Σύχναζες για χρόνια στα όνειρά μου
μόνο εκεί μπορούσα να σε ζήσω.
Ξυπνούσες χάραμα για τη δουλειά σου
-το δέρμα σου πιο φωτεινό απ’τον ήλιο-
ξέμπλεκες τα καστανόξανθα μαλλιά σου
καθισμένη στο μπορντό σκαμνί σου
κι εγώ σε χάζευα απ’ τον θολό καθρέφτη.
Έκλεβες πάντα ένα απ’ τα μαντίλια μου
‘κείνο τα πολύχρωμο με την αμυγδαλιά.
Σου θύμιζε έλεγες την αγνότητά μας
και το ‘δενες στον λαιμό σου, καλή μου.
Πόση ομορφιά έπεσε στα μάτια σου
πόση λάμψη χώρεσε στην αύρα σου, πες.
Σχεδόν βλέπω τα ολόλευκα φτερά σου.
Ξυπνώ, παντζούρια κλειστά και σκοτεινά
οι τοίχοι στάζουν βροχή και χαλάζι
κάθε υετός μυρίζει τ’ άρωμά σου.
Δε φόρεσες σήμερα το μαντίλι μου, γιατί;
Το σκαμνί σου είναι σκονισμένο, γιατί;
Ο καθρέφτης έχει μόνο το πορτρέτο μου,
θαρρώ πως ζήλεψε την ομορφιά σου
και σ’ έκλεψε μακριά μου, καλή μου.
Οι φτέρνες μου σκουπίζουν τη σκόνη
τα πέλματά μου στέκονται στο σκαμνί
μεταμεσονύχτια θηλιά τούτη η κορδέλα,
με πνίγει τώρα από δειλία κι ευτυχία.
Σε λίγα δευτερόλεπτα θα είμαι κοντά σου
ή ίσως πιο μακριά από ποτέ. Συγγνώμη.
Στείλε το ποίημα και τα quote σου και μπες κι εσύ στην ολοκαίνουρια ομάδα των #pillowpoets.
Διάβασε περισσότερα εδώ