Πόσες φορές, καθώς περπατάτε αμέριμνοι, μυρίσατε τυχαία στον δρόμο ένα γνώριμο άρωμα και ξαφνικά σταμάτησε ο κόσμος να γυρίζει; Σας έτυχε ποτέ να έρθει στον νου από μια μυρωδιά τυχαία, το άτομο εκείνο που την κουβαλούσε κι οι αναμνήσεις σας μαζί του να ζωντανέψουν απότομα; Αυτό είναι το κακό με τα αρώματα- τα μοιράζονται κι άλλοι και δε σε αφήνουν να ξεχάσεις. Βρίσκουν τρόπο ακόμα και τη στιγμή που δεν το περιμένεις και τρυπώνουν ως δια μαγείας μέσα σου, κατακλύζουν όλες σου τις αισθήσεις και σ’ αφήνουν σχεδόν παράλυτο να παλεύεις και πάλι με τις μνήμες σου. Γιατί από την πρώτη στιγμή που θα γνωρίσεις έναν άνθρωπο, που θα έρθεις κοντά του, που το σώμα σου θα γίνει ένα με το δικό του, η μυρωδιά του είναι εκείνη που θα μείνει σχεδόν για πάντα χαραγμένη στο μυαλό και στις αισθήσεις σου.
Και δεν έχει σημασία αν το άρωμα είναι βαρύ, ανάλαφρο, γλυκό ή δροσερό. Το μόνο που έχει σημασία είναι ότι το φοράει ο άνθρωπός σου κι εσύ αυτό το άρωμα λατρεύεις. Αυτό που κάθε φορά που μπαίνει σ’ ένα δωμάτιο, σε ειδοποιεί για την παρουσία του κι όταν φεύγει, αφήνει για λίγο πίσω του ίχνη, να μαρτυρούν πως μέχρι προ ολίγου είχε αναστατώσει ολόκληρη την ύπαρξή σου. Αυτό που μετά το βράδυ που περάσατε μαζί, δε λέει να φύγει από πάνω σου. Κι εσύ την επόμενη μέρα παίρνεις κρυφά μικρές τζούρες, για να σιγουρευτείς ότι δεν έχει ξεθωριάσει ακόμη η απόδειξη ότι ο άνθρωπός σου ήταν για κάποιες στιγμές μαζί σου. Αυτό που όταν είστε μακριά, κλείνεις τα μάτια σου και σχεδόν το μυρίζεις.
Αυτό που τελικά καταλήγεις ν’ αγοράζεις και να φοράς εσύ ο ίδιος. Αυτό που κρατάς σ’ ένα μπουκαλάκι παραταγμένο δίπλα στα δικά σου και το ανοίγεις κάθε τόσο και το μυρίζεις, επειδή σου φέρνει εικόνες, αντί για τον άνθρωπο τον ίδιο στην πόρτα σου. Κι αναρωτιέσαι· αν τα αρώματα έχουν φτιαχτεί για να μας ηρεμούν γιατί εσύ αναστατώνεσαι με μια μυτιά και μόνο; Μένεις εκεί, σαν τον εξαρτημένο που αναζητά απελπισμένα τη δόση του, μην μπορώντας να το χορτάσεις και πιστεύοντας πως αν βάλεις το καπάκι και το κλείσεις, μαζί με τη μυρωδιά θα χαθεί αυτόματα κι ο άνθρωπος.
Πώς θα ήταν, άραγε, να μπορούσαμε να φυλακίσουμε τη μυρωδιά των ανθρώπων μας, των ερώτων και των απωθημένων μας σε μικρά μπουκαλάκια! Έπειτα να τοποθετούσαμε στο καθένα απ’ αυτά ετικέτες με το όνομα του καθενός και μια προειδοποίηση ώστε ν’ αποφύγουμε ενδεχόμενη υπερδοσολογία κι επιστροφή στον λαβύρινθο της μνήμης. Ίσως έτσι, να μπορούσαμε να φέρουμε στον νου το πρόσωπό τους χωρίς να χρειάζεται να εθιστούμε.
Πώς θα ήταν να φυλακίζαμε τη μυρωδιά που δημιουργείται όταν το δικό μας άρωμα έρθει σ’ επαφή με το άρωμα του άλλου! Έτσι, κάθε φορά που θα ανοίγαμε εκείνο το μπουκαλάκι, θα μπορούσαμε ν’ αναπολήσουμε τις στιγμές που περάσαμε μαζί τους. Πόσο ευχάριστο θα ήταν όμως αυτό το συναίσθημα; Κι αν μας πονούσε τόσο πολύ που αναγκαζόμασταν ν’ αδειάσουμε εν τέλει το περιεχόμενό του κι έπειτα να το σπάσουμε ώστε να πάψει να μας πονάει;
ΥΓ: Σε σένα, αν έστω και τυχαία με διαβάζεις τώρα: Κάποτε σε ρώτησα τι άρωμα φοράς. Όχι μόνο επειδή το λάτρευα, αφού ήταν το δικό σου, αλλά γιατί ήθελα να το αγοράσω για να σ’ έχω συνέχεια μαζί μου. Τώρα που έχεις φύγει, ανοίγω το μπουκαλάκι για να θυμηθώ τη μυρωδιά σου. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα πονάει τόσο μια μυρωδιά.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου