«Δεν έχω καμία ελπίδα.»
«Είναι εντελώς out of my league.»
«Έχω άλλες προτεραιότητες σ’ αυτή τη φάση.»
«Αποκλείεται να μην έχει σχέση.»
«Δε θέλω μπλεξίματα.»
«Θα ‘χουμε μπλεξίματα.» «
«Δε θα πάει πουθενά.»
Το λεπτό σχοινί στο οποίο καλείται ο ακροβάτης ερωτευμένος να ισορροπήσει είναι η αποδοχή της προσδοκίας με τη γνώση ότι ίσως αυτή δεν εκπληρωθεί ή έστω ότι ίσως δεν εκπληρωθεί εντελώς στον τόπο, το χρόνο, την ένταση, το ρυθμό, τον τρόπο που φαντάζεται. Δεν μπορεί να υπάρξει ταυτοχρόνως έρωτας κι έλεγχος. Πρόκειται για έννοιες αλληλοεξουδετερωτικές. Όπου υπάρχει η μία δεν αφήνει χώρο για την άλλη. Σαν να θες να στριμώξεις φορτηγό σε σπιρτόκουτο. Αδύνατον. Το μόνο που μπορεί να υπάρξει είναι μετριασμός της έκφρασης. Κατά πόσο δηλαδή θ’ αφήσεις στον άλλον το περιθώριο να υποψιαστεί τη δύναμη που σού ασκεί.
Όποιος ποθεί παραχωρεί μέρος της δύναμής του κι όποιος ποθείται εν γνώσει του, αφήνεται στη διακριτική του ευχέρεια τι θα κάνει με τούτη την ανέλπιστη δύναμη που τού χαρίστηκε εν μία νυκτί. Οι περισσότεροι από εμάς θα μπούμε στον πειρασμό να την εκμεταλλευτούμε κι όχι απαραίτητα προς ζημία της σχέσης ή του άλλου. Ή όχι συνειδητά. Ή όχι απαραίτητα συνειδητά. Ο έχων την εξουσία της επίδρασης στον ψυχισμό του άλλου είναι σαν να κατέχει ταυτοχρόνως και το λυχνάρι και το τζίνι. Αποφασίζει κι εκπληρώνει, επιθυμεί και πραγματοποιεί.
Ακόμα και στους έρωτες τους σχετικά συγχρονισμένους κι ισομερώς αμοιβαίους οι εραστές μεθούν από αυτή την εναλλαγή κι όταν τους δίνεται η ευκαιρία απολαμβάνουν να προβάλουν αναμεταξύ τους τη σαγήνη που προκαλούν ο ένας στον άλλον. Φράσεις όπως «Πού θα πας βρε, πού αλλού θα βρεις καλύτερα;» κι «αφού για μένα λιώνεις!» πίσω απ’ την περιπαικτική διάστασή τους καταδεικνύουν ακριβώς αυτή την ικανοποίηση κι ας αφήνουν παράλληλα ν’ αχνοφαίνεται η αγωνία μη κι εκλείψει.
Βρες εδώ το βιβλίο που θα δώσει απάντηση σε όλα όσα σκέφτεσαι για τις σχεδόν σχέσεις.
Ή κατέβασέ το σε όλες τις συσκευές σου.
Μια συζήτηση που έπρεπε να γίνει.