«Του πόθου τ’ αγρίμι δεν τρώει, δεν πίνει, δεν ξαποσταίνει». Κι όπου πόθος το συναίσθημα του «σε θέλω». Κι εδώ το ρήμα «σε θέλω» είναι στο μέγιστο του υπερθετικού. Πόθος είναι η ερωτική έλξη, είναι η χημεία των μυαλών και του σώματος, η επιθυμία. Πόθος είναι ο έρωτας με την πρώτη ματιά. Πριν ακόμη τα συναισθήματα μάς κατακλύσουν και πούμε την πρώτη μας λέξη, το σώμα μας έχει ήδη στείλει τα μηνύματά του.
Και μετά ξεκινά το μυαλό να μας ξεγελά. Να μας κάνει να σχεδιάζουμε, να ονειρευόμαστε να πλάθουμε την πρώτη επαφή. Γιατί, ας μη ξεγελιόμαστε, ο πόθος δεν είναι τίποτα άλλο παρά το σμίξιμο των κορμιών. Κι αυτή την πρώτη επαφή πριν ακόμη γίνει πραγματική –που ίσως και να μη γίνει ποτέ– την έχουμε οργανώσει, σχεδιάσει κι εκτελέσει με κάθε λεπτομέρεια μέσα στο μυαλό μας.
Το μυαλό μας λοιπόν είναι ο μαέστρος, ο υπαίτιος της ένωσης που θέλουμε με τον άλλον. Αρχίζουμε να φαντασιωνόμαστε το άτομο του πόθου μας και προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τα σημεία ταύτισης μαζί του. Νιώθουμε την ανάγκη να εκφράσουμε την έλξη μας με τον οποιοδήποτε τρόπο. Εδώ υπάρχει κι ο τρόπος που το αντιλαμβανόμαστε. Υποφέρουμε μέχρι την ικανοποίηση του στόχου μας που δεν είναι άλλος από το να βιώσουμε ό,τι πλάσαμε νοητά. Εκεί γεννιούνται και οι πρώτες προσδοκίες. Στην αρχή της σχέσης. Στην ένωση δύο ερωτικών συντρόφων, αγνώστων μέχρι χθες και πλέον ζευγάρι, ικανό να «δοκιμάσει» τον έρωτα και σε όλες τις υπόλοιπες μορφές του.
Κακά τα ψέματα, ο πόθος είναι η αρχή αλλά και το σήμα που καθορίζει τη συνέχεια. Η προσδοκία να ζήσουμε όσο περισσότερο μπορούμε με τον άνθρωπο που ξύπνησε μέσα μας τον έρωτα. Ένα ρήμα χρειάζεται υποκείμενο κι αντικείμενο. Κι εδώ το αντικείμενο του έρωτά μας γίνεται πολύτιμο, ιδιαίτερο και σημαντικό. Δεν έχει ειπωθεί τυχαία η φράση «χάνω το μυαλό μου». Φανταστείτε μια ζωή πλήξης όπου τυχαία συναντιούνται δυο άνθρωποι, ενώνουν τους κόσμους τους και φτιάχνουν έναν δικό τους, μόνο για αυτούς. Γίνονται αέρας που μεγαλώνει τη φωτιά που έχει ανάψει και τότε δεν μπορεί να τους σταματήσει κανείς. Μόνο οι ίδιοι όταν χάσουν τους εαυτούς τους.
«Χάνω τον εαυτό μου» σημαίνει πως αλλάζω την πραγματικότητά μου. Δεν μπορώ πια να με υπερασπιστώ. Είμαι αδύναμος, μοιραία συγκεντρωμένος μόνο εκεί. Μόνο στο αντικείμενο του πόθου μου. Ό,τι μέχρι τώρα είχε αγγίξει τα σύννεφα της ερωτικής μας φαντασίας στο πρόσωπο του άλλου αρχίζει και παίρνει μορφή και κοντράρεται με τη λογική. Ό,τι δεν ήταν ορατό, ξεκαθαρίζει. Και τότε αντιλαμβανόμαστε πού είναι η αλήθεια και πού η φαντασία.
Και εκεί ακόμη όμως, ο πόθος έρχεται να μας τινάξει το μυαλό. Έρχεται να παίξει με την υπόστασή μας. Να μας γονατίσει και να μας κάνει να ικετεύσουμε για να αλλάξουν οι ρότες. Να υποχωρήσουμε, να κυνηγήσουμε για να αποδείξουμε στο τέλος πως η έλλειψη είναι χειρότερη από την αδράνεια. Μπορούμε να ισορροπήσουμε τη λογική με το πάθος; Όχι ποτέ. Είναι ασύνδετες έννοιες. Η μία αφαιρεί την άλλη. Η μία δημιουργεί και η άλλη καταστρέφει. Τι κι αν ένα γράμμα χωρίζει τον πόθο με το πάθος. Όταν ο πόθος γίνεται πάθος γεννιέται η εμμονή, γεννιέται η καταστροφή και για τους δύο.
Πώς καταφέρνουμε να επιβιώσουμε και να διαχειριστούμε τη ζωή μας με μέτρο; Πώς μπορούμε να έχουμε πόθο και πάθος και λογική; Αυτό μόνο οι ίδιοι μπορούμε να το πετύχουμε ξέροντας μέχρι πού είμαστε διατεθειμένοι να φτάσουμε. Αλλά ξέροντας επίσης πως μόνο πάλι εμείς οι ίδιοι θα είμαστε συνειδητά πια και οι αποδέκτες όλων των συνεπειών μας. Ο Χαλίλ Γκιμπράν είπε «Η λογική μονάχη κυβερνώντας είναι μια δύναμη χωρίς εξουσία. Κι ασυνόδευτο το πάθος είναι μια φλόγα που καίει το ίδιο του το σπίτι. Αφήστε λοιπόν την ψυχή σας να υψώσει τη λογική στις κορυφές του πάθους και να αρχίσει να τραγουδά. Κι αφήστε το πάθος σας να κατευθύνει με λογική για να αρχίσει να ζει μες στη δική του καθημερινή ανάσταση και σαν τον φοίνικα να υψωθεί πάνω από τις δικές του στάχτες».
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου