Βλέπονταν χρόνια. Δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις, μα περίμενε η καλημέρα κάθε πρωί να βγει από τα χείλη. Η παρουσία του ενός στον άλλον, χωρίς να το καταλαβαίνουν, ήταν απαραίτητη σαν το πρωινό ελληνικό καφεδάκι. Ένιωθαν μια περίεργη έλξη, λες κι ήταν ένα μυστήριο που έπρεπε να λύσουν. Πώς είναι δυνατόν να νιώθεις έλξη για κάποιον που δε γνωρίζεις, να νοιάζεσαι για κάποιον που δεν υπήρξε ποτέ κομμάτι της ζωής σου; Κι όμως.

Είναι κάποιες στιγμές που οι εραστές συναντιόνται και βρίσκονται ξαφνικά να κάνουν κύκλους πιασμένοι χέρι-χέρι. Κι είναι οι ψυχές που ενώνονται, εκείνες που τους ορίζουν. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που έχουν γύρω τους μια αύρα, που σαν τους πλησιάσεις νιώθεις να σε τυλίγει, μα γλυκά, σαν να σ’ αγκαλιάζει. Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, υπεράνω πάσης υποψίας. Άνθρωποι που περνάνε δίπλα μας κι ούτε που γυρίζουμε να τους κοιτάξουμε, φοβούμενοι μη διαβάσουν κρυφές μας φαντασιώσεις. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι όταν λένε καλημέρα, μυρίζει η ανάσα τους ήλιο και στα μάτια τους καθρεπτίζονται όλα τα χαμόγελα του κόσμου. Είναι όλοι αυτοί που ξεγέλασαν τον θάνατο και μ@χαίρωσαν τη θλίψη μ’ έναν σουγιά, που τους έβαλε κρυφά στο χέρι η χαρά.

Εκείνο το πρωί έπινε τον καφέ σ’ ένα μικρό καφενεδάκι. Είδε να μπαίνει ψάχνοντας θέση για να καθίσει. Κάθισε δίπλα, στη μοναδική κενή θέση του μαγαζιού χωρίς να περιμένει άδεια. Άρχισαν να συζητάνε σαν δυο φίλοι που είχαν καιρό να συναντηθούν. Παρατηρούσε πώς μιλούσε κι είχε μαγνητιστεί. Ψηλή φιγούρα, μελαχρινή, αδύνατη, μια σχεδόν ασκητική παρουσία. Δυο μάτια καστανά σκούρα, θαρρείς κι η στεναχώρια είχε ξεχάσει μέσα τους το πανωφόρι της. Μύτη αυστηρή κι ένα στόμα μικρό που νόμιζες ότι καμιά λέξη δε χωράει να βγει.

Είδε τις σκέψεις που είχε, να πετάνε γύρω απ’ το κεφάλι του, ξαφνιάζοντας ό,τι σκεφτόταν με την πολυχρωμία τους. Διάλεξε την πιο χρωματιστή και πιάστηκε. Σάστισε μπροστά σε όλα όσα απλώθηκαν για να τα δει. Δεν έβρισκε λόγια να μιλήσει. Οι λέξεις κρύφτηκαν στο βάθος του μυαλού κι η σιωπή σκέπασε τα κορμιά σαν στοργική μάνα. Αναπνοή φοβήθηκε να βγάλει, μη λαβώσει αυτή την υπέροχη ψυχή.

Για ώρες έκοβε βόλτες σε όσες σκέψεις απλώθηκαν τριγύρω. Είδε φόβους, χιλιάδες μικρούς χειμώνες μεταμφιεσμένους σε καλοκαίρια. Είδε ελπίδες να σκάβουν το χώμα και να φυτεύουν χαμόγελα. Είδε εφιάλτες να κοιμούνται κουλουριασμένοι κι ένα γλυκό τραγούδι να βγαίνει από τα χείλη του για να μην ξυπνήσουν.

Παντού είχε καρφωμένα μικρά κόκκινα κομμάτια από έναν έρωτα παλιό. Τα βράδια που όλοι ησύχαζαν, ξαγρυπνούσε προσπαθώντας να τα ενώσει. Μάταια όμως. Τα χέρια, όσο πάσχιζαν, γέμιζαν πληγές. Χρόνια πριν είχε προσπεράσει τη φιγούρα του ο έρωτας τρέχοντας και το μόνο που κατάφερε ήταν να κλέψει λίγο χρόνο. Βλέπεις, δεν αγαπήθηκε όσο περίμενε. Αγαπήθηκε πολύ περισσότερο κι έχασε τις ισορροπίες του.

Η φωνή διέκοψε το ταξίδι στις σκέψεις αυτές, μα είχε άλλη χροιά. Δεν έμοιαζε πια με λυγμό.

– Δεν έχω κρατήσει σχεδόν τίποτα από τον παλιό μου εαυτό. Μόνο κάτι παιδικά γέλια κι αυτό το φαρδύ σακάκι που σκέπαζα τη λογική για να μη βλέπει.

Όταν είδε να σηκώνεται για να φύγει, ψιθύρισε:

-Δεν έχω τίποτα να σου χαρίσω. Μόνο μια ανάσα αγάπης. Θέλω όμως κι εσύ μια υπόσχεση να μου δώσεις. Πως ακόμα κι αν στενέψεις το σακάκι σου, θ’ αφήσεις τον ορίζοντα φαρδύ. Η καρδιά πρέπει να βλέπει μακριά. Τόσο μακριά, εκεί που μόνο οι ταξιδευτές μπορούν να πάνε.

Δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει όσα έλεγε. Είδε να ξεδιπλώνει έναν χάρτη και κίνησε για τόπους άγνωστους. Εκείνους, που έκρυβε κι είχε ν’ αποκαλύψει.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Άσπα Ηλιάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου