Εγώ θέλω τη μελαγχολία της Κυριακής να τη σκοτώνουμε με μισόκλειστα πατζούρια και κουρτίνες να χαϊδεύουν το πάτωμα. Με Πρωτοψάλτη, με κάστανα, γλυκό του κουταλιού πορτοκάλι. Κι αν έξω είναι Αλκυονίδες, θέλω βόλτες στην εθνική, θέλω σύκο φρεσκοκομμένο και καθαρισμένο στο πουκάμισο, κατεβασμένα παράθυρα, σιωπή.

Εγώ θέλω την άγνοια και την ισχυρογνωμοσύνη του κόσμου να γελιόμαστε πως τα νικάμε με τις προθέσεις μας, να μεγαλοπιανόμαστε, να λέμε πως διαφέρουμε και με χαρτί και μολύβι να σχεδιάζουμε τον κόσμο. Να αντιστεκόμαστε στον πειρασμό να χλευάσουμε κι όσο κρατιόμαστε τόσο να ξεφεύγουν ειρωνικά γέλια και δήθεν αναστεναγμοί.

Εγώ θέλω να ‘ρχονται οι φίλοι μου μ’ ένα κρασί και δυο τσιγάρα στο σπίτι τρισχαράματα και ν’ αναρωτιόμαστε. Γιατί νιώθουμε όσα νιώθουμε, τι φωνάζει και δεν το ακούμε, ποια επιθυμία γρατζουνάει τον οισοφάγο και τρέμουμε να καταπιούμε. Να βγάζουν τα παπούτσια τους, να ζεσταίνουν τις πατούσες στις σχισμές του καναπέ και να γίνονται τα σαλόνια εξομολογητήρια. Εγώ θέλω να κάνω ειρήνη με τους ακατάδεκτους. Τους μέσα και τους ξένους. Τους τύπους εκείνους που σου ανοίγουν το δικό τους σαλόνι και σου λένε “στο ψυγείο θα βρεις ό,τι θες” και δεν ξέρεις αν το λένε από αγένεια ή από φιλοξενία.

Εγώ θέλω να μιλάμε για όσα λογαριάζουμε για μεγαλύτερα από εμάς χωρίς να μας τρώνε τα κόμπλεξ μας. Θέλω όταν πάω να εκστομίσω κάτι για το βρακί της γειτόνισσας να μου κλείσεις το στόμα, θέλω όταν σ’ ενδιαφέρει το βρακί της γειτόνισσας να σου βαρέσω το γόνατο. Να θυμόμαστε ότι είμαστε καλύτεροι απ’ το να υποκύπτουμε σε τέτοιες εύκολες παγίδες – κι αν δεν είμαστε να γίνουμε.

Εγώ θέλω να κατεβαίνουμε με πλακάτ στους δρόμους, να μην έχουμε απλώς περήφανες ονειρώξεις στη θέα των άλλων. Να μη μας αρκεί η ανταλλαγή ιδεών, να ‘ναι το τίποτα η οργή μας, να μην αντέχουμε να τρώμε βλέποντας δελτίο ειδήσεων, να γίνεται πέτρα η κοιλιά.

Εγώ θέλω να αμφισβητούμε τις αυθεντίες και να μη διανοούμαστε καν να τις επικαλεστούμε. Ν’ αμφισβητούμε τον αέρα που αναπνέουμε, το χώμα που πατάμε. Να ψευτοτσακωνόμαστε αν είναι καλύτερος ο Αντύπας ή ο Κραουνάκης, να διαβάζουμε την ποίηση που έγραψε η Λίνα, να παίρνουμε επίτηδες το λάθος λεωφορείο για να δούμε πού θα μας βγάλει.

Εγώ θέλω να ‘χω παρέες που μεγαλώνουν τα παιδιά τους χωρίς κοριτσίστικα κι αγορίστικα παιχνίδια, χωρίς να τους χώνουν το πιρούνι στο στόμα για να φάνε με το στανιό, χωρίς να τους καθρεφτίζουν προσδοκίες για όλες τις δικές τους ανεπάρκειες. Ανθρώπους που θα μπορούν να κάτσουν σε μια τσιμεντένια αυλή χωρίς να πανικοβάλλονται με κάθε τούμπα που θα τρώει το παιδί. Που θα του μάθουν ότι κι οι τούμπες μες στο παιχνίδι είναι και συγχωρούνται.

Εγώ θέλω ανθρώπους που (ανα)γνωρίζουν ότι η ερωτικότητα βρίσκεται σε παλμική συνάφεια με την εκφραστικότητα – και που το εκμεταλλεύονται. Που μιλούν με παλάμες, στόματα και σώμα. Που δεν αντέχουν να περνάει μισή μέρα χωρίς κάτι να σκαλίζουν με τα χέρια τους, από σπανακόπιτα μέχρι προτομή. Που κάνουν βρύση της αυτοεκτίμησής τους τις δημιουργίες τους πριν τις αφήσουν να πετάξουν ελεύθερες για να βρουν τη θέση ή την αέναη αναζήτησή τους στο σύμπαν.

Εγώ θέλω να ξυπνώ σε πόλεις που ανταλλάσουμε καλημέρες όταν τα παράθυρα ανοίγουν, που μυρίζει το φαί του διπλανού, που το βράδυ μπερδεύονται οι φωνές κι ακούγεται αυτή η εκστατική βαβούρα που άλλοι θα πουν διατάραξη κοινής ησυχίας κι άλλοι μουσική. Που οι άνθρωποι καθώς περπατούν με άκρα τεντωμένα τους βλέπεις από μακριά και νομίζεις πως χορεύουν. Μέρος του χορού εμείς. Χωρίς σκηνοθεσία και με ολική διανομή.

Εγώ θέλω να ‘χουμε όλοι το σκοπό μας. Κι ας μη μου αρέσει ο δικός σας κι ας μη σας αρέσει ο δικός μου. Επιτακτική η ανάγκη σκοπού. Μας ομορφαίνει περισσότερο απ’ όλα τα γκλίντερ του κόσμου.

Εγώ θέλω ν’ αντιστρέφουμε τα κλισέ και τα ευαγγελικά αγιάσματα. Να κρίνουμε και να κρινόμαστε, όχι πως δεν το κάνουμε ήδη, αλλά χωρίς αυτό να μας οργίζει και να μας επιστρέφει στην καθήλωση την παιδική. Να στέκομαι με γενναιότητα μπροστά σου και να ρωτώ “ποιος (νομίζεις ότι) είμαι” – χωρίς να νιώθω τον εξαναγκασμό να κρατήσω όλα όσα λες ή να τα πετάξω. Να ‘χω νου διαυγή να μην μπερδεύω αυτοκριτική με παραπλάνηση. Μα εγώ θέλω και το αντίστροφο – να ‘ναι κάποιες φορές ο νους τόσο θολός σαν τη Θεσσαλονίκη τα πρωινά με ομίχλη. Ν’ ανάβω τους μεγάλους προβολείς και να πηγαίνω αργά με τη θέρμανση στο φουλ, να βρίσκει η ζωή τον λόγο της μες στους λαβύρινθους.

Εγώ θέλω να ‘χω πάντα νοικιασμένο ένα δώμα σε ταράτσα. Να περνάνε τ’ αυτοκίνητα, να χαζεύω τις ομπρέλες των περαστικών, να βλέπει το μάτι κάτι από ορίζοντα. Σε μια συνοικία αστική, να συνομιλώ με τα αναμμένα φώτα στις 3 το πρωί και να λέω στον άλλον τηλεπαθητικά “μου μοιάζεις αλλά ακόμα κι αν δε μου ‘μοιαζες σίγουρα έχεις κάτι να μου δείξεις.”

 

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά