Μια ιστορία έρωτα που κορυφώνεται στις 14 Φλεβάρη. Ακολούθησέ τη μαζί μας βήμα-βήμα.
Γράφει η Μόνικα Καράμπεη.
Το μυαλό μου πνιγόταν μέσα από τα υπόγεια ρεύματα της ζήλιας μου, άφριζε. Τα μαραμένα μου χέρια πάγωναν από τον τρόμο. Κατά διαστήματα παρέλυε, λες κι άδειαζε από μέσα του όλες τις λέξεις και τις φράσεις που είχε ακούσει. Είχα ζήσει τη χειρότερη στιγμή μέσα σ’ έναν κύκλο σχέσης. Κι ένιωθα μια απέραντη λύπη για τον εαυτό μου, ένα οίκτο που αντικρίζεις μόνο μπροστά στην ανικανότητα και την αδυναμία.
Δεν ήταν η ταπείνωση που δέχτηκα, γιατί αυτή κάπου σε πάει, κάτι θα σου φανερώσει. Ήταν ο εκμηδενισμός. Η πλήρης εξάλειψη της υπόστασής μου και η συνειδητοποίηση της ανυπαρξίας μου σ’ έναν δεσμό που το πάθος φαινόταν πως είχε μεγαλύτερη αξία από το θαύμα της ζωής. Αν θέλεις, ήταν εκείνη η ώρα που με προπλήρωσε, μ’ αυτό που ο χρόνος κρύβει στα σκοτεινά. Το μηδενισμό και την αχρήστευσή μου.
Έτσι όπως ήμουν σκυμμένη, ξεπηδούσαν και λαμπύριζαν αισθαντικά σχήματα λόγου και λάγνες ερωτοτροπίες που τσαλακωνόντουσαν πάνω σε πέτρινα κρεβάτια. Σαν το αστραφτερό χιόνι γυάλιζαν, που όταν πέφτει προαναγγέλλει την άνθιση κι ας κάνει παγωνιά. Κι όσο γυρνούσαν και φώτιζαν τις σκιές μου, εγώ ηρεμούσα και χαμήλωνα, λέγοντας ότι να, τώρα θα φανεί. Κι αυτό δεν ήταν παρά μόνο μια μικρή λαχτάρα.
Μέσα στην πλεονεξία μου και την ανικανοποίητη όρεξή μου, είχα αφεθεί σε μια χοάνη που με ρουφούσε σε θειούχα νερά. Άπληστα φερόμουν κι όλα έχουν το τίμημά τους. Το ξέρεις εκ των προτέρων, αλλά σχεδόν ποτέ δεν είσαι έτοιμος για να το δεχτείς. Το μόνο που ζητούσα τότε, ήταν να μην έχει αλήθεια όλο αυτό που ζήσαμε. Να ήταν σαν ένα ωραίο δυνατό άρωμα, που μετά τις πρώτες σταγόνες , βγάζει την ψυχρή του καψάδα κι ύστερα σβήνει. Έτσι τουλάχιστον θα ήθελα να είναι.
Είναι μέσα στις συμφορές του έρωτα να προσπαθείς και να θέλεις να κουμπώσεις τον άλλο πάνω σου. Είχα την ψευδαίσθηση ότι πιέζοντας τους ορίζοντές σου θα μπορούσα να εισχωρήσω. Κι εκεί πάνω εσύ, άφηνες την παγερή σου αντίδραση, στήνοντας φράχτες για να διώξεις τον εισβολέα. Με μια αποκρουστική ηττοπάθεια να με κυριεύει, βίαζα με τρόπο προσβλητικό ό,τι ιερό υπάρχει στην ανθρώπινη ύλη. Είχα τόσο πολύ συσσωρευμένο έρωτα μέσα μου, καυτό και πηχτό σαν λάβα, που αρπάχτηκα από πάνω σου για να με γλιτώσεις.
Εγώ είπα ότι ερωτεύτηκα, εσύ είπες κάτι άλλο. Κάτι που χρειάζονταν διερμηνείς και χαράκτες. Έψαχνα τη χαρά της ποίησης και την ανεμελιά του παιδιού. Αλλά χάθηκα. Πώς να δω όμως με καθαρή όραση όταν όλα είναι θολά; Κι εδώ υπήρξε ο υποβιβασμός. Δεν ήσουν εσύ που αρνιόσουν τις διάφορες περσόνες που λαχταρούσαν το σμίξιμο μαζί σου. Ήμουν εγώ κι ο φόβος μου, που έσυρε τη μεγαλύτερη ταπείνωσή μου. Ναι, έχω την ευθύνη της προδοσίας που υπέστη και της αμείλικτης εγωκεντρικής σου στάσης. Έχω τον κύριο λόγο, που συμφώνησα σ’ έναν ρόλο δευτερεύων ενώ ζητούσα έργο ηρωικό. Γι’ αυτό κι ακόμη ελπίζω, ό,τι δεν ήταν αληθινό.
Τα τελευταία σου λόγια βγήκαν τόσο δυνατά κι επίμονα που το ανάστημά μου χάθηκε. Σ’ εκείνη τη μοναδική στιγμή, υπήρξα το μικρότερο πλάσμα του κόσμου. Αμείλικτα και στυγνά κατέθεσες, αποδίδοντας ένα είδος δικαιοσύνης που από καιρό το ένιωθες χαμένο. Κανείς δε θέλει να πιαστεί αιχμάλωτος στην αγάπη. Όλοι λένε πως έχει την ιδιότητα κι ελευθερώνει. Εσύ γιατί δεν το έκανες; Γιατί απλώς δε μίλησες; Γιατί προτίμησες την απαξίωση από τον σεβασμό;
Όλες μου οι κινήσεις κατέληγαν σε αδιέξοδο. Ούτε παρακλάδια υπήρχαν ούτε περιφερειακοί οδοί για έναν προορισμό. Μόνο η αλήθεια σου, για πρώτη φορά φανερωμένη. Βρισκόμουν μπροστά σ’ αυτό που δεν μπορούσα να κατανοήσω. Κι ό,τι δεν μπορείς να καταλάβεις δεν το έχεις αποκτήσει ποτέ.
Ο τόπος δε με χωρούσε, δεν υπήρχε σπιθαμή που να μπορούσα να σταθώ και να ηρεμήσω. Ήταν σαν η ψυχή μου να είχε αυξηθεί, κι έψαχνα απεγνωσμένα κάτι πιο ογκώδες που να μπορεί να τη σηκώσει. Κι μέσα από αυτήν την πάλη η κατάσταση γινόταν εξουθενωτική. Μια στείρα ανυπομονησία ξεφύτρωνε από παντού. Δεν ήθελα να διαβάσω, δεν ήθελα να κοιτώ βουνά, τραβήχτηκα από τον ουρανό και με ξέπνοη μορφή περίμενα την ανάσα που είχα χάσει. Τίποτα από τίποτα όμως. Κι μ’ αυτό έπρεπε να μάθω να ζω.
Δεν ξέρω ακόμα αυτό πώς αντέχεται ή πώς κατορθώνεται, αλλά όταν η ελπίδα σβήσει και μείνεις με τη βεβαιότητα ό,τι ο άνθρωπος που φεύγει από τη ζωή σου, δε θα έρθει ξανά, δε θα σε περιμένει ξανά, δε θα σε κοιτάξει ξανά, τότε αφήνεις αστραπιαία σκορπισμένα τα θρύμματά σου. Κλειστές λοιπόν οι πόρτες από παντού και μόνο μια έξοδος που θα πρέπει να ψάξω για να βρω.
Ένα όμως φοβάμαι πια κι αυτό είναι η μνήμη. Δεν τολμώ να σκεφτώ ότι εκεί που πάει να υποχωρήσει και να ξεχαστεί, θα φουντώσει και θα με πλημμυρίσει. Και μιας και διαθέτει αυτήν την απίστευτη παραισθησιογόνο ελαστικότητα, με κάνει να ανησυχώ. Την έχω ξαναδεί, να φτιάχνει έναν κλειστό τόπο καλά μανταλωμένο σε ό,τι άσχημο έχει συμβεί και να δίνει στην ομορφιά τον περισσότερο αέρα. Σαν να παίρνει μαγικά βοτάνια, για να βγει σ’ έκσταση κι εσύ να ξεχαστείς.
Κι εκεί μέσα στην ανθεκτικότητά της, αν σε δω όπως τότε που τα μάτια μου δροσίζονταν, θα σταθώ σε πείσμα της σοφίας του κόσμου και θ’ απλώσω τα χέρια για να σε αισθανθώ. Κι εύχομαι, τουλάχιστον αυτό θέλω, να μην είναι αληθινό.
Θέλουμε και τη δική σου ιστορία!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου