«Το λίγο πιο πολύ κάνει περισσότερο κακό από το λίγο πιο λίγο» (Ζαν Πωλ Ρίχτερ, Γερμανός συγγραφέας). Και την ώρα που το διαβάζουμε αυτό θα κουνήσουμε το κεφάλι μας καταφατικά και λίγα λεπτά αργότερα θα σκρολάρουμε στο κινητό μας σελίδες με διάφορα αγαθά του ενδιαφέροντός μας και θα ψωνίσουμε κάποια απ’ αυτά. Εκ διαμέτρου αντίθετη η σκέψη μας με την πράξη μας, αλλά σάμπως σχεδόν πάντα αυτό δε συμβαίνει;

Η ψυχολογία που έχουμε πίσω από τα αποκτήματά μας κι οι λόγοι που επενδύουμε σ’ αυτά που μας ανήκουν έχουν κάποιες βασικές παραμέτρους. Τα όσα έχουμε αποκτήσει έχουν ψυχολογικά σημαινόμενα κι ίσως τα πιο ισχυρά απ’ αυτά είναι η αίσθηση της δύναμης και της ελευθερίας και ταυτόχρονα της ασφάλειας που μας παρέχουν. Περισσότερα αγαθά ισούται με περισσότερη ασφάλεια. Λανθασμένα ίσως να υπάρχει σαν σκέψη αυτό, αλλά καλώς ή κακώς υπάρχει μια γραμμική σχέση μεταξύ αυτών των δύο. Η κατοχή αγαθών στηρίζει το αίσθημα της ασφάλειας, της αυτό-επιβεβαίωσης και μακροπρόθεσμα καλλιεργεί την απόκτηση αξίας, ελέγχου και κυριαρχίας. Και το πιο κομβικό σημείο σε ψυχικό επίπεδο είναι η στιγμή που τα αποκτήματά μας λειτουργούν σαν υποκατάστατο στοργής και συναισθήματος. Εκεί που παίρνουν τον ρόλο της αγάπης, της αφοσίωσης και της αυτοπεποίθησης.

Ο ψυχολόγος Γουίλιαμ Τζέιμς αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ανάμεσα σ’ αυτό που ο άνθρωπος αποκαλεί εγώ κι εκείνο που αποκαλεί δικό του, η γραμμή είναι πολύ δύσκολο να τραβηχτεί.» Και πώς μεταφράζεται αυτό; Πως τα αγαθά μας ουσιαστικά καταδεικνύουν μια προέκταση του εαυτού μας. Στην πραγματικότητα, κάνουμε λόγο για το φαινόμενο της κτητικότητας (endowment effect) καθώς επικρατεί η τάση να δίνουμε στα αποκτήματά μας μεγαλύτερη αξία από την κανονική ή ακόμη κι από αυτή που οι άλλοι νομίζουν πως αξίζουν. Κι ως προέκταση αυτού, δημιουργούνται οι προσδοκίες μετασχηματισμού και θεωρούμε πως τα νέα μας αποκτήματα θα μεταμορφώσουν τη ζωή μας, κάνοντάς την αισθητά καλύτερη και φυσικά θα βελτιωθεί κι ο τρόπος με τον οποίο μας βλέπουν και μας αντιμετωπίζουν οι άλλοι.

Οι προσωπικές μας ανάγκες μπορεί στην πραγματικότητα να είναι αρκετά διαφορετικές από αυτές που ορίζει η κοινωνία ως ανάγκες. Είναι όμως τέτοια η δομή της, που συνήθως είναι αναπόφευκτο να μη σκεφτούμε πως ίσως να είναι άδικο να εργαζόμαστε τόσο σκληρά και να έχουμε λιγότερα αποκτήματα από τους άλλους γύρω μας. Εκεί ακριβώς αρχίζει να έχει τριγμούς η αίσθηση της αυτοαξίας μας.

Όλο αυτό όμως, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις πραγματικές μας ανάγκες καθώς διάφορες μελέτες έχουν καταδείξει πως τα άτομα που επιζητούν την ευχαρίστηση σχεδόν μόνιμα σε αποκτήματα, αδυνατούν να νιώσουν τη συναισθηματική ολοκλήρωση σε άλλες πλευρές της ζωής τους, όπως οι σχέσεις. Το δυστύχημα σ’ όλο αυτό είναι πως η χαρά που λαμβάνουμε όταν αποκτούμε κάτι καινούργιο είναι επιφανειακή και πρόσκαιρη. Αυτό έχει ως επακόλουθο να ψωνίζουμε εκ νέου πράγματα κι ουσιαστικά να δημιουργούμε έναν φαύλο κύκλο του ανικανοποίητου.

Σε όλα τα παραπάνω προστίθεται η συνήθεια για ψυχαναγκαστικά ψώνια (emotional shopping) το οποίο σημαίνει πως πολλές φορές αγοράζουμε κάτι χωρίς πραγματικά να το χρειαζόμαστε ή να το θέλουμε. Λειτουργεί απλώς και μόνο ανακουφιστικά όταν βιώνουμε έντονο στρες, ανασφάλεια ή στενοχώρια. Το πρόβλημα είναι πως η απόλαυση των αγορών είναι περιστασιακή, τα άτομα συνεχίζουν να ψωνίζουν και ν’ αποκτούν αγαθά και το κυριότερο, δίχως ν’ αναγνωρίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις που δημιουργούνται.

Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση που τα υλικά αγαθά μας δεν τα ερμηνεύουμε ως κύρος και κοινωνική καταξίωση στο μυαλό μας; Όταν η υπόστασή τους είναι προέκταση του εαυτού μας με την νοσταλγική και τρυφερή έννοια όμως; Κάπως σαν να λέμε πως αποτελούν την ταυτότητά μας. Αυτήν την ταυτότητα που συνδέεται άρρηκτα με το παρελθόν μας, τις αναμνήσεις μας, τις εμπειρίες μας, τη ζωή μας όλη. Το να χρειαστεί κάποιος να αποχωριστεί τα πράγματα που έχει συνδέσει συναισθηματικά με όλη του τη ζωή, είναι τόσο δύσκολο κι οδυνηρό που στην ψυχοπαθολογία του μεταφράζεται σαν να χάνει τον ίδιο του τον εαυτό. Άτομα που έχουν βρεθεί σε τέτοια θέση, έχουν δηλώσει πως ένιωσαν σαν να ορφάνεψαν ξαφνικά.

Μια ακόμα παράμετρος είναι η συνεχής συσσώρευση πραγμάτων χωρίς να είναι απαραιτήτως χρήσιμα για τις καθημερινές μας ανάγκες και χωρίς να έχουμε συνδέσει γεγονότα της ζωής μας μ’ αυτά. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει πως αυτό αφορά συνήθως άτομα που αδυνατούν να λάβουν αποφάσεις ή έχουν έντονο φόβο πως θα είναι λανθασμένες κι έτσι, κρατούν το κάθε αντικείμενο μεταθέτοντας για αργότερα την απόφαση αν θα το αποχωριστούν ή όχι. Αυτό αυτόματα οδηγεί σε μια χαοτική κατάσταση.

Ο Γουίλιαμ Μόρις, διάσημος σχεδιαστής υφασμάτων, είχε πει: «Μην έχετε στα σπίτια σας τίποτε που να μην ξέρετε ότι είναι χρήσιμο ή που να μην πιστεύετε ότι είναι ωραίο.» Κι έρχονται στον αντίποδα σκέψεις από άτομα που έχασαν τα πράγματά τους: Αν είμαστε ό,τι έχουμε, ποιοι είμαστε όταν δεν έχουμε τίποτα; Απάντηση ξεκάθαρη δεν μπορεί να υπάρξει. Υπερβολική συσσώρευση αγαθών υπήρξε από το 1300 στην Κόλαση του Δάντη κι ενισχύθηκε με τα κοινωνικά κι οικονομικά πρότυπα στη σύγχρονη έως και τη σημερινή εποχή. Μήπως όμως έχει φτάσει εκείνο το σημείο που τελικά θα συμφωνήσουμε πως ” Less is more”;

 

Θέλουμε και τη δική σου ιστορία!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ειρήνη Αγρίτη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου