Απόψε έχει ένα πολύ σημαντικό ραντεβού. Ξέρει πως δεν μπορεί να το αναβάλει άλλο. Πρέπει λοιπόν να ετοιμαστεί όσο καλύτερα μπορεί. Τα παιδιά κι ο άντρας της λείπουν, οπότε είναι ευκαιρία να πάει στο ραντεβού της χωρίς να το καταλάβει κανένας. Θα ήθελε πολύ να το αποφύγει, αλλά είναι μια εκκρεμότητα που πρέπει να τακτοποιηθεί. Σέρνεται μέχρι το μπάνιο, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει τα βαριά της πόδια από την ορθοστασία της ημέρας. Βγάζει τα ρούχα της και τα πετάει στο πάτωμα, έτσι όπως έκανε όταν ήταν έφηβη.

Σε λίγα δευτερόλεπτα έχει παραδοθεί στο χάδι του νερού. Κλίνει τα μάτια και ο χρόνος κυλάει αργά. Απομονώνει όλους τους ήχους, προσπαθώντας ν’ ακούσει τον δικό της. Μα κανένας ήχος. Σιωπή. Σιωπές.

Πιάνεται από μια σταγόνα νερού και ταξιδεύει πάνω στο σώμα της, συνειδητοποιώντας πόσο έχει αλλάξει. Τα μαλλιά  της παραμένουν μια αγκαλιά σγουρές καστανές μπούκλες, που πάντα την εκνεύριζαν. Θεωρεί ότι τη σαμποτάρουν δίνοντάς της μια εικόνα πολύ παιδική, κάτι που αυτή ποτέ δεν υπήρξε- ούτε που σκέφτηκε ποτέ παιδικά. Είναι από εκείνους τους ανθρώπους που γεννιούνται ενήλικες, με τη λογική και την υπευθυνότητα δεμένη σαν βαρίδι στα θέλω τους.

Τα μάτια της δύο τυπικά καστανά μάτια στο χρώμα της ζεστής σοκολάτας. Η μύτη της φαρδιά κι ένα στόμα μικρό, σαν τσακισμένη καρδούλα. Σειρά έχουν τα χέρια της, που τόσο λατρεύει. Χέρια πάντα ανοιχτά για όσους έχουν ανάγκη. Έτοιμα να δώσουν χάδια βάλσαμο στα παιδιά της και ζεστά αγγίγματα στον άνθρωπό της.

Τώρα φτάνει στην κοιλιά της που είναι στρογγυλή και μαλακή. Δεν της αρέσει πια, μα δεν μπορεί να μη νιώθει ευγνωμοσύνη γι’ αυτή την κοιτίδα ζωής που προστάτευσε τρία μικρά θαύματα. Πιο κάτω τα πόδια της, δυνατά και σταθερά σαν δέντρα ριζωμένα- χρόνια στο ίδιο σημείο.

Το ταξίδι της τελειώνει και πατάει ξανά στα πλακάκια του μπάνιου. Σκουπίζεται γρήγορα με την πετσέτα. Με μικρές ανάσες παίρνει μέσα της τη μυρωδιά του άντρα της που είναι ακόμα στην πετσέτα, μετά το απογευματινό του μπάνιο. Άθελά της νιώθει τους κήπους όλου του κόσμου ν’ ανθίζουν μέσα της.

Στεγνώνοντας τα μαλλιά της, βλέπει τη γνωστή άγνωστη να την κοιτάζει απ’ τον καθρέπτη. Την προσπερνάει και πάει να ντυθεί. Θα φορέσει κάτι απλό- αυτό της ταιριάζει. Κατευθύνεται στο καθιστικό και βάζει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Μόνο ένα ποτήρι· το ραντεβού της θα πιει απ’ το ίδιο ποτήρι.

Κάθεται αναπαυτικά. Όση ώρα περιμένει, κοιτάζει στο χείλος του και βλέπει να κάθονται δυο φλύαρα πουλιά. Ακούει βήματα και ταυτόχρονα βλέπει τα πουλιά να πετάνε μακριά, παίρνοντας μαζί τους και τη φωνή της. Τώρα πρέπει να βρει θάρρος να τον αντιμετωπίσει. Δύσκολη αναμέτρηση, μα ελπίζει πως ό,τι κι αν ειπωθεί θα μείνουνε φίλοι.

Απόψε έχει ραντεβού με τον εαυτό της. Χρόνια ξεχασμένος- τώρα τελευταία έχει γίνει ιδιαίτερα φορτικός. Είναι αδύνατον να ξεφύγει από την πίεσή του. Ξεπηδάει από παντού. Τον βλέπει πίσω από τη στοίβα με τα ασιδέρωτα, τα άπλυτα πιάτα  και τα σκονισμένα έπιπλα.

Τα βράδια που ξαπλώνει, τον ακούει να βαριανασαίνει δίπλα της σαν αποκαμωμένος εραστής. Απόψε λοιπόν, στον ένα καναπέ αυτή και στον άλλο απέναντι, οι σιωπές της. Όσο τις κοιτάει, τόσο περισσότερο τις αγαπάει. Τις έχει ντύσει όμορφα με λευκά φρεσκοσιδερωμένα ρούχα, τους έχει χτενίσει τα μαλλιά και τις έχει αρωματίσει. Σαν κοπελούδες κυριακάτικου πρωινού μοιάζουν.

Την κοιτούν στα μάτια μιλώντας της χωρίς ήχους. Επιτέλους βρίσκει το θάρρος και βάζει τον εαυτό της να καθίσει απέναντι. Τον καθίζει σ’ ένα μικρό χαμηλό σκαμνάκι, εσκεμμένα, για να νιώθει άβολα και να έχει αυτή το πάνω χέρι. Πόσο γελασμένη είναι! Χωρίς να της ζητήσει άδεια, αρχίζει να της μιλάει κοιτώντας την στα μάτια.

«Ποια νομίζεις ότι είσαι και πώς μπορείς να με αγνοείς χρόνια τώρα; Όσο μ’ αγνοείς γιγαντώνομαι, θεριεύω και θα έρθει η στιγμή που θα σε αφανίσω.»

Πρέπει να τον ηρεμήσει. Αρχίζει να του μιλάει για τη ζωή της και τα όνειρά της, που κυνηγώντας τα έχασε τον δρόμο.

«Και ποιος σου είπε ότι όλα τα όνειρα πραγματοποιούνται; Τα όνειρα είναι για να τα κυνηγάς και στο τέλος να σου μένει η χαρά πως παραλίγο να τα φτάσεις. Δεν είναι οικόπεδο να τα περιφράξεις, δεν είναι ιδιοκτησία κανενός. Μπορεί εσύ να έφτιαξες ένα όμορφο τοπίο, αλλά πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να βρεθεί και κάποιος άλλος εκεί, χαλώντας σου την εικόνα που σχεδίαζες να ζήσεις.»

Νιώθει να έχει τρυπήσει η καρδιά της και το αίμα της πηχτό και ζεστό γεμίζει το χώρο. Βλέπει τις σιωπές της να μαζεύουν τα πόδια τους απ’ το πάτωμα, μη λερώσουν τ’ άσπρα τους παπούτσια.

Προδότισσες, σκέφτεται. Μ’ αφήνετε μόνη, εμένα που σας έχω συντροφιά τόσα χρόνια. Είναι μόνη λοιπόν. Αυτή κι ο εαυτός της. Είχε έρθει η στιγμή.

Παίρνει μια βαθιά ανάσα. Τον κοιτάει στα μάτια. Είναι έτοιμη.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Άσπα Ηλιάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου