Πάνε πολλά χρόνια από τότε, σίγουρα πάνω από δύο δεκαετίες, αλλά θυμάται ακριβώς την ημέρα που αγόρασε εκείνο το πορσελάνινο αγαλματίδιο. Ήταν αρκετά μεγάλο, μετρούσε δύο παλάμες της και απεικόνιζε ένα άλογο όρθιο στα δύο πίσω του πόδια. Την είχε μαγέψει από την πρώτη στιγμή που το είδε στη βιτρίνα· πώς φαινόταν να ανεμίζει η χαίτη του στον αέρα, πώς σηκωνόταν γύρω από τα πίσω του πόδια το νερό στο οποίο πατούσε με δύναμη, η ελευθερία που αντιπροσώπευε, η ανυπακοή, μια άγρια και ατίθαση ψυχή.  Κάτι μέσα της ταυτιζόταν – ή επιθυμούσε διακαώς να ταυτιστεί.

Δεν είχε περάσει εύκολη παιδική ηλικία. Οι καβγάδες στο σπίτι της ήταν συχνό φαινόμενο, αγάπης-μίσους η σχέση των γονέων της, άλλοτε ζούσαν εφηβικό έρωτα, άλλοτε έπεφταν οι απειλές για εγκατάλειψη –και από τις δύο πλευρές- σύννεφο. Και τα παιδιά μάρτυρες και θύματα· για όλα φταίει η μάνα σας, ο πατέρας σας είναι υπεύθυνος για όλες τις φασαρίες, ίδια η μάνα σου, ίδια ο πατέρας σου, και να οι τιμωρίες, μέρες ολόκληρες να κάνει η μάνα της ότι δεν υπάρχει για να πάει να παρακαλέσει να τη συγχωρέσει (για τι πράγμα, ούτε η ίδια ήξερε) και να οι ενοχές «δε με στηρίζετε, στη μάνα σας μόνο κάνετε πλάτες, εγώ είμαι εδώ απλά να φέρνω λεφτά και με έχετε χεσμένο» από τον πατέρα της. Έψαχνε διέξοδο, κάπου να φύγει, να μη χρειάζεται ούτε να είναι μέτρο σύγκρισης, ούτε όμως να απορροφά τον θυμό και την απέχθεια.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, εκείνο το μεσημέρι το αγόρασε και φτάνοντας σπίτι το τοποθέτησε σε μια θέση ώστε να μπορεί να το κοιτάζει πού και πού, να παίρνει λίγο από τη δική του δύναμη. Την ακολούθησε αυτό το αγαλματίδιο από το πατρικό της σπίτι, στο φοιτητικό της διαμέρισμα, στο πρώτο της διαμέρισμα οπού έμεινε πρώτη φορά μόνη, ως το σπίτι που εν τέλει κατέληξε, πλέον παντρεμένη.

Ο πρώτος καβγάς ήρθε μετά από καιρό. Λένε δεν ξέρεις πραγματικά τη σχέση σου μέχρι να έχετε ρίξει το πρώτο βαρβάτο καβγά σας. Ασήμαντη ήταν η αφορμή· δούλευε πολύ αυτός, δεν τον έβλεπε όσο ήθελε και στο νου της είχε καρφωθεί ότι ήταν δικαιολογία η τόση δουλειά. Από όλα τα είδη ανθρώπων, σε αυτήν έλαχε ο φιλόδοξος εργασιομανής; Πώς να πιστέψει ότι στη δουλειά του, ως ελεύθερος επαγγελματίας, μπορούσε πραγματικά να εργάζεται τόσες ώρες; Αυτός δεν καθόριζε τα ωράριά του; Οπότε δεν είναι ότι δεν μπορούσε να τη δει, δεν ήθελε.  Και μήπως δεν ήθελε γιατί κάτι άλλο έπαιζε στη ζωή του; Μια άλλη γυναίκα; Είπαμε, ελεύθερος επαγγελματίας, σε τόσα σπίτια πήγαινε για δουλειά, σε τόσες εξωτερικές δουλειές, με τόσο κόσμο γνωριζόταν. Ορκιζόταν με πυγμή ότι όντως δούλευε τόσες ώρες και ότι προλογίζεται γιατί έχει μάτια μόνο για αυτήν. Η εμπειρία της το έλεγε, όλα όσα είχα ακούσει και της είχαν διηγηθεί· δεν ήταν δουλειά, γκόμενα ήταν και απλά της έριχνε στάχτυ στα μάτια όπως τόσοι άλλοι που είχαν την ίδια κουβέντα για την αδιαφορία τους. Μαλακίες της έλεγε, σίγουρη ήταν. Πώς γίνεται να λέει αυτός αλήθεια και όλοι οι άλλοι να ήταν ψεύτες; Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι, αυτή τη φορά η δικαιολογία δεν ήταν απλά δικαιολογία αλλά αλήθεια.

Μπήκε σπίτι αργά το απόγευμα, δύο ώρες καθυστερημένος από την ώρα που της είχε πει ότι θα επέστρεφε. Αυτή έχοντας τελειώσει από τη δική της δουλειά το μεσημέρι, και ανυπομονώντας να τον δει το απόγευμα, μπήκε με όρεξη στην κουζίνα και ετοίμασε να φάνε μια πανδαισία. Όσο περνούσε η ώρα όμως, όλος της ο κόπος κρύωνε σιγά-σιγά καθώς η υπομονή της έφτανε σε σημείο εξάντλησης και η ανασφάλειες της σε σημείο βρασμού. Μπήκε με χαμόγελο αυτός στο σπίτι, εισπνέοντας βαθιά από τη μύτη όλες τις υπέροχες μυρωδιές που τον περίμεναν. Τέτοιο χαμόγελο δεν το έχεις μετά από υπερωρίες σκέφτηκε αυτή, και με αυτή τη σκέψη κολλημένη στο μυαλό του γύρισε την πλάτη καθώς έστρωνε τραπέζι. Δεν έβγαλε άχνα, δεν του είπε λέξη. Μόνο χτύπησε με δύναμη τα πιάτα στο τραπέζι και κάθισε πλάι του να φάνε.

Η έκφρασή του από χαράς έγινε απορίας, και μετά απογοήτευσης, καθώς επέστρεφε με τόση όρεξη για να βρει αυτή τη συμπεριφορά, αυτά τα μούτρα. Ήταν όμως σίγουρος ότι με λίγη κουβέντα και με περίσσια εκτίμηση, θα κατάφερνε να αντιστρέψει τη διάθεσή της. Έβαλε στο πιάτο του ένα πλούσιο μερίδιο και την κοίταξε. Δεν έκανε κίνηση να βάλει φαγητό στο πιάτο της, απλά κοιτούσε κάτω, το ίδιο το πιάτο και ανάσαινε βαριά. Θέλοντας να σπάσει τον πάγο που εμφανώς υπήρχε ξεκίνησε κουβέντα για τη μέρα του. Δύσκολη μέρα σήμερα, αλλά έκλεισε μια μεγάλη δουλειά η οποία θα είχε βάθος χρόνου και που θα απέφερε αρκετά κέρδη. Στο μυαλό του είχε το γάμο τους, αλλά ακόμα δεν της το είχε εξομολογηθεί. Ήθελε να της κάνει έκπληξη. Είχε βρει το ιδανικό δαχτυλίδι με τη βοήθεια της κολλητής της – ήξερε το γούστο της στα κοσμήματα καλύτερα και ήθελε να της πάρει ακριβώς αυτό που πάντα ονειρευόταν. Με την προκαταβολή που έλαβε από τη νέα εργολαβία, είχε πάει σήμερα και είχε κλείσει και το δαχτυλίδι. Για αυτό και η αργοπορία του.

Όσο όμως μιλούσε φαινόταν ότι όλο και περισσότερο θύμωνε αυτή. Έκανε μια παύση και την κοίταξε.

«Δε θα βάλεις να φας; Τόσα υπέροχα πράγματα ετοίμασες. Ή μήπως έκανες δοκιμές όσο τα έφτιαχνες και χόρτασες; Ή σε χορταίνει μόνο η παρουσία μου και θα μου τα αφήσεις όλα εμένα να γίνω 200 κιλά;» την πείραζε, μήπως και σκάσει ένα χαμόγελο. Αλλά δεν περίμενε την αντίδρασή της. Το βλέμμα της καθώς σήκωσε τα μάτια της του θύμισε κάποια σκηνή από ταινία.

«Με δουλεύεις; Άργησες δύο ολόκληρες ώρες! Και θες να πιστέψω ότι με αυτό το χαμόγελο γυρνάς από τη δουλειά και όχι από πήδημα;» Η επίθεσή της δεν ήρθε με φωνές. Ήταν χαμηλόφωνη – η ηρεμία πριν την καταιγίδα.

Ανακάθισε στην καρέκλα του, έβαλε κάτω το πιρούνι του και απλά την κοίταξε αποσβολωμένος λες και τον είχε χαστουκίσει. Κατάλαβε ότι ήταν θυμωμένη, αλλά από πού προέκυψε αυτό;

«Τι λες; Για δουλειά ήμουν, σου είπα. Πώς σου ήρθε αυτό;» ήταν έντονος ο τόνος της φωνής του, αλλά ένιωσε προσβολή ότι θα μπορούσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο για αυτόν. Και κάπου μέσα βαθιά έτσουξε το ότι δεν μπορούσε να της πει τον πραγματικό λόγο της αργοπορίας του.

Άρπαξε το πιάτο της, το χτύπησε με δύναμη στο τραπέζι ταράζοντας τα πιατικά, σηκώθηκε με φόρα, μαζί με το πιάτο της και πήγε στο νεροχύτη. Εκεί πέταξε με δύναμη το πιάτο μέσα στο νεροχύτη, σπάζοντας το και παράλληλα κόβοντας το χέρι της με ένα από τα κομμάτια που πετάχτηκαν. Έβγαλε έναν ήχο πόνου και άρπαξε ένα ποτηρόπανο να το τυλίξει καθώς γυρνούσε μαινόμενη. Τα μάτια της δεν έβγαζα σπίθες αλλά φλόγες. Όταν ξαναμίλησε, ούρλιαζε πλέον.

«Ποια είναι; Πες μου ποια είναι γιατί μα το Θεό δεν αντέχω, θα τρελαθώ. Δε θα σε πάρει άλλη κάτω από τη μύτη μου!»

Χωρίς καν να καταλάβει πότε, είχε σηκωθεί και είχε πάει κοντά της, ανήσυχος για το κόψιμο στο χέρι της. Της τράβηξε το χέρι για να δει πόσο άσχημα ήταν αλλά δεν έβρισκε λόγια να μιλήσει εκείνη τη στιγμή. Δεν ηρεμούσε, πήγε στο τραπέζι και με το χέρι που αιμορραγούσε τράβηξε το τραπεζομάντιλο και βρέθηκαν τα πάντα στο πάτωμα σκόρπια.

Δε θυμάται πώς βρέθηκαν στο κρεβάτι ξαπλωμένοι και οι δύο, ντυμένοι ακόμα, αυτή να κλαίει γοερά και αυτός να προσπαθεί να δικαιολογηθεί για κάτι που δεν έκανε. Εν τέλει, και μήπως ηρεμήσει, της είπε το μυστικό του· ότι σε μερικές μέρες  θα έφερνε σπίτι το δαχτυλίδι της γιατί δεν ήθελε καμία άλλη παρά μόνο αυτή. Και ήθελε να γίνει η γυναίκα του. Η αλλαγή στο είδος του κλάματός της άλλαξε, αλλά η απογοήτευσή του δεν τον άφησε να χαρεί με την τελική χαρά της. Δεν ήθελε να γίνει έτσι, χάλασε η έκπληξη και ήξερε ότι δε θα ήταν μια ανάμνηση που θα χαιρόταν κάθε που περιέγραφε τον τρόπο που της ζήτησε εν τέλει να παντρευτούν. Όσες παραλλαγές της ιστορίας κι αν έκανε αυτή μελλοντικά, στη δική του μνήμη ήταν χαραγμένο αυτό το βράδυ.

Λίγο μετά από αυτό ακολούθησε και η είδηση της εγκυμοσύνης της –εκείνο το βράδυ να έγινε; Πιθανώς. Ένιωθε πώς έπρεπε να της αποδείξει ότι δεν ήταν νωρίτερα με άλλη γυναίκα και δεν ήταν καθόλου προσεκτικός- και ένας γάμος αστραπή, για να γίνουν όλα όπως ακριβώς τα είχε ονειρευτεί αυτή. Η κολλητή της δεν έγινε εν τέλει κουμπάρα καθώς της είχε πει οτι τον βοήθησε να βρει το δαχτυλίδι της και το κράτησε μυστικο· για αυτην σημάδι πώς και οι δύο την είχαν προδόσει. Όσο και να την παρακαλούσε, δεν μετακίνησε στιγμή και πόντο τη θεση της – αν μπορούσε να της κρατήσει φίλη της τέτοιο μυστικο, τι άλλο μπορούσε να της κρατήσει; Μια πιθανή περιπέτεια μαζί του ίσως;

Του είχε πει πολλές φορές για τα δύσκολα παιδικά της χρόνια και άλλες τόσες του είχε φορτώσει την ευθύνη της ευτυχίας της – αφού την αγαπούσε, έπρεπε να την κάνει ευτυχισμένη. Και για να την κάνει ευτυχισμένη, έπρεπε να βάλει στην άκρη τα δικά του θέλω και να κοιτάει τα δικά της πρώτα. Ένιωθε πολλές φορές ένοχος. Ήθελε πραγματικά μόνο την ευτυχία της αλλά ήταν και κάποια πράγματα που τον έφερναν τον ίδιο σε δύσκολη θέση, πράγματα που ονειρευόταν ο ίδιος διαφορετικά, πράγματα που δεν ήθελε να κάνει αλλά αναγκαζόταν για να είναι ήρεμη και χαρούμενη αυτή. Πλέον κουβαλούσε το παιδί του και ό,τι κακό θα έκανε στον εαυτό της, θα το έκανε και σε εκείνο.

Και παντρεύτηκαν, και γεννήθηκε το πρώτο τους παιδάκι, και ακολούθησαν σε διάστημα πέντε  χρόνων άλλα δύο. Και οι καβγάδες συνέχισαν. Σήμερα γιατί άργησε, την επόμενη μέρα γιατί δεν είχε δουλειά, την μεθεπόμενη γιατί χάλασε το πλυντήριο, μετά γιατί το παιδί ήταν άρρωστο και ήταν στη δουλειά αυτός. Την παρεπόμενη γιατί έπρεπε να παρατήσει αυτή τη δουλειά της για να γίνει «μάνα, δούλα και κυρά», όπως έλεγε. Φωνές, απειλές ότι θα πάρει τα παιδιά και θα φύγει, μέρες ολόκληρες που δεν του μιλούσε και μετά έκανε πώς δε συνέβη τίποτα, νύχτες που ξεκινούσαν με πάθος και κατέληγαν στο να κλαίει και να ωρύεται ότι δεν είναι καν το σεξ καλό και αν ήξερε ότι εδώ θα κατέληγαν δε θα τον παντρευόταν ποτέ.

Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος πράος, ήρεμος, που αγαπούσε να περνά χρόνο με την οικογένειά του –όπως δηλαδή ονειρευόταν ότι θα είναι- που δεν ύψωνε τον τόνο της φωνής του και που όλη του η ζωή ήταν αφιερωμένη στο να κάνει αυτούς που αγαπούσε ευτυχισμένους. Καταλάβαινε και ο ίδιος την αλλαγή· η υπομονή του στέρευε πολύ γρήγορα, αντιδρούσε με φωνές και χτυπήματα πόρτας σε κάθε αρχή μιας διαφωνίας, είχε υιοθετήσει και την απόλυτη σιωπή και απαξίωση μόνο και μόνο για να αποφύγει περαιτέρω διαμάχες, φωνές και εκβιασμούς. Μπας και περάσει μια ήρεμη βραδιά με τα παιδιά, μπας και τους άκουγε να γελούν αντί να τους στέλνει αυτή για ύπνο με το που πατούσε το πόδι του σπίτι, για να του στερήσει την παρουσία τους και την χαρά που θα του έφερναν. Δε θα σήκωνε ποτέ χέρι στη γυναίκα του, αλλά όλο και πιο δύσκολο το έβρισκε να είναι ήρεμος και να μην αντιδρά. Γι’ αυτόν, απόλυτη αντίδραση και αποκορύφωμα ήταν η τρύπα που έκανε με μπουνιά στη γυψοχανίδα του τοίχου του σαλονιού τους για να μην τη χτυπήσει, και πριν φύγει να μείνει εν τέλει το βράδυ σε ξενοδοχείο. Μα να χρησιμοποιήσει τα ίδια τα παιδιά τους; Να του στερεί τα παιδιά του για να τον τιμωρήσει για κάτι που κατασκεύαζε το μυαλό της; Να αναγκαζεται να τα ακούει να κλαίνε και να τον ζητούν πίσω από κλειστές πόρτες όσο αυτή έριχνε τις υπόνοιές της για δήθεν απιστίες και ατασταλίες του;

Πλέον γυρνούσε σπίτι μόνο για τα παιδιά. Ο έρωτας είχε φύγει, η αγάπη ποτέ δε ρίζωσε και η λύπηση και ο φόβος μη και γίνει κάποιο κακό στον εαυτό ή στα παιδιά του τον έκανε να επιστρέφει κάθε βράδυ.

Στον έκτο χρόνο γάμου και μετά τα πρώτα γενέθλια του 3ου τους παιδιού, έγινε αυτό για το οποίο κατηγορήθηκε στον πρώτο τους καβγά. Ήταν μια γυναίκα γλυκιά, ήρεμη, κατασταλαγμένη, καταξιωμένη στον επαγγελματικό της τομέα με δικό της σπίτι που τον τράβηξε. Έκαναν ωραίες συζητήσεις, γελούσε μαζί της, περνούσαν όμορφα στη δουλειά και εν τέλει ο καφές έφερε ποτό και το ποτό δείπνο και το δείπνο κρεβάτι. Κι άλλες ενοχές. Ενοχές γιατί ήταν χαρούμενος, γιατί αναζητούσε ένα μήνυμα ή ένα τηλέφωνο από αυτήν την νέα του γνωριμία, ενοχές για τα παιδιά του που δεν του έφταιγαν σε τίποτα. Ενοχές γιατί εξαπατούσε και άλλον έναν άνθρωπο, χωρίς να φταίει σε κάτι εκτός από ότι τη γνώρισε αργότερα στο χρόνο εφόσον ήταν ήδη σύζυγος και πατέρας. Ώσπου σκαρφιζόταν επαγγελματικά ταξίδια ή εργολαβίες σε άλλες πόλεις ώστε να μπορεί να μένει με τη νέα του ερωμένη, μακριά από αυτήν και τον χαμό που σίγουρα θα τον περίμενε σαν έφτανε σπίτι.

Δεν ήταν άγιος· δεν τον παρίστανε ποτέ, ούτε ποτέ λόγιζε τον εαυτό του αλάνθαστο και χωρίς ευθύνη. Ήξερε ακριβώς ποιο ήταν το λάθος στις πράξεις του, αλλά βρισκόταν μπροστά σε ένα τεράστιο δίλημμα. Πώς μπορούσε καν να σκεφτεί τον εαυτό του και την ευτυχία του όταν από αυτόν και την ευτυχία που πρόσφερε στη μανή τους, εξαρτιόνταν 3 παιδιά; Είχε το δικαίωμα να την αναζητήσει ή (όπως έλεγαν οι παλιοί) «έστρωσε το κρεβάτι του»;

Στο τρίμηνο επάνω της τα είπε όλα. Όχι της γυναίκας του. Της γυναίκας που τον έκανε ευτυχισμένο. Δεν άντεχε άλλο και της εξομολογήθηκε τα πάντα ένα βράδυ μεταξύ λυγμών. Δεν άντεχε άλλο να είναι ανέντιμος απέναντί της. Ήρεμη αυτή, λες και όλα όσα της είπε τα ήξερε ήδη του χάιδεψε τα μαλλιά και το πρόσωπο. Είχε και αυτή ιστορία να του πει. Λες και άκουγε την πρωτότοκη κόρη του, άκουσε την ιστορία της γυναίκας που τον είχε γοητεύσει: μια παιδική ζωή ίδια με αυτήν που είχαν τα δικά του παιδιά. Δε χώρισαν ποτέ οι γονείς της, ακόμα και τη στιγμή που μιλούσαν τα ίδια έκαναν, τα παιδιά τους σκορποχώρι, μόνο μεταξύ τους μιλούσαν πια, τα αδέλφια, και είχαν μειώσει στο ελάχιστο κάθε επαφή με τους γονείς τους. Δεν θα το φανταζόταν ούτε σε 1000 χρόνια ότι αυτό το πλάσμα θα είχε τέτοιες καταβολές. Του εξήγησε όμως ότι όλο αυτό, όλη της η ζωή, δεν ήρθε –και δεν ήταν και στην καθημερινότητά του- χωρίς στενοχώρια, ταλαιπωρία και μια συνεχόμενη μάχη  για να είναι καλά.

Η απάντησή της απλή.

«Εγώ σε αγαπάω. Όσο περίεργο κι αν σου φαίνεται αυτό. Όμως αγαπώ τον εαυτό μου πιο πολύ. Έχω δουλέψει και έχω κοπιάσει να είμαι εδώ που είμαι σήμερα. Μου έκανες μεγάλη αποκάλυψη σήμερα. Είσαι παντρεμένος και έχεις τρία δικά σου αγγελούδια που αγαπάς. Δε θα σε διώξω. Αλλά δε θα σε δεχτώ αν σε στερώ από αυτούς κι αν το μυαλό σου θα είναι πάντα εκεί. Θα σου πω όμως ένα πράγμα: για να είναι τα παιδιά καλά, πρέπει και ο κάθε γονιός του να είναι καλά. Νομίζεις ότι τα ξεγελάς που πας σπίτι κάθε βράδυ; Που όταν πας γίνεται χαμός; Που όταν αυτά είναι κλεισμένα σε ένα δωμάτιο και λέτε πώς δε σας ακούν, αποτυπώνεται κάθε λέξη στο νου τους και παίρνουν πάνω τους μια ευθύνη που δεν τους ανήκει; Δε μένεις ποτέ για τα παιδιά και αν αυτό σκέφτεσαι, είσαι βαθιά νυχτωμένος ακόμα. Μένεις για να αποφύγεις· είτε τη φασαρία είτε να αναλάβεις τις ευθύνες σου. Εγώ τα έζησα, μπορώ να σου πω τη δική τους πλευρά. Και δεν είναι καλύτερη. Γιατί εγώ είμαι τυχερή μεσ’ την ατυχία μου. Οπότε, θα σου πω τι θα γίνει. Θα μείνεις εδώ απόψε μαζί μου. Αύριο θα φύγεις και θα κάτσεις να σκεφτείς, να πάρεις τις αποφάσεις σου, να δεις τι θέλεις να κάνεις. Και εγώ, ώσπου να επικοινωνήσεις μαζί μου με την τελική σου απόφαση, δε θα επικοινωνήσω μαζί σου. Δεν έχω καμία απαίτηση, καμία αξίωση δε θέλω τίποτα από εσένα που δε θες πρώτα εσύ να δώσεις. Και δε θα επωμιστώ την ευθύνη του να σου δώσω τελεσίγραφο. Κάνε ό,τι προστάζει η καρδιά σου – και μόνο αυτή.»

Δέκα μέρες πέρασαν και στο ενδιάμεσο μια γιορτή. Ήταν άλλος, το ένιωθε ο ίδιος, το είχε καταλάβει και αυτή. Βυθισμένος στις σκέψεις δεν ήταν καθόλου σίγουρος για το επόμενο του βήμα. Αλλά ένα πάρτη γενεθλίων και ένας ακόμα ανούσιος καβγάς, ήταν η υπογραφή στην απόφασή του.

Ήπιε πολύ εκείνο το βράδυ. Μαζί με τον κουμπάρο άνοιξαν ένα μπουκάλι τσίπουρο και πάνω στο γλέντι για τα γενέθλια του γιού του, το ένα έγινε δύο και τα δύο ό,τι είχε μείνει από αλκοόλ στο σπίτι. Από πολιτική, η κουβέντα πήγε στα αθλητικά, στις παλιές ιστορίες στρατού και στις πρώην σχέσεις. Χωρίς να το θέλει συγκεκριμένα, άρχισε να εξιστορεί στον φίλο και νονό του γιου του την ιστορία της τωρινής του σχέσης λες και ήταν κάτι που άνηκε στο παρελθόν.

«Καλά ρε μαλάκα, πώς το άφησες τέτοιο κελεπούρι να σου ξεφύγει;» Ρώτησε ο κουμπάρος αδειάζοντας το μπουκάλι και χωρίς να πάρει χαμπάρι ότι τον άκουγε από την κουζίνα η γυναίκα του φίλου του. Δεν απάντησε, μόνο γέλασε λιγάκι λυπημένος. Απηυδισμένος καθώς ήταν με την όλη κατάσταση και μεθυσμένος αρκετά να μην έχει απόλυτο έλεγχο τν αντιδράσεών του, κούνησε το κεφάλι του. «Της μοίρας κάτι παιχνίδια» είπε.

Δεν είδε τίποτα, δεν πρόλαβε καν να ακούσει τίποτε, ένιωσε απλά έναν έντονο και οξύ πόνο στο κεφάλι του. Τρομαγμένος σηκώθηκε όρθιος και άκουσε κάτι να σπάσει στο πάτωμα δίπλα του. Έπιασε το κεφάλι του και είδε ότι το χέρι του όλο είχε κοκκινίσει από τα αίματα που έτρεχαν από ανοιχτή πληγή και κοίταξε κάτω στο πάτωμα δίπλα του.

Το πορσελάνινο άγαλμα αλόγου, που τόσο αγαπούσε η γυναίκα  του, που κατείχε περίοπτη θέση στην κουζίνα τους, εκεί που μπορούσε να το κοιτά κάθε λίγο, ήταν κάτω στα πόδια του, διαλυμένο. Τα ουρλιαχτά της μια βουή μόνο και το σκηνικό όλο, όπως ακολούθησε, λες και έπαιζε σε slow motion σε κάποιο χαλασμένο dvd. Από την κουζίνα πλησίασε αυτή, κάτι στο χέρι της, μπήκε στη μέση ο κουμπάρος, να την συγκρατήσει, κι αλλά ουρλιαχτά και φωνές σε αυτόν, κάποιο από τα παιδιά να κλαίει στη γωνία στο πάσο της κουζίνας. Έτσι απλά σηκώθηκε, πήγε στα παιδιά, τα φίλησε, και πήρε το μπουφάν του. Τον ακλούθησε ο κουμπάρος, κάτι έλεγε αλλά μέσα στη ζαλάδα και στο βουητό που άκουγε μόνο στα αυτιά  του δεν έβγαζε λέξη.

8 ράμματα το αποτέλεσμα. Ένα βράδυ στο νοσοκομείο να ξεμεθύσει. Μια καταγγελία για κακοποίηση και εγκατάλειψη συζυγικής στέγης από τη γυναίκα του, και η συνοδεία της αστυνομίας σπίτι του να πάρει τα πράγματα του. Δε θα έκανε ποτέ καταγγελία εναντίον της για σωματική βλάβη. Δε θα στερούσε ποτέ από τα παιδιά του τη μητέρα τους. Δε θα έκανε τίποτα παρά μόνο να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ναι, δε θα την κατηγορούσε, αλλά και δε θα δεχόταν κατηγορία.  Η αίτηση διαζυγίου κατατέθηκε άμεσα και ως το δικαστήριο το ένα τηλεφώνημα διαδεχόταν το άλλο, μια να κατεβάζει όλους τους αγίους και να τον κατηγορεί ακόμα και για τον πληθωρισμό του δημόσιου ΑΕΠ, μια να τον παρακαλά να γυρίσει σπίτι και να κλαίει. Το δικαστήριο αποφάνθηκε συνεπιμέλεια των παιδιών και εφόσον βρήκε αυτή δουλειά, τα βλέπει αρκετά συχνά πια. Τελειώνει φέτος το δημοτικό η μεγάλη του κόρη, σημαιοφόρος την 25η, και τα άλλα δύο παιδιά τα πάνε περίφημα στο σχολείο λένε οι δάσκαλοί τους.  Μια μικρή νίκη είναι η ευτυχία των παιδιών του, και ένας καθησυχασμός το ότι δεν περνούν άσχημα στο σπίτι με τη μάνα τους. Με αυτόν τα έχει πάντα, τον κατηγορεί, και μόνο με αυτόν θα τα έχει μια ζωή. Το ξέρει και λυπάται πραγματικά κάθε που ακούει τα παιδιά του να επαναλαμβάνουν ότι λέει  η μάνα τους. Αλλά το ξέρει. Ακόμα και απόψε, τόσα χρόνια μετά λαμβάνει τηλέφωνα μέσα στη νύχτα στα οποία η πρώην του τον βρίζει αισχρά και να κλαίει ότι δεν μπορεί χωρίς αυτόν.

Ίσως να μην φταίει αυτή. Ίσως η ζωη να τα έφερε έτσι απλά, χωρίς  να χρειάζεται άλλη εξήγηση. Ίσως αυτός να είναι απλά ο αποδέκτης του αποτελέσματος. Ίσως να συνέβαλε αυτός. Αλλά, αντικειμενικά, πού μπορούμε να του αποδώσουμε ευθύνες; Είναι τόσο ξεκάθαρη η βία και η κακοποιήση; Είναι καθαρά υπόεθση του ενός φύλου ενάντια στο άλλο; Γυναίκες θύματα και άντρες θύτες, το “δυντό φύλο” ενάντια στο αύναμο, παραδείγματα και μαρτυρίρες αρκετές να γεμίσουν τόμους. Αλλά ποιος θα μας πει και την αλλη πλευρά; Ο δυνατός ενάντια στον αδύναμο; Ποιός είναι εδώ ο θύτης και ποιό το θύμα;

Μήπως όλοι τους, και οι τρεις, ο καθένας απο πλευράς τους, να είναι και θύτης και θύμα;

Απόψε πήγαν σινεμά. Αυτός, τα τρία του παιδιά και η νέα του γυναίκα έγκυος το πρώτο δικό τους μωράκι. Η μάνα των παιδιών του ανεβάζει στόρι στο Instagram από ξέφρενο “girls’ night out χωρίς παιδιά και υποχρεώσεις!” αλλά τα αγνοεί αυτός. Μετά από πίτσα ακολουθεί παγωτό και ύπνος στο δωμάτιό τους, στα κρεβάτια που έχουν στο δικό του νέο σπίτι. Καθώς χαζεύει στα social media τα χαΐρια της πρώην γυναίκας του, σκέπτεται εκείνο το καημένο πανέμορφο αγαλματίδιο που είχε και που βρήκε το τέλος του εφόσον τον βρήκε στο κεφάλι και έγινε θρύψαλα στο πάτωμα.

Άραγε απόψε να νιώθει τόσο ελεύθερη όσο εκείνο το άλογο που έτρεχε και σηκωνόταν στα πίσω του πόδια, που τόσο αγαπούσε και ζήλευε;

* Η βία δεν έχει φύλο. Δεν έχει ηλικία και δεν έχει κοινωνική τάξη. Ναι, υπάρχουν άντρες θύματα της αφανούς βίας, ζουν ανάμεσά μας, είναι δικοί μας άνθρωποι και είναι ακόμα πιο δύσκολο για αυτούς να παραδεχτούν και να μαρτυρήσουν ότι είναι θύματα βίας. Όσο εύκολο γινόμαστε θύματα, άλλο τόσο εύκολα είμαστε θύτες. Αναγνώρισε σήμερα το λάθος σου και διόρθωσέ το. Γυναίκα, άντρας, καμία σημασία δεν έχει. Ο κύκλος πρέπει να διακοπεί σήμερα. ΤΩΡΑ!*

 

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου