Το πιο επικίνδυνο «αντικείμενο» είναι οι λέξεις που χρησιμοποιούνται αυταρχικά. Εκτοξεύονται στους ανθρώπους σαν βέλη. Τα πιθανά θύματα, όπως και σε κάθε έγκλημα είναι τα ίδια: οι κοντινοί μας άνθρωποι- γιατί πώς θα τολμούσαμε να βλάψουμε έναν ξένο τόσο απρόβλεπτα; Ποιος θα μπορούσε εξάλλου να φανταστεί πως οι αγαπημένοι μας θα μας έκαναν κακό, αφού αυτοί είναι που μας αγαπάνε τόσο πολύ.
Κι όμως, θα έπρεπε να έχουμε μάθει να προφυλασσόμαστε, γιατί η αγάπη δεν πρέπει να πονάει, ούτε να κερδίζεται με την υποταγή. Ο καλύτερος τρόπος ν’ αποδειχθεί το αντίθετο είναι οι καβγάδες. Εκεί φαίνεται πραγματικά ποιος νοιάζεται αληθινά και ποιος θέλει να χειραγωγήσει ώστε να νομίζουν πως τους αγαπά.
Δύο αντίπαλοι, όπου επί της ουσίας δεν είναι εχθροί, αλλά εάν κάποιος παρατηρήσει τα μάτια τους, θα δει πιθανόν τη φλόγα να σιγοκαίει˙ και δε θα είναι εκείνη του πάθους. Οι καβγάδες όμως, έχουν το δικό τους ταμπεραμέντο και τις προσωπικές τους κλιμακωτές εντάσεις. Νοητικά είναι μια αρένα, η οποία έχει δημιουργηθεί από τη στιγμή που οι απόψεις των δύο συγκρούστηκαν. Είναι λόγω της ημέρας, λόγω της πίεσης από την καθημερινότητα, εξαιτίας μιας έκρηξης που έπρεπε να εκφραστεί, ενός παραπόνου που δεν μπορούσε να μείνει άλλο σαν κόμπος στον λαιμό; Ό,τι κι εάν είναι ξέσπασε και τώρα επικρατεί το χάος: στις κινήσεις, στις σκέψεις, ειδικά στα λόγια. Μπορεί να ειπωθούν πράγματα που δε θα τα εννοεί κανείς και μετά ο καβγάς να μετατραπεί σε μια απολογητική εξομολόγηση. Υπάρχει όμως και η πιθανότητα της κακοποίησης.
Μιας κακοποίησης που δεν έχει εμφανείς μώλωπες ή αίματα να τρέχουν, αλλά δεν είναι καθόλου αθώα. Είναι μελετημένη και προσεγμένη, μεθοδική και καταιγιστική. Ποτέ δε θα σου εκθέσει το πρόβλημα απευθείας αλλά θα προτιμήσει να σου πετάξει κάποια στοιχεία που θα σου φανούν ίσως άσχετα. Θα προσπαθήσει να ελαφρύνει το τεταμένο κλίμα με αστεία που φαινομενικά είναι ακίνδυνα. Μια παρατήρηση στον τόνο και στο περιεχόμενό τους αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο. «Πραγματικά το πιστεύεις αυτό» θα πει γελώντας κι εκείνη την στιγμή η αμφιβολία θα τρυπήσει τον άλλον. Είναι η υπονόμευση όλων όσων πιστεύει, όλων των στοιχείων που φέρνει ενώπιον του καβγά. Γιατί ποτέ δεν τον συμφέρει να παραδεχτεί τα λάθη του.
Τη στιγμή όμως που όλα αυτά περνούν από πάνω από τον άλλον και ξυστά, η κακοποίηση δε θα σταματήσει εκεί. Εάν ο χειριστικός αντίπαλος -γιατί πλέον δε βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο- επισημάνει την αδυναμία του άλλου ν’ ανταποκριθεί, θα αρχίσει την κριτική. Κριτική στα πάντα πιθανότατα, σε πράγματα που δεν αφορούν τον καβγά αλλά κάπως πρέπει να βγουν από μέσα του. Δε θα είναι μια εποικοδομητική άποψη με λογικά επιχειρήματα. Θα έχει υψωμένες φωνές, άσχημες βρισιές, επιτακτικές διαταγές κι όλα αυτά σε συνδυασμό μ’ έναν αχρείαστο θυμό.
Ο σκοπός τελικά αλλάζει: από το ζητούμενο της επικοινωνίας και της λύσης του προβλήματος μεταφερόμαστε σε μια αναγκαιότητα υποταγής. Να βρεθεί ο ένας υπό του άλλου, να νιώσει πως είναι λάθος και πως θα έπρεπε να υποχωρήσει, να συμφωνήσει κι ουσιαστικά να χάσει. Να σηκώσει λευκή σημαία και να ρίξει με μια απαλή κίνηση τον βασιλιά του σκακιού. Ο ηττημένος κακοποιημένος πρέπει να νιώσει τη δύναμη του άλλου και μ’ αυτούς τους τρόπους σημαδεύεται μέσα του.
Οι πιθανότητες ν’ αναπαράγει τον ίδιο μηχανισμό αντιμετώπισης είναι πολλές. Να μετατραπεί κι ο ίδιος σε εξουσιαστή -όπου αυτό του επιτρέπεται- όπου νιώθει τη σιγουριά πως θα πετύχει. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται και το κλειδί του χειρισμού. Οφείλουμε να είμαστε προστατευμένοι από τέτοιου είδους συμπεριφορές, όχι γιατί τις προκαλούμε, αλλά γιατί τις αφήνουμε να εκδηλωθούν σε εμάς.
Ένας καβγάς μπορεί να έχει ένταση και πικρία αλλά ποτέ υποβάθμιση του άλλου ή επίθεση στο πρόσωπό του. Αυτό είναι λεκτική κακοποίηση και είναι σημαντικό ν’ απομακρυνόμαστε από αυτή. Όχι επειδή θα φανούμε δειλοί εάν δε μείνουμε. Ούτε γιατί δε θα προσπαθήσουμε να τον αλλάξουμε. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν από εμάς αλλά από τους ίδιους, αλλάζουν από τη στιγμή που οι αγαπημένοι τους φεύγουν μακριά τους. Αλλά ακόμα κι εάν δεν καταλάβουν ούτε σ’ αυτή την περίπτωση, δε θα πάψουν να μας κακοποιούν επειδή εμείς καθίσαμε και τους εξηγήσαμε πως αυτό που κάνουν μας πληγώνει.
Εκείνοι ίσως να νιώθουν και πιο πληγωμένοι από εμάς και γι’ αυτόν τον λόγο ο καβγάς δεν έχει σκοπό να «σου δείξω ότι πικράθηκα και μετά να κάτσουμε κάτω να συζητήσουμε» αλλά στοχεύει στο «να σε κάνω να νιώσεις λιγότερος από εμένα για να αισθανθώ καλύτερα με τον εαυτό μου». Το μικρό, πληγωμένο παιδί του κακοποιητή κρύβεται καλά πίσω από τις απειλές και τις φωνές, δεν περιμένει μια αγκαλιά που όταν την είχε ανάγκη δεν την πήρε ποτέ, αλλά πλέον αποζητά μ’ έναν υπόγειο τρόπο, μια αρρωστημένη εκδοχή της αγάπης: εκείνη που βασίζεται στην υποταγή.
Η ώριμη λατρεία και φροντίδα δεν έχουν ανάγκη από ελέγχους και παιχνίδια κυριαρχίας, έχουν ανάγκη από τόσα άλλα πράγματα που δείχνουν την τρυφερότητα κι όμως, συνεχίζουμε να τα μπερδεύουμε, να τα συγχέουμε και το χειρότερο, να τα δεχόμαστε. Το ερώτημα εν τέλει που θα έπρεπε να ήμασταν σε θέση ν’ απαντήσουμε ειλικρινά είναι εάν αυτός ο άνθρωπος μας προκαλεί περισσότερη αγάπη από πόνο. Όλοι θα λέγαμε κατευθείαν με μια ευκολία κι ίσως παρεξηγημένοι που μπήκε καν αυτό το δίλημμα, αλλά μέσα σε μια κατάσταση όπου ο άλλος μας έχει πείσει πως μας αγαπά και μας σέβεται, το μυαλό παίζει επικίνδυνα παιχνίδια. Οπότε η απόφαση κρίνεται στη δύναμή μας να φύγουμε ή στην αδυναμία μας να μείνουμε και να μη δούμε ποτέ ποιον έχουμε απέναντί μας
Σημείωση: Να προσέχετε τα χτυπήματα που δεν αφήνουν εξωτερικά αποτυπώματα.
Θέλουμε και τη δική σου ιστορία!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου