Ήταν σαν ταύρος εν υαλοπωλείο
κι εγώ ένα κρυστάλλινο διαμάντι.
Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα,
απ’ όσο ο χρόνος μ’αφήνει να θυμάμαι,
κι οι κομψές αντανακλάσεις μου
τα έκαναν να μοιάζουν κόκκινο πανί.
Σαν ταύρος με φόρα μου επιτέθηκε,
‘κείνο το βράδυ ήταν το πιο οδυνηρό,
του φώναζα πως κάτι τον τυφλώνει
μα η οργή είχε από μένα φωνή πιο δυνατή.
Η λάμψη μου τρεμόσβηνε στον τοίχο,
σμπαράλια πεταμένα στο παρκέ
τα δολοφονημένα μου κομμάτια,
μα οι μύτες μου δεν ήταν αιχμηρές.
Τα κέρατά του ποτισμένα μ’αλκοόλ
κάθε πληγή που χάραζε επάνω μου
ένα ήδη επουλωμένο τραύμα μου,
αόρατο για κάθε καχύποπτο εκεί έξω.
Η ανάσα του καπνός ασφυχτικός
τυλίχτηκε στο σβέρκο σαν αγχόνη·
ξάφνου η αστάθεια του ταύρου αφορμή
να λαβωθεί με όποια απομεινάρια μου.
Πνέω τα μένεα κι εκείνον πυρπολώ
μαζί καίω και κάθε άγγιγμά του
παίρνω μια ανάσα και τρέχω, αποχωρώ
δε θέλω στάχτες να δακρύσουνε τα μάτια.