Είναι αλήθεια ότι η ψυχοθεραπεία είναι ένα είδος πολυτέλειας κυρίως λόγω του κόστους αλλά και του χρόνου που απαιτεί. Μια πολυτέλεια όμως τόσο σημαντική, που όχι μόνο δε θα έπρεπε να θεωρείται ως τέτοια, αλλά να παρέχεται δίχως περιορισμούς σε όποιον την έχει ανάγκη. Στην Ελλάδα, όπως κι ανά τον κόσμο, η ψυχοθεραπεία έχει «ανέβει» τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους κερδίζοντας έδαφος ως προς τη σημαντικότητά της αλλά αφαιρώντας και το στίγμα του «για να κάνεις ψυχανάλυση πρέπει να είσαι τρελός». Όλο και περισσότεροι νέοι επιλέγουν να μιλήσουν σε έναν ειδικό για τα προβλήματα που τους βαραίνουν, τις ενδότερες σκέψεις τους, τις φοβίες τους, όλα αυτά σε μια προσπάθεια να ανακαλύψουν τον εαυτό τους, να κατανοήσουν τυχόν ακατανόητες συμπεριφορές και να εξασφαλίσουν ένα ήρεμο, γαλήνιο και γεμάτο αυτοπεποίθηση μέλλον.
Και κάπου εδώ έρχεται η «παλιά γενιά», που δεν είναι και τόσο εξοικειωμένη με το κόνσεπτ της ψυχοθεραπείας ως μέσο αυτοβοήθειας και καταστρέφει την όλη ιδέα. Από τη μία, έχεις την Ελληνίδα μάνα. «Πες το στη μανούλα, μόνο αυτή σε καταλαβαίνει, τι πας και πληρώνεις από ‘δω κι από ‘κει. Άμα βρεις ένα καλό παιδί μια χαρά θα είσαι.» Από την άλλη έχεις τον Έλληνα πατέρα. «Εμένα η μάνα μου με ξύπναγε με ξύλο κάθε μέρα να πάω στο σχολείο, δε βλέπω να μου έμεινε κανένα τραύμα. Σάμπως έχετε γίνει πολύ ευαίσθητοι οι νέοι σήμερα;». Κι αυτό συνεχίζεται με τη γιαγιά, η οποία θεωρεί ότι όλα τα προβλήματά σου θα λυθούν με το ψήσιμο μιας φανουρόπιτας ή με την εξιστόρηση μιας αφήγησης από το πολύ μακρινό παρελθόν της, πηγαίνει στον θείο και τη θεία που «πάρε ένα πενηντάρικο να μη σε βλέπω κατσούφη» και φτάνει ως και τα αδέρφια που ίσως με αμηχανία αντιλαμβάνονται την ανάγκη σου, όμως σιωπούν υπό το καθεστώς της ελληνικής παρεμβατικής παλιάς κοπής οικογένεια.
Η ελληνική κοινωνία δε θα λέγαμε ότι είναι η κατάλληλη για να κάνει έναν νέο που εντοπίζει ένα πρόβλημα στον εαυτό του ή που θέλει απλώς να εξερευνήσει νέους ορίζοντες, να νιώσει ότι μπορεί να βοηθηθεί. Μάλλον τον αποθαρρύνει, τον μειώνει, χωρίς αναγκαστικά να είναι αυτός ο σκοπός της. Πόσες φορές έχεις ακούσει τη φράση «έλα, μια φάση είναι θα περάσει», «μην είσαι μέσα στην κατάθλιψη, υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στον κόσμο, άλλοι δεν έχουν να φάνε», «Δεν εκτιμάτε τίποτα πια, όλα είστε κακομαθημένα πλέον».
Όχι δεν είμαστε κακομαθημένα, είμαστε μάλλον μια γενιά που μπορεί να μην έχει περάσει πολέμους και φυσικές καταστροφές -που κι αυτό παίζεται- έχουν όμως δει τα μάτια μας πώς η χώρα μας έπιασε πάτο μέσα σε λίγα χρόνια, έχουμε γίνει μάρτυρες της ανεργίας, της επαγγελματικής αβεβαιότητας, της οικολογικής καταστροφής, της μη αποδοχής της σεξουαλικότητας, του διχασμού, της κοινωνικής ανισότητας. Κι ακόμα καθημερινά, βλέπουμε ένα μέλλον αβέβαιο μπροστά μας, μια χώρα που δεν πολυνοιάζεται για τους ανθρώπους της και μια κοινωνία που αν και προσπαθεί να κάνει κάποια βήματα μπροστά, παραμένει οπισθοδρομική.
Οπότε ναι, δε χρειάζεται να έχουμε κλέψει ψωμί από τους Γερμανούς για να καταλάβουμε την έννοια της λέξης «δυσκολία». Τη βιώνουμε καθημερινά, κοινωνικά, ψυχολογικά, πολιτικά, οικονομικά. Από όποια πλευρά κι αν ψάξουμε το ζήτημα, μπουκωνόμαστε με πληροφορία και προβλήματα και φορτωνόμαστε την ευθύνη της εύρεσης λύσης για ένα καλύτερο μέλλον, όλα αυτά υπό το πρίσμα του να είμαστε τέλειοι γιατί είμαστε πολλοί αλλά ταυτόχρονα να το κάνουμε και χθες.
Το θέμα είναι ότι όλη αυτή η νοοτροπία αποθαρρύνει την αναζήτηση βοήθειας, γιατί ωθεί τους ανθρώπους στην άρνηση. «Γιατί να χρειάζομαι βοήθεια;», «Είμαι τόσο αδύναμος που δεν μπορώ να λύσω το πρόβλημά μου;», «Είμαι αποτυχημένος και χρειάζομαι καθοδήγηση; Οι γονείς μου πώς τα κατάφεραν μόνοι στα 25 κι εγώ στα 27 όχι;». Ατελείωτα ερωτήματα, που δυστυχώς αρκετές φορές μένουν αναπάντητα, ή λανθασμένα απαντημένα, γιατί ο κόσμος πλέον φοβάται ότι θα κριθεί ανίκανος, αν κάνει ψυχοθεραπεία. Οπότε, ή δεν κάνει, ή κάνει κρυφά, ή κάνει και νιώθει «λίγος» κι ούτω καθεξής.
Μήπως όμως έχει φτάσει η στιγμή που πρέπει να αφοπλίσουμε τις σκέψεις του «κάποτε ήμασταν στρατιώτες» και να υιοθετήσουμε μια υγιή στάση απέναντι στη βοήθεια από ειδικούς ανθρώπους, κατάλληλους να καθοδηγήσουν με τον σωστό τρόπο εκείνους που ίσως κάπου έχασαν τον δρόμο τους ή δεν τον είχαν βρει ποτέ, ή ακόμα και ορισμένους που τον βρήκαν αλλά επιθυμούν να ενισχύσουν την αυτογνωσία κι αυτοεκτίμησή τους, να βρουν ένα ήσυχο μέρος να συζητήσουν, να νιώσουν ένα βήμα παραπέρα τον εαυτό τους και να μοιραστούν μερικά πράγματα παραπάνω;
Η Ελλάδα αν έχει ανάγκη από κάτι, αυτό είναι ανθρώπους με ανοιχτό μυαλό κι ευγενική στάση απέναντι στα θέλω και τις επιθυμίες των άλλων. Όχι άλλη κριτική. Όχι άλλο shaming. Περισσότερη αγάπη, κατανόηση και προθυμία.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου