«Την ιστορία τη φτιάχνουν οι ίδιοι οι άνθρωποι αλλά δεν τη φτιάχνουν έτσι όπως θα ήθελαν. Δεν τη φτιάχνουν κάτω από περιστάσεις που διαλέγουν οι ίδιοι, αλλά κάτω από τις περιστάσεις στις οποίες βρίσκονται» (Καρλ Μαρξ). Κατά πάσα πιθανότητα είχε την ίδια άποψη και η Μαρία Σαλώμη Σκουοντόφσκα και μελλοντικά πασίγνωστη Μαρί Κιουρί. Η πρώτη γυναίκα κάτοχος βραβείου Νόμπελ, ο πρώτος άνθρωπος που κέρδισε δύο Νόμπελ κι έως σήμερα η μοναδική που τα έχει κερδίσει σε δύο διαφορετικές επιστήμες.
Η Μαρία προερχόμενη από οικογένεια καθηγητών και μάλιστα με πατέρα καθηγητή φυσικών και μαθηματικών, έδειξε από πολύ νωρίς την αγάπη της για τις θετικές επιστήμες. Και παρά τις δυσκολίες και τις απώλειες που βίωσε χάνοντας τη μητέρα της και την αδελφή της και τις οικονομικές δυσκολίες του πατέρα της, συνέχισε τις σπουδές της στο κρατικό γυμνάσιο. Παρακολουθούσε μαθήματα στο παράνομο «Ιπτάμενο Πανεπιστήμιο» και παράλληλα εργαζόταν σε πλούσιες οικογένειες για να μπορέσει να καλύψει τα έξοδα των σπουδών της. Ο Φεβρουάριος του 1894 έμελλε να αλλάξει τη ζωή της καθώς γνώρισε τον Πιερ Κιουρί και τον Μάιο του επόμενου χρόνου παντρεύτηκαν.
Ο ασυνήθιστος μήνας του μέλιτος, καθώς με ποδήλατα πραγματοποίησαν τον γύρο της Γαλλίας, οι διαρκείς επιστημονικές έρευνες που τους οδήγησαν ν’ ανακαλύψουν το ράδιο και να μελετήσουν τα φαινόμενα της ραδιενέργειας, η ανακάλυψη του πολωνίου και το γεγονός πως υπήρξε η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης, την καθιέρωσαν ως την πιο φημισμένη γυναίκα στον χώρο των επιστημών γνωστή πλέον ως Μαντάμ Κιουρί.
Κι ήταν η ίδια ακριβώς γυναίκα που σκανδάλισε τη γαλλική συντηρητική κοινωνία καθώς πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του συζύγου της από τροχαίο, δημιούργησε ερωτική σχέση μ’ έναν άλλον άνδρα. Πολ Λανζεβέν ήταν το όνομα αυτού του άνδρα, επίσης καθηγητής φυσικής. Το όλο σκάνδαλο προέκυψε καθώς ο Λανζεβέν ήταν αγαπημένος μαθητής και προστατευόμενος του εκλιπόντα συζύγου της Κιουρί και παντρεμένος με παιδιά. Η Κιουρί όμως δεν υπολόγισε αυτές τις παραμέτρους, νοίκιασε ένα διαμέρισμα στο Παρίσι για να μπορούν να συναντιούνται με τον Λανζεβέν κι όταν δεν είχαν τη δυνατότητα να συναντιούνται, αλληλογραφούσαν με ερωτικά γράμματα.
Ήταν από εκείνα τα γράμματα που διοχέτευσε στον τύπο η σύζυγος του Λανζεβέν όταν ανακάλυψε την απιστία του. Εκμεταλλευόμενη τη μεγάλη φήμη της Κιουρί προκάλεσε σάλο κι η είδηση έγινε πρωτοσέλιδο. Η φωτιά είχε ανάψει κι οι συντηρητικοί κύκλοι της Γαλλίας άδραξαν την ευκαιρία να εκθέσουν ακόμη περισσότερο και ν’ αμαυρώσουν το όνομα της Κιουρί. Με ανυπόστατες φήμες κι αιχμές για την πραγματική καταγωγή της προσπαθούσαν να της στερήσουν μια θέση στη Γαλλική ακαδημία κι εν τέλει το κατάφεραν.
Οι φήμες περί «Εβραίας αντροχωρίστρας», πως αμαυρώνει τη φήμη του Πιερ Κιουρί και πως η σχέση της με τον Λανζεβέν υπήρχε πριν τον θάνατο του Κιουρί δε θα μπορούσαν να μην επηρεάσουν και την οικογενειακή της εστία. Επιστρέφοντας από ένα συνέδριο από τις Βρυξέλλες βρήκε έξω από το σπίτι της οργισμένο κόσμο να την περιμένει. Πήρε τις κόρες της και κατέφυγε στο σπίτι του Εμίλ Μπορέλ. Η κατάσταση επιδεινώθηκε σχεδόν έναν μήνα αργότερα, όταν η Ακαδημία Βραβείων Νόμπελ αποφάσισε την απονομή του Νομπέλ Χημείας στην Κιουρί. Ο Σβάντε Αρένιους, μέλος της επιτροπής, με μια επιστολή του ζήτησε από την Κιουρί να μη δυναμιτίσει τα πνεύματα και να μην παρευρεθεί στην απονομή!
Η απάντηση της Κιουρί ήταν κάθε άλλο παρά συγκαταβατική. «Το βραβείο αφορά την ανακάλυψη του ραδίου και του πολωνίου. Δεν υπάρχει καμιά σύνδεση μεταξύ της επιστημονικής μου δουλειάς και της προσωπικής μου ζωής. Κι η δουλειά μου δεν μπορεί να επηρεαστεί από τα λιβελογραφήματα και τη λασπολογία που στοχεύουν την προσωπική μου ζωή.» Μια απόλυτη απάντηση από την πλευρά της, που είναι αρκετά πιθανό να τροφοδοτήθηκε κι από την επιστολή που της είχε στείλει ο Αϊνστάιν υποστηρίζοντάς την κι αναφέροντας το εξής: «Εάν ο όχλος συνεχίζει να ασχολείται μαζί σας, τότε απλώς μη διαβάζετε αυτές τις χαζομάρες, αλλά αφήστε τις για τα ερπετά για τα οποία δημιουργήθηκαν.»
Η Κιουρί φυσικά πήγε και παρέλαβε το βραβείο της και μπορεί η σχέση της με τον Λανζεβέν να έληξε άδοξα, όμως η ίδια είχε μόλις τοποθετήσει έναν θεμέλιο λίθο στο κίνημα του φεμινισμού που άρχιζε να κάνει την εμφάνισή του. Η Mary Maloney γνωστή ως Μίσυ στον κύκλο των δημοσιογράφων, θαύμαζε την Κιουρί κι ενώ αυτή αρνιόταν να δώσει συνεντεύξεις, η Μίσυ τα κατάφερε και τη συνάντησε. «Το εργαστήριό σας έχει μόλις περισσότερο από ένα γραμμάριο ράδιο και κάποιος πρέπει να φροντίσει να συνεχίσετε την ερευνά σας» είπε η Μίσυ. «Αλλά ποιος;» ήταν η απάντηση της Κιουρί. «Οι γυναίκες της Αμερικής» ήταν η ένθερμη απάντηση της Μίσυ.
Οι εφημερίδες της Νέας Υόρκης δεσμεύτηκαν πως δε θα έγραφαν ποτέ ούτε μια λέξη για το ερωτικό σκάνδαλο με τον Λανζεβέν και λόγω της μεγάλης υποστήριξης από τις γυναίκες, η Κιουρί έγινε εξαιρετικά δημοφιλής. Όλοι στην Αμερική συζητούσαν γι’ αυτήν. Ο πρόεδρος Ουόρεν Χάρντινγκ της παρέδωσε ένα γραμμάριο ράδιο. Κι ενώ αρχικά ήταν δύσπιστη, τελικά το αποδέχθηκε. Στη Γαλλία διοργανώθηκε γκαλά στην όπερα του Παρισιού· ήταν η στιγμή που η Κιουρί έλαβε την ηθική αναγνώριση που της άξιζε. Δέκα χρόνια μετά το σκάνδαλο, είχε χαράξει τον δρόμο προς τα δικαιώματα των γυναικών και τον σεβασμό που κερδίζεται. Με την τεράστια συμβολή της κι όλες τις υποσχέσεις για το μέλλον που έδωσαν οι ανακαλύψεις της.
«Τίποτα στη ζωή δεν πρέπει να φοβάσαι, μόνο να το καταλάβεις. Τώρα είναι η ώρα να καταλάβουμε περισσότερα για να φοβόμαστε λιγότερο.» Τάδε έφη Μαρί Κιουρί, μια γυναίκα του παρελθόντος που έμελλε να καθορίσει το μέλλον. Πρωτοπόρος στον τομέα της, στις απόψεις, υποστήριξε τις φιλοδοξίες της κι ενθάρρυνε τις γυναίκες να αγωνίζονται για όλους τους σημαντικούς σκοπούς στη ζωή τους. Κι αρκεί να δει κάποιος τη φωτογραφία από το συνέδριο Solvay του 1927, που η Κιουρί είναι η μόνη γυναίκα φυσικός στην εικόνα, για να μπορέσει να κατανοήσει πόσα στερεότυπα κατάφερε να σπάσει και τι έμπνευση δημιούργησε ανοίγοντας το δρόμο προς την ελευθερία να υπάρχεις και να μεγαλουργείς.
Θέλουμε και τη δική σου ιστορία!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου