Γράφει ο Γιώργος.
Δε θυμάμαι πολλά πράγματα από σένα. Μόνο κάτι εισιτήρια τρένων με ξεθωριασμένα γράμματα που έμειναν στο συρτάρι μου, από τότε που ταξίδευα, χωρίς να το μάθεις, για να σε συναντήσω. Ίσως και κάτι απογευματινούς περιπάτους δίπλα στη θάλασσα, με την ηχώ της πόλης να τους συνοδεύει. Τότε που σε έβλεπα σε κάθε γωνιά, που μπέρδευα τ’ όνομά σου με τυχαία και τους φώναζα σαν εσένα. Αλλά η αλήθεια δεν ήταν ποτέ με το μέρος μου σ’ αυτή την ιστορία. Πάντα μου θύμιζε πως δεν ήσουν εκεί.
Δε θυμάμαι πολλά πράγματα από σένα. Μόνο ελάχιστα διστακτικά μηνύματα πίσω από μια φωτεινή οθόνη –αλήθεια, εσύ τα θυμάσαι;– που διαρκώς έψαχνα τρόπο να τα συνεχίσω. Πάντα, όμως, κάπου σταματούσαν. Τα διάβασα πολλές φορές αυτά τα μηνύματα, τα έβλεπα διαφορετικά κάθε φορά, καθώς περνούσε ο καιρός. Θυμάμαι και κάτι στίχους που αγαπούσαμε κι οι δύο. Θυμάμαι πόσο ζήλευα τους ανθρώπους που τους έγραψαν όταν μιλούσες γι’ αυτούς του στίχους.
Δε θυμάμαι πολλά πράγμα από σένα. Μόνο την προσοχή με την οποία διάβαζα καθετί που έγραφες. Ήταν σαν κλέψιμο να βλέπω λίγο πιο βαθιά από αυτό που είδε κάποιος που σε συνάντησε στο δρόμο κι ίσως σε κοίταξε. Θυμάμαι, ακόμα, έστω και λίγο, τη φωνή σου, κι εκείνη την αγωνία σου μην την ξέχασουν όλοι, πίσω απ’ τη λάμψη της κάθε οθόνης και τις προσεγμένες φωτογραφίες που τη συνθέτουν. Μα, κι εγώ ελάχιστα άκουσα αυτή τη φωνή, όμως τη θυμάμαι ακόμη.
Το χαμόγελό σου –για το οποίο φταίω λίγο– δεν το είδα ποτέ. Το έμαθα όμως, το είπες εσύ. Προσπάθησα πολύ να το φανταστώ αυτό το χαμόγελο την ώρα που ταξίδευα για να σε συναντήσω. Θυμάμαι, ακόμα, πώς ένιωθα όταν περπατούσα στους ίδιους δρόμους μ’ εσένα, όταν ήξερα πως κι εσύ πέρασες από αυτό το δρομάκι, ίσως να στάθηκες και λίγο να χαζέψεις τους ανθρώπους και τα πράγματα. Μια στάση λεωφορείου όπου περιμένες για λίγο, με την κούραση της ημέρας να σε βαραίνει. Ένα αγαπημένο αξιοθέατο της πόλης που σταμάτησες για να φωτογραφίσεις ή εκείνο το παγκάκι στο λιμάνι που μοιράστηκες σε μια βόλτα με φίλους, ή με τον πρωινό καφέ κι ένα βιβλίο στο χέρι.
Δε θυμάμαι πολλά πράγματα από σένα. Ένα, όμως, είναι αρκετά ξεκάθαρο. Εκείνη η βαθιά κι έντονη περιέργεια πώς θα ήταν να περπατάω δίπλα σου, να μου μιλάς και να σου μιλάω. Να σ’ ακούω να γελάς, να συζητάμε για Νίτσε και gntm- τόσο αντιφατικοί. Να κοιτάω τα μάτια σου όμως, όχι μια οθόνη. Όλα εκείνα που θα μπορούσα, ίσως, να σου δώσω, αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές.
Κάνε μου μια χάρη. Κάθε φορά που θα περνάς από ένα αγαπημένο σου σημείο στην πόλη, που θ’ ανοίγεις ένα βιβλίο που σε γοητεύει, που θ’ ακούς ένα τραγούδι που σε συγκινεί, σκέψου πως κάποιος τα μοιράστηκε μαζί σου όλα αυτά, μιας που δεν μπορούσε να μοιραστεί μαζί σου τίποτε άλλο.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!