«…Εις τ’ άθλια ξένα σπίτια πώς θα πάει! —
με τι καρδιά θα περπατεί στον δρόμο
κι όταν στην πόρτα εμπρός βρεθεί πού θά ’βρει
την δύναμι ν’ αγγίξει το κουδούνι…»
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης-Όποιος απέτυχε
Η αποτυχία. Αυτή κρύβεται πίσω από τις λέξεις του Καβάφη. Μια λέξη που αν ήταν να ταυτιστεί με κάποιο χρώμα αυτό θα ήταν το μαύρο. Που αν ήταν να τη φανταστούμε να βρίσκεται κάπου θα ήταν καταχωνιασμένη σε κάποιο κλειστό υγρό υπόγειο, σ’ ένα μπουντρούμι, μόνη, ξεχασμένη, φοβισμένη. Μια λέξη ταυτισμένη με τον πανικό, την εσωτερική αναστάτωση, την απόγνωση, την απογοήτευση, την αγωνία, έναν απροσδιόριστο φόβο και την αίσθηση πως όλα έχουν τελειώσει.
Μια λέξη που κατευθύνει τις πράξεις μας, τις σκέψεις μας, την αυτοπεποίθησή μας, το πόσο πιστεύουμε σ’ εμάς, το πόσο θεωρούμε ότι πιστεύουν οι άλλοι σ’ εμάς, το ποιοι είμαστε σαν άνθρωποι και τι αξίζουμε. Μια λέξη που ευχόμαστε να μη χρειαστεί ποτέ να ξεστομίσουμε, ή να παραδεχτούμε καν ενδόμυχα οι ίδιοι για τον εαυτό μας. Γιατί αν τύχει και το κάνουμε, θεωρούμε πως αυτόματα θα μας τοποθετούσε πολύ χαμηλά στ’ αυτή τη νοητά φτιαχτή και υποκειμενική λίστα των ανθρώπων που αξίζουν την αναγνώριση, το σεβασμό και την εκτίμηση των άλλων. Εκείνων των άλλων που έχουν πετύχει πράγματα στη ζωή τους, ενώ εμείς όχι.
Υπάρχει άνθρωπος που δεν αφήνει αυτό το φόβο να σταθεί εμπόδιο στο να ξεκινήσει ή να δοκιμάσει ένα νέο εγχείρημα που έχει κατά νου; Που δε φοβάται μήπως δεν πραγματοποιηθεί αυτό που φανταζόταν; Υπάρχει άνθρωπος που δε συνθλίβεται σ’ ένα τέτοιο αποτέλεσμα;
Οι άνθρωποι όχι μόνο τρέμουμε αυτό το αποτέλεσμα όπως ο διάβολος το λιβάνι, αλλά ο φόβος της αποτυχίας ή και η διαχείρισή της, είναι από τις πιο αυστηρές αυτοκριτικές που μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας. Τη θεωρούμε ασυγχώρητη. Γι’ αυτό και είναι ταυτόχρονα από τα μεγαλύτερα αυτομαστιγώματα που κάνει κάποιος όταν αντιλαμβάνεται ότι έχει αποτύχει σε κάτι. Ως φιλόδοξα, υπερήφανα κι εγωιστικά όντα που είμαστε, δεν τη δεχόμαστε εύκολα. Γιατί όμως;
Διότι θεωρούμε πως όταν αποτύχουμε σε κάτι, μας καθορίζει, και παύουμε να έχουμε και υπόσταση ως προσωπικότητες. Διότι δημιουργούμε προηγούμενο, -αν θεωρούμαστε ήδη επιτυχημένοι βάσει κάποιων κριτηρίων- ένα προηγούμενο το οποίο θεωρούμε δεδομένο πως θα συνεχίσει να υπάρχει. Ή δημιουργούμε προσδοκίες για κάτι το οποίο επιθυμούμε να κατορθώσουμε. Πρώτα στον εαυτό μας κι έπειτα και στους άλλους γύρω μας. Σε τέτοιο βαθμό, που ταυτιζόμαστε μ’ αυτήν την όποια μας επιτυχία ως ένα απροσδιόριστο χρονικά τελικό αποτέλεσμα. Που την αφήνουμε να γίνει το νέο μας προσωπείο, και γίνεται σε τέτοιο βαθμό ένα με το δικό μας πρόσωπο, που αδυνατούμε να κάνουμε χώρια του. Που χωρίς αυτό δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε, δεν ξέρουμε τι αξίζουμε, δεν ξέρουμε καν αν μπορούμε να υπάρξουμε και πώς θα υπάρξουμε.
Όπως δεν ξέρει ούτε το άτομο στο οποίο γίνεται η αναφορά στο ποίημα του Καβάφη. Δε γνωρίζει πώς θα ξεκινήσει τη νέα του ζωή ή καθημερινότητα μετά την αποτυχία που είχε. Πώς θα αντιμετωπίσει την καινούργια κατάσταση που το περιμένει, πώς θα διαχειριστεί το άγνωστο, τα νέα δεδομένα; Πώς θα βιώσει την οδύνη, πώς θα ζήσει με τι σκέψεις για το πώς θα τον αντιμετωπίζει πλέον ο περίγυρός του; Με ποιο κουράγιο θα αντικρίσει τις ματιές του κόσμου, τους ψιθύρους, τα πικρά λόγια που γνωρίζει ότι θα λεχθούν γι’ αυτόν; Με ποια καρδιά θα «ξεπέσει» και θα ζητήσει βοήθεια αν τη χρειαστεί; Πώς θα μπορέσει να σκύψει το υπερήφανο κεφάλι; Και τι βοήθεια θα μπορέσει να πάρει τώρα που πλέον είναι αποτυχημένος; Κι όλα αυτά ενώ πρέπει να κάνει πως δεν καταλαβαίνει, πως δε νιώθει. Μα αυτός όμως, και νιώθει και καταλαβαίνει.
Μέσα από το ποίημά του ο Καβάφης, μιλάει κυρίως για την επαγγελματική και οικονομική επιτυχία και ευμάρεια, και μάλιστα αυτών που τη γνώρισαν και αιφνίδια την έχασαν· και δίνει ένα πάρα πολύ ηχηρό μήνυμα. Αυτό που θέλει την κοινωνία να αξιολογεί τους ανθρώπους βάσει της οικονομικής τους κατάστασης κι όχι του χαρακτήρα, των γνωρισμάτων και προσωπικότητάς του. Του κόσμου που θεωρεί μέγιστη επιτυχία τη δόξα και το χρήμα και πιστεύει πως όταν αυτά χαθούν, ο περίγυρός δεν τον βλέπει πλέον με το ίδιο μάτι, και ενίοτε δε θα τον αποδέχεται καν. Προέκταση και της όλης συμπεριφοράς και αντιμετώπισης των «φτωχών και αποτυχημένων» της κοινωνίας. Αυτών που αντιμετωπίζονται ως κατώτεροι, ως δεύτερη κλάση, ως ασθενέστεροι, αδύναμοι και αόρατοι. Απλά και μόνο γιατί η επιτυχία κι αναγνώριση έχουν ως μονάδα μέτρησης το χρήμα.
Μπορεί η έμφαση να κινείται γύρω από αυτό -όντας και ο ίδιος ο Καβάφης επηρεασμένος από τις δικές του προσωπικές εμπειρίες-, αλλά η έμφαση δε μένει γύρω από το ποίημα. Γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα στη σαθρή κοινωνία στην οποία ζούμε. Αν κάποιος καταφέρει κάτι, για όσο κι αν διαρκέσει αυτό, σπάνια θα ακούσει ανθρώπους να ασχοληθούν μαζί του, να τον θαυμάσουν, να αναγνωρίσουν την προσπάθειά του και να του δώσουν τα όποια εύσημα.
Όταν όμως αυτό για τους όποιους λόγους, παύει να λειτουργεί, είναι πιο εύκολο -σαν άλλα κοράκια- να πέσουμε επάνω του και να αρχίσουμε να τον κακολογούμε. Να χαρούμε με τη δική του αποτυχία. Γιατί μας συμφέρει. Δεν τα κατάφερε λέμε. Δεν είναι εφικτό για κανέναν μας. Άδικα πήγαν όλα, άδικα προσπαθούσε. Για τι μαχόταν; Όχι πως ένα διάστημα τα είχε όντως καταφέρει. Όχι πως για ένα διάστημα το προσπαθούσε εμπράκτως και με πείσμα, και ίσως μέσα σ’ αυτό το διάστημα να είχε καταφέρει άλλα πολλά, όχι τόσο διακριτά στα μάτια τρίτων, όχι τόσο κραυγαλέα και γυαλιστερά, αλλά είχε καταφέρει.
Για ένα λεπτό όμως. Είτε μιλάμε για ανθρώπους που γνώρισαν την όποια επιτυχία και μετά αυτή έπαψε να υφίσταται, είτε για αυτούς που πάλεψαν για να πετύχουν κάτι, γιατί τείνουμε να αγνοούμε όλη τη μέχρι στιγμής πορεία και προσπάθειά τους; Γιατί κρίνουμε πάντα από ένα αποτέλεσμα; Γιατί αυτή η χρονική περίοδος όσο διαρκούσε η επιτυχία ή όσο γινόταν η προσπάθεια, διαγράφονται; Λες και δεν υπήρξαν ποτέ. Λες και το ίδιο το άτομο πίσω από αυτή δεν υπήρξε ποτέ.
Όταν καθετί που κάνουμε κρίνεται μόνο εκ του τελικού αποτελέσματος, λογικό είναι να μας καταβάλλει όλος αυτός ο φόβος της αποτυχίας. Γιατί βλέπουμε, ακούμε, ξέρουμε ποια είναι η αντιμετώπιση, ποιες είναι η σκέψεις. Πράγματα τα οποία εσωτερικεύουμε κι εμείς οι ίδιοι σε τέτοιο βαθμό, κάνοντάς τα δικά μας και μετά πορευόμαστε μ’ αυτά. Διότι πάντα πρέπει να έχουμε ένα «τελικό χειροπιαστό προϊόν» βάσει του οποίου θα κρίνουμε τον άλλο. Και στην τελική, πού σταματάει αυτό το τέλος βάσει του οποίου θα κριθούμε; Γιατί τέλος να θεωρείται μόνο το ίδιο το τέλμα μιας κατάστασης; Γιατί αυτό το τέλος να είναι και το μοναδικό κριτήριο μιας αποτυχίας;
Ένας άνθρωπος που είτε γνώρισε την επιτυχία σε κάτι και μετά επήλθε λήξη, ή ένας άνθρωπος που αγωνίζεται να πετύχει κάτι, μόνο περηφάνια θα έπρεπε να νιώθει. Γι’ αυτά που κατόρθωσε μέχρι εκείνη τη στιγμή, που απλά έπαψαν να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούσαν μέχρι πρότινος.
Αν επιμένουμε να κρίνουμε μονάχα βάσει ενός τελικού αποτελέσματος σε μια πολύ συγκεκριμένη χρονική στιγμή, τότε είμαστε όλοι αποτυχημένοι. Διότι κοιτάμε μονάχα ένα «snapshot» μιας κατάστασης. Κοιτάμε μόνο την εικόνα που πάγωσε την ώρα του «κλικ» της φωτογραφικής μηχανής. Και σίγουρα πριν από αυτό το «snapshot» υπήρχε ιστορία. Μετά από αυτό το «κλικ» θα υπάρχει και συνέχεια. Μ’ αυτό το σκεπτικό, σε πάρα πολλούς τομείς της ζωής μας πάντα θα επέρχεται ένα τέλμα. Ένα αδιέξοδο. Κι αυτό δεν είναι αποτυχία. Αν το βλέπουμε ως μια τέτοια θα είμαστε διαρκώς δυστυχισμένοι και απογοητευμένοι από την όποια πορεία μας. Είναι απλά ο κύκλος μιας κατάστασης που κλείνει. Και κλείνει ώστε να μπορεί κάποιος άλλος να ανοίξει και να γραφτεί η δική του ιστορία.
Θέλουμε και τη δική σου ιστορία!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου