο συνηθισμένους λόγους που κανείς λέει ψέματα στον ψυχολόγο του είναι γιατί ντρέπεται ή φοβάται πως θα τον κρίνουν. Έτσι, αποκρύπτουμε ή παραλείπουμε γεγονότα κατά τις συνεδρίες μας που θεωρούμε ντροπιαστικά ή ικανά να προκαλέσουν μια αρνητική κριτική όπως για παράδειγμα περιστατικά χρήσης ουσιών, κάποια ερωτική συνεύρεση ή κάποιες ασυνήθιστες σκέψεις που κάνουμε. Το λογικό θα ήταν αφού έχουμε επιλέξει την ψυχοθεραπεία να τολμήσουμε να εκτεθούμε δίχως φόβο, όμως είναι δύσκολο να απαλλαγείς από την συνήθεια του να προβάλεις τον «καλό εαυτό σου» (αυτό λέγεται διατήρηση του εαυτού κι έχει να κάνει με την εικόνα που θέλουμε να έχουν οι άλλοι για εμάς) κι επιπλέον, είναι ακόμα δυσκολότερο να παραδεχθείς μια «λάθος» συμπεριφορά και να βιώσεις τις συνέπειες.
Επιπλέον, πολλές φορές καταφεύγουμε στο ψέμα καθώς δεν έχει εγκαθιδρυθεί η εμπιστοσύνη στη σχέση μας με τον θεραπευτή μας. Μπορεί η χημεία με τον συγκεκριμένο ειδικό να μην είναι αρκετά καλή, μπορεί εμείς να έχουμε μεγάλη δυσκολία να αφεθούμε, να ανοιχτούμε και να εμπιστευτούμε τους άλλους ακόμα κι αν πρόκειται για τον ψυχαναλυτή που έχουμε επιλέξει, όμως το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο. Στερούμαστε το σημαντικότερο αγαθό της ψυχανάλυσης: το ασφαλές περιβάλλον που εναποθέτει κανείς τραύματα, σκέψεις κι επιθυμίες.
Επειδή η εμπιστοσύνη είναι βασική προϋπόθεση στην ψυχοθεραπεία κι αν με ρωτάς είναι κρίμα να πληρώνεις για μια υπηρεσία που μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή και να μην την απολαμβάνεις, καλό είναι να επισημάνουμε το πρόβλημα στον ειδικό ώστε να υπάρξει μια από κοινού προσπάθεια για τη βελτίωση της σχέσης και αν κρίνουμε πως το πρόβλημα εμμένει να επιλέξουμε κάποιον άλλο θεραπευτή.
Σε κάποιες περιπτώσεις το ψέμα έρχεται κάπως ακούσια κι αυτό γιατί κι εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε πλήρη συνείδηση πώς ένα παλιό τραύμα μας επηρεάζει σήμερα ή, ακόμα χειρότερα, έχουμε απωθήσει τόσο πολύ κάποιο συμβάν στη μνήμη μας που δυσκολευόμαστε να το ανασύρουμε πόσο μάλλον να μιλήσουμε εκτεταμένα γι’ αυτό. Εδώ δεν υπάρχει δόλος ούτε καν πρόθεση κι ίσως να μη θεωρείται κι ακριβώς ψέμα προς τον θεραπευτή παρά στους εαυτούς μας. Ουσιαστικά, σε τέτοιες περιπτώσεις λέμε ψέματα πρώτα σε εμάς τους ίδιους γιατί ίσως δεν έχουμε συνδυάσει γεγονότα και συμπεριφορές, ή δεν έχουμε ψάξει τόσο βαθιά όσο θα έπρεπε. Εδώ είμαστε ανειλικρινείς με εμάς και χρειάζεται πρώτα να το αντιληφθούμε και μετά να το αποφύγουμε αν θέλουμε να δούμε την προσδοκώμενη βελτίωση.
Σαφώς υπάρχουν και περιπτώσεις που το ίδιο το ψέμα είναι παθολογικό. Αν ο θεραπευόμενος για παράδειγμα είναι μυθομανής ή πάσχει από ναρκισσισμό είναι δεδομένο πως θα πει αρκετά ψέματα κι είναι πιθανό να μην έχει καν αντίληψη πως ψεύδεται καθώς έχει μια κάπως διαστρεβλωμένη αντίληψη της πραγματικότητας. Η πλειοψηφία ωστόσο δεν ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία. Οι περισσότεροι από εμάς καταφεύγουμε στο ψέμα για άλλους λόγους– για μένα, εξίσου σημαντικούς.
Υπάρχουν θέματα που δεν είμαστε έτοιμοι να αγγίξουμε, που μας φέρνουν σε δύσκολη θέση ή προκαλούν μεγάλο ψυχικό πόνο. Για παράδειγμα είναι δύσκολο για κάποιον να αναβιώσει μέσα από τη διήγηση ενός συμβάντος το τραύμα του και προτιμά να αποφύγει τη συζήτηση, να αυτοσαρκαστεί, να το μειώσει ή να πει ακόμα πως δεν του συνέβη.
Δεν είναι άτοπο να πούμε ότι τόσο εντός της ψυχοθεραπείας -όσο κι εκτός- αντιδράμε και συμπεριφερόμαστε το ίδιο. Η προσωπικότητά μας δεν αλλάζει στη μία ώρα που διαρκεί η συνεδρία, άρα αυτός που αποφεύγει τις συγκρούσεις, τόσο εσωτερικά όσο κι εξωτερικά, θα τις αποφύγει και με τον θεραπευτή του προσφεύγοντας στο ψέμα ή έστω σε κάποιο είδος ανειλικρίνειας. Στην ίδια αναλογία όμως η βελτίωση εντός της ψυχοθεραπείας έχει αντίκτυπο και στην υπόλοιπη ζωή μας. Τολμώντας να είμαστε πιο ειλικρινείς εντός ενός ασφαλούς περιβάλλοντος, οδηγούμαστε πιο κοντά στα θέλω μας, πιο κοντά στην αληθινή ελευθερία, αυτή που έχει απαλλαχθεί από ψυχαναγκασμούς και κοινωνικά κατάλοιπα, και στην υπόλοιπη ζωή μας.
Ίσως να βοηθούσε αν βλέπαμε το ιατρείο του ψυχολόγου μας ως έναν χώρο που μπορούμε να κάνουμε «πρόβα» για το πώς να μιλάμε ανοιχτά και να διεκδικούμε την αλήθεια μας, χαράζοντας το δικό μας μονοπάτι για την ευτυχία. Στον χώρο του θεραπευτή είσαι ελεύθερος να πεις «δε θέλω να το συζητήσω αυτό τώρα» ή «είπες κάτι και με ενόχλησε». Μπορείς ακόμα να πεις και «δε νιώθω και τόσο άνετα μαζί σου».
Είναι η δουλειά του ψυχοθεραπευτή να σε ακούσει πραγματικά, να αναλύσει όσα του παραθέτεις και να χρησιμοποιήσει όσα μοιράζεσαι μαζί του προς όφελός σου. Αν προσπαθήσουμε να του κάνουμε τη δουλειά πιο εύκολη με το να είμαστε ειλικρινείς θα γίνουν και οι δικές μας προσωπικές μάχες ευκολότερες.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου