Φοβάμαι. Κανείς δε μου είπε πως πρέπει να νιώσω έτσι, αλλά είναι σαν να μην μπορώ να το ελέγξω. Κάπου χάνομαι μέσα σ’ αυτό το συναίσθημα, παγιδεύομαι κι ακινητοποιούμαι. Δεν ξέρω πώς μπορώ να βγω από εκεί μέσα και κανείς δε φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να το καταλάβει. Είναι αποπνικτικά και ξένα. Ακόμα και για πράγματα που με κάνουν κανονικά ν’ αγχώνομαι, αυτός ο φόβος φαίνεται να έχει τη δύναμη να με καταπνίγει. Δε μ’ αφήνει να ουρλιάξω, μα ούτε και να κλάψω. Με παρατάει να κοιτάω τον τοίχο για ώρες, να περιφέρομαι στην καθημερινότητά μου σαν να μην τρέχει τίποτα, ακόμα και να χαμογελάω.
Χαμογελάω λοιπόν, αγκαλιάζω κι ακούω τον κόσμο· όλα όμως μέσα σε μια βιασύνη. Βιάζομαι να βρεθώ πάλι μόνη, με τον φόβο πάλι, μήπως και καταλάβει κάποιος τι συμβαίνει. Τι συμβαίνει μέσα μου, τι συμβαίνει πλάι τους. Κανείς δε θέλει να χρειαστεί να δει κάτι άσχημο, να υποχρεωθεί να δει μάτια γεμάτα φόβο και σώματα ταλαιπωρημένα. Δεν τους αδικώ. Το κακό, όσο και να μασκαρευτεί, ποτέ δε θα γίνει όμορφο.
Μα και να ήθελα να τους μιλήσω, τι θα τους έλεγα; Ιστορίες και γεγονότα, πράξεις που δεν μπορώ ν’ αποδείξω και συναισθήματα που δεν μπορούν να καταδικαστούν. Δεν έχω κάτι χειροπιαστό να τους δώσω, παρά μόνο τις μαρτυρίες και την εικόνα μου μέχρι τώρα κι αυτή δε μαρτυρά τίποτα το κακοποιητικό. Οι πιο καλοπροαίρετοι, μπορεί να με κοιτάξουν με συμπόνια, ίσως και με οίκτο. Δεν τα θέλω. Ούτε να με λυπούνται, μα ούτε και να με θεωρούν αδύναμη.
Μίλησα! Δεν είναι αρκετά δυνατό αυτό; Σωπαίνω και κοιτάω πάλι κάτω. Καλύτερα να κοιτάω κάτω· κανείς δε με προσέχει τότε. Κανείς δε θα μου βάλει μια ταμπέλα που δε θα μπορώ να ξεκολλήσω από πάνω μου, πόσω μάλλον να την αλλάξω και να την καταστρέψω. Για πάντα θα είμαι το θύμα. Να φανταστείς πως δε με ένοιαζε καθόλου η γνώμη των άλλων κάποτε, αλλά τώρα που φοβάμαι ξαφνικά όλα μοιάζουν να κρέμονται από μια κλωστή. Αυτή η κλωστή εύκολα σπάει κι αποσπώμαι από όλη την κοινωνία, από τους ανθρώπους που αγαπώ, από όλα εκείνα για τα οποία πάλεψα, από όλα εκείνα που έχω καταφέρει κι από όλα εκείνα που ονειρεύομαι να αποκτήσω. Όλα αυτά γιατί μίλησα. Άρα καταλαβαίνω τα βλέμματα όσων προσπερνώ και ξέρω πως ούτε εκείνοι θα μιλήσουν. Γιατί δεν είμαστε, δεν είμαι αυτή ταμπέλα και όσο το σκέφτομαι τόσο δε θέλω να γίνω. Οπότε σωπαίνω.
Μπορεί αυτή η απόφαση να είναι ένα τεράστιο λάθος, αλλά με προστατεύει. Με προφυλάσσει από τις αδιάκριτες ερωτήσεις κι από τις αμήχανες παύσεις, από τα βλέμματα της απαξίωσης και της λύπης, από τις χειρονομίες αδιαφορίας κι υποκρισίας. Θα με σώσει τουλάχιστον από αυτό, παρ’ όλο που η κατάστασή μου θα παραμείνει ίδια. Έστω και πλασματικά, θα κρατήσω τον εαυτό μου, την ατομικότητά μου, όσο κι εάν αυτή έχει σπιλωθεί. Τουλάχιστον για τον κόσμο θα παραμείνω «εγώ».
Θα είμαι για κάποιους απαράλλαχτη, δε θα χρειάζεται να συνοδεύεται το όνομά μου από μισόλογα και προσθήκες για τις οποίες δεν ευθύνομαι. Αλλά κανείς δε θα μιλήσει για τον «άλλον» που έχει καταφέρει να με μειώσει, να με κάνει ξένη προς τον εαυτό μου. «Εκείνος» έχει δείξει τη δύναμή του, την εξουσία του και για κάποιο λόγο δημιουργεί έναν διαφορετικό φόβο στους άλλους από ό,τι σε μένα. Φλερτάρει με το δέος. «Εκείνον» δεν μπορούν να τον αγγίξουν, εμένα όμως αισθάνομαι σαν να υποχρεούνται, σαν ν’ αναζητούν πού και πού ανθρώπους σαν εμένα, που στα μάτια τους, τους δίνεται ο χώρος να τους πλησιάσουν όσο θέλουν.
Μπορώ να τους δώσω τροφή και να με κατασπαράξουν, να μη με αφήσουν να εξηγήσω και να εξιλεωθώ, παρά μόνο να θρηνήσω. Να μην μπορέσω να πάω μπροστά. Να μείνω για πάντα, ακόμα και στη μνήμη της κακοποίησης, η κακοποιημένη. Νιώθω να με πατάνε και να μη μ’ αφήνουν να ανασάνω.
Είναι κι αυτό μια κάποιου είδους κακοποίηση μάλλον. Δεν ξέρω εάν έχει επίσημη ονομασία, εάν διώκεται ποινικά -αν κι είμαι σίγουρη πως όχι- ή εάν υπάρχει δυνατότητα να ξεφύγω απ’ αυτή, στην περίπτωση που μιλήσω. Για κάποιο λόγο ορισμένοι νόμοι της σιωπής, θεωρούνται συμπεριφορές αναμενόμενες και συνηθισμένες. Η κοινωνία κάπως φαίνεται να τις έχει εντάξει στα πλαίσιά της- μόλις μιλήσω ξέρω πως θα τα έχω υπερβεί. Ξέρω επίσης και τις πιθανές τιμωρίες.
Γιατί το κυνήγι μαγισσών δε σταμάτησε ποτέ, απλώς άλλαξε όνομα· λέγεται στίγμα και κοινωνική κατακραυγή. Λέγεται «κράτα το στόμα σου κλειστό» και συνοδεύεται από πολλά «όλοι τα παθαίνουν αυτά». Φοβάμαι για την κοινωνία μου. Φοβάμαι που γίνεται κι εκείνη θύτης, ακόμα κι όταν δεν το καταλαβαίνει. Φοβάμαι που όταν μιλήσω θα πρέπει να την αντιμετωπίσω κι εκείνη μαζί με «εκείνον». Φοβάμαι που ο κόσμος μου θα τελειώσει μ’ έναν λυγμό απελπισίας κι όχι με μια έκρηξη απελευθέρωσης. Κι αναρωτιέμαι, ως πότε.
ΥΓ.: Μίλα. Υπάρχει πάντα κάποιος να σ’ ακούσει.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου