Καθώς πλησίαζε, την καταλάβαινες.
Κι όχι, όχι επειδή ήθελε να ακουστεί
είχε άλλους τρόπους· ποτέ δεν την ένοιαζε η προσοχή.
Η φασαρία ήταν για να σιγουρευτεί πως οι άνθρωποι γύρω της νιώθουν κι ακούνε κάποιον.
Ξέρω, έλεγε, πώς είναι να είσαι μόνη σου
μέχρι να μάθεις να το αγαπάς χρειάζεσαι ένα χέρι βοηθείας.
Ευαίσθητοι δηλώνουμε
κι έτσι τρεφόμαστε με συναισθήματα
κι εγώ δεν έχω ματαδεί πιο δυνατό συναίσθημα απ’ την αγάπη.
Ήταν περίεργη σου λέω και περιέργως άφωνο σε άφηνε.
Σ’ έκανε να κρατάς την κοιλιά σου στη χώνεψη ενός μεγάλου γέλιου.
Θύμιζε καλοκαίρι κι ερχόταν απότομα ο χειμώνας όταν νευρίαζε.
Θα βάλουμε ένα στοίχημα, έλεγε.
Μέσα, της απαντούσa.
Αλήθεια, δε μ’ ένοιαξε ποτέ να νικήσω.
Άλλωστε γνώριζα πολύ καλά ότι θα χάσω.
Στείλε το ποίημα και τα quote σου και μπες κι εσύ στην ολοκαίνουρια ομάδα των #pillowpoets.
Διάβασε περισσότερα εδώ