Όταν μπαίνουμε σε μια σχέση δεν είναι λίγες οι φορές που θέλουμε το ταίρι να μας καταλαβαίνει, να μας στηρίζει, να υπάρχει έρωτας, να καταφέρουμε να φτάσουμε στην πολυπόθητη αγάπη, που όσο ρεαλιστές κι αν είμαστε τη φανταζόμαστε λίγο-πολύ όπως στα παραμύθια. Προσπαθούμε με το εκάστοτε ταίρι να βρούμε έναν δικό μας τρόπο επικοινωνίας που δεν περιορίζεται απαραίτητα σε ανταλλαγή λέξεων. Το σημαντικό -τόσο για να νιώθεις πως δεν κρατάς πράγματα μέσα σου, όσο και για να δίνεις στο ταίρι μικρές δόσεις επιβεβαίωσης που έχει ανάγκη- είναι να εκφράζεις τα συναισθήματά σου.
Και καλά όταν είστε οι δυο σας, τα πράγματα μοιάζουν πιο εύκολα -άσε που κι εκεί καμιά φορά είναι δύσκολο να πεις πώς νιώθεις-, όταν όμως βρίσκονται μπροστά τρίτοι συχνά περιορίζεσαι ώστε να μη σε πάρουν χαμπάρι. Νιώθεις πως θα σε κοιτάξουν περίεργα αν μιλήσεις για ένα πρόβλημά σου, αν ξεσπάσεις αυθόρμητα σε κλάματα, αν απομακρυνθείς επειδή χρειάζεσαι χώρο και χρόνο για να διώξεις την ένταση, αν πιάσεις το ταίρι απ’ τη μέση και του δώσεις ένα γλυκό φιλί στα χείλη. Γιατί όμως νιώθουμε τόσο άβολα όταν εκφραζόμαστε δημόσια, χωρίς βέβαια να φτάνουμε σε κινήσεις που αποτελούν προσβολή της δημοσίας αιδούς; Ποιον ενοχλεί άραγε ένα ζευγάρι πιασμένο χέρι χέρι, ένας άνθρωπος που δείχνει την απογοήτευσή του, ένα φιλί σε μια γωνία που δεν κόβει τον δρόμο σε κανέναν και γιατί μας έχουν κάνει να νιώθουμε ενοχικά μόλις τα συναισθήματά μας βγουν στην επιφάνεια την ώρα που δεν περιτριγυριζόμαστε από τοίχους;
Ο αυθορμητισμός είναι σημαντικό στοιχείο που καταφέρνει να φέρει δυο ανθρώπους κοντά. Όταν εσκεμμένα, για κάποιους άγραφους κανόνες και κάποια αδιάκριτα βλέμματα, καταπιεζόμαστε και προσπαθούμε να αφήσουμε τις εκδηλώσεις λατρείας κατά μέρους και τα ξεσπάσματα για αργότερα, συνήθως δε μας βγαίνει σε καλό. Τα φιλάκια, οι αγκαλιές, το να κρατιέσαι χέρι χέρι με το ταίρι είναι ένας τρυφερός τρόπος να δείξεις στον άνθρωπό σου πως είσαι δίπλα του. Δεν προσπαθείς να αποδείξεις τίποτα σε κανέναν περαστικό. Ούτε όταν σε μια στιγμή αδυναμίας δε θες να κρύψεις τη θλίψη σου απ’ τον περίγυρο περιμένεις κάποιος να σταματήσει, να σου δώσει το χέρι ή να σε παρηγορήσει. Από πότε αποτελεί ταμπού να είμαστε ανθρώπινοι, να μπορούν να μας βλέπουν οι συνάνθρωποί μας σε όλες τις εκφάνσεις μας χωρίς να μας κάνουν κατά κάποιο τρόπο να αισθανόμαστε ντροπή γι’ αυτό όσα έχουμε εκείνη τη στιγμή μες την ψυχή μας;
Όταν σε εξωτερικούς χώρους απουσιάζει η εξωτερίκευση συναισθημάτων τα πράγματα γίνονται κάπως πιο ψυχρά, πιο άνοστα. Είναι λες και δεν υπάρχει χρώμα, λες και κάτι λείπει απ’ την αυθεντικότητά μας. Το «να κρατάμε τους τύπους» γίνεται καθημερινότητα, ενώ πολλές φορές λόγω υποχρεώσεων περνάμε λίγες ώρες μόνοι, με το ταίρι ή με κοντινά μας πρόσωπα, στο σπίτι. Κάπου εκεί ξεκινά η καταπίεση. Γιατί ναι μεν έχει γίνει ατάκα πως «όσο λιγότεροι ξέρουν, τόσο το καλύτερο» και πως προστατεύεις τον εαυτό σου με το να μην εκτίθεσαι, αλλά στην ουσία το μόνο που πετυχαίνεις είναι να αναβάλεις κάτι για αργότερα και πολλές φορές τελικά να μη βγαίνει ποτέ στην επιφάνεια.
Στην αρχή μιας σχέσης, το μυστήριο μπορεί και να ‘χει ενδιαφέρον. Το σασπένς κι η αδρεναλίνη έχουν τη χάρη τους. Όταν όμως περάσει καιρός, το να ανοιχτείς νιώθεις πως είναι πια μονόδρομος και δεν μπορείς να καταλάβεις αν τελικά αυτοί που ενοχλούνται -ενώ όταν τους ρωτάς όλοι λένε πως δεν τους πειράζει- είναι εκείνοι που ενδόμυχα ζηλεύουν τις όμορφες στιγμές σου ή το θάρρος σου να δείξεις αδύναμος. Θες να μην κρατήσεις τα προσχήματα, να ζήσεις τον έρωτά σου στο έπακρο, να στεναχωρηθείς ελεύθερα, γιατί μόνο ντροπή δεν είναι όσα νιώθεις.
Κι αφού στη θεωρία και στα λόγια κανέναν δεν ενοχλούν οι εκδηλώσεις λατρείας, οι τρυφερές στιγμές, τα ξεσπάσματα σε παγκάκια, στενά, πολύβουους δρόμους, πλατείες, ποιος είναι τελικά αυτός που ενοχλείται; Γιατί έχουμε φτάσει σε σημείο για εκείνον τον άγνωστο που θα περάσει και θα μας ρίξει ένα περίεργο βλέμμα να νιώθουμε άβολα, λες και κάτι κάνουμε λάθος; Τελικά μήπως υποσυνείδητα έχουμε την εντύπωση πως είμαστε στο επίκεντρο και πως ό,τι κι αν κάνουμε υπό τα μάτια τρίτων, θα σχολιαστεί και θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης;
Δεν προκαλούμε με ένα άγγιγμα στον ώμο, με ένα φιλί στα χείλη, με μια αγκαλιά στην άκρη του δρόμου, με δυο μάτια δακρυσμένα. Κρίμα είναι να χάνουμε στιγμές για εκείνον τον κάποιον που ίσως καρφώσει το βλέμμα του ή ξινίσει τα μούτρα. Αν όλοι συνηθίζαμε να μην ασχολούμαστε με το ποιοι βλέπουν, αν αφηνόμασταν λιγάκι παραπάνω, ίσως και να ερχόμασταν πιο κοντά.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.