Το δείπνο έχει μόλις τελειώσει. Κάποιοι ίσως ακόμα τσιμπολογάνε φευγαλέες μπουκιές απ’ τα φρούτα στο τραπέζι. Εκείνος είναι όρθιος, έχει μόλις σηκωθεί απ’ τη θέση του κι εκτελεί δυο-τρεις μηχανικές σβούρες στην κουζίνα, – βρίσκεται εμφανώς σε βιασύνη κι υπερένταση· που όμως δείχνει φυσική στα μάτια των άλλων. Θα δώσει ένα χάδι στη μητέρα, χάδι που θυμίζει αίσθημα καθήκοντος, χάδι σαν μια βουβή επιβράβευση για το νόστιμο φαγητό που ετοίμασε, θα συμβουλεύσει για κάτι παντελώς άσχετο τα παιδιά και με μια χαμηλόφωνη καληνύχτα θ’ αποσυρθεί στο προσωπικό ησυχαστήριό του με βηματισμό που προσδίδει αίσθηση κυριαρχίας.
Ο πατέρας του διπλανού ή του εδώ διαμερίσματος. Ο πατέρας της πλειοψηφίας της γενιάς των σημερινών 30αρηδων και 40άρηδων – πόσο μάλλον των μεγαλυτέρων. Φυσιογνωμία που ίσως και να παραπέμπει σε ταινία του Φίνου και που ελαφρώς ρομαντικά επιλέγουμε να πιστεύουμε ότι απέχει απ’ τη σημερινή πραγματικότητα – μα αυτή η επιλογή, ας ξέρουμε, πως περισσότερο βασίζεται σε ευσεβείς πόθους παρά σε δεδομένα.
Ας αφήσουμε καλτ, τραγελαφικά, εξώφθλαμα αλλοτινά στοιχεία στην απ’ έξω για λίγο. Ας πούμε, πως πράγματι, ναι, οι σημερινοί πατεράδες δεν περνάνε από γενιές δεκατέσσερις κάθε σύντροφο του παιδιού τους, δεν θέτουν τελεσίγραφα αποκλήρωσης σε κάθε δυσαρέσκεια, δεν έχουν για καραμέλα το “αν το κάνεις (το οτιδήποτε), να με ξεγράψεις”. Δεν ωρύονται, δε σπάνε, δεν έχουν το χαστούκι για κολατσιό. Ας πούμε. Για λίγο. Κι ας συμφωνήσουμε, με κάθε επιφύλαξη για όσα διαδραματίζονται πίσω από κλειστές πόρτες, πως τα παραπάνω φαινόμενα τείνουν κάπως-κάπου να μειωθούν. Κι έπειτα ας αναρωτηθούμε.
Υπάρχει ένα spectrum. Στο ένα άκρο έχουμε το υπόγειο, που στέκουν όλα όσα μπορούμε με λιγοστή σκέψη ν’ απαριθμήσουμε: Η επιβολή, η οργή, η αυστηρότητα, οι συγκρίσεις, η ειρωνεία, ο υποβιβασμός, η απουσία· κι εδώ συνήθως θα εννοούμε την κυριολεκτική. Στο άλλο άκρο, είναι ο κήπος: Η αποδοχή, το χάδι, ο κοινός χρόνος, το παιχνίδι, η ασφάλεια, η επιβράβευση, το σ’ αγαπώ που εκφράζεται κι αποδεικνύεται.
Κάπως αυθαίρετα – και για ν’ αποφύγουμε αυτό που πάντα θέλουμε ν’ αποφύγουμε – , αν σταθήκαμε αρκούντως τυχεροί για να μη βρεθήκαμε στο πρώτο άκρο, μεγαλώνοντας θα πιστέψουμε ότι ήμασταν στο δεύτερο, ακόμη κι αν δεν ήμασταν όντως. Το παιδί τρέφει τη βαθιά ανάγκη να φαντάζεται τον πατέρα του όπως επιθυμεί να είναι, ακόμα κι όταν έχει πάψει προ πολλού να είναι παιδί. Εξου κι οι διθύραμβοι που διαβάζουμε κάθε τρεις και λίγο στα social τις αντίστοιχες παγκόσμιες μέρες.
Γράφω κι η ίδια μου η σκέψη με αυτολογοκρίνει. Αναρωτιέμαι, αν προτείνω μια ασίγαστη οργή για πράγματα τετελεσμένα. Σίγουρα όχι, δεν προτείνω την οργή. Προτείνω την αποδοχή. Υποψιάζομαι μετά θα έρθει κι η αγάπη μαζί της. Πώς μπορούμε όμως να αγαπάμε όντως κάποιον όταν δεν τον βλέπουμε στη ρεαλιστική του διάσταση; Αγαπάμε τον πατέρα μας ή τον πατέρα που θα θέλαμε να έχουμε;
Πίσω στο spectrum. Κάπου εκεί κοντά στο υπόγειο, βρίσκεται η μεταφορική απουσία. Μια απουσία που ωστόσο μπερδεύει εξαιτίας της φυσικής παρουσίας. Ένας πατέρας ναι μεν όχι απών, αλλά ούτε και παρών. Ένας πατέρας τροφοδότης, πορτοφόλι, κριτής, ενίοτε στυλοβάτης, χαμένος σ’ έναν κόσμο ολόδικό του, ένας πατέρας γνώριμος που όμως θα τον έλεγες κι άγνωστο. Ένας πατέρας του οποίου γνωρίζεις τον τόνο της φωνής του αλλά όχι την αίσθηση της αφής του. Ένας πατέρας ίσως τρομακτικός και σίγουρα τρομαγμένος.
Σκέφτομαι συχνά πυκνά την κουβέντα της Λένας. Ο πατέρας της δεν την ακούμπησε μέχρι να πάει δύο ετών. Ξέρω ακόμα πολλούς πατεράδες που πανικοβλήθηκαν τόσο στην ευθύνη που φέρνει ένα παιδί στο σπίτι ώστε κλείστηκαν σχεδόν μονίμως στο γραφείο. Έγινε το γραφείο σπίτι, υπνοδωμάτιο, οικογένεια ολόκληρη. Κι είχαν κι όλες τις δικαιολογίες του κόσμου δικές τους, “για το καλό τους το κάνω”, να ησυχάσουν κάπως οι Ερινύες. Δεξιοτεχνικά κρυβόταν από πίσω το “για τον εαυτό μου το κάνω”, μα πρόκειται για παραδοχές που οι περισσότεροι θα κάνουν όταν πλέον γίνουν παππούδες. Άλλο και τούτο το εντυπωσιακό! Βλέπεις τον πατέρα που έλαμπε δια της απουσίας του να γίνεται αργότερα υπόδειγμα ανοιχτόκαρδου παππού. Να ‘ναι μόνο που η ευθύνη έχει μικρύνει ή να πρόκειται και για κάποια ετεροχρονισμένη μετάνοια που αναζητά τη συγχώρεσή της; Σ’ αυτή τη φάση που πλέον ο μπαμπάς έχει γίνει παππούς, δεν αποκλείεται να ξεστομιστούν και τα λόγια που τα δικά του παιδιά ανέκαθεν λαχταρούσαν: μια συγγνώμη με μερικές τρυφερότητες γύρω γύρω.
Πίσω ξανά. Σε μια πρώτη ανάγνωση αυτή η ψυχρότητα κι η αποστασιοποίηση του πατέρα θα φανταζόμασταν ότι γίνεται κυρίως για εξουσιαστικούς λόγους, να περάσει το μήνυμα στους υπόλοιπους ποιος κάνει κουμάντο εδώ μέσα, ποιος είναι ο αρχηγός. Κι ίσως αυτή να ‘ναι μια ερμηνεία που να προσφέρει και στον ίδιο μια κάποια αιτιολόγηση. Δεν είναι μόνο η εξουσία όμως εδώ το ζητούμενο. Όταν κάποιος αισθάνεται πως βρίσκεσαι διαρκώς μίλια μακριά του ξεκινά εύλογα να νιώθει ότι τον τιμωρείς. Και για να τον τιμωρείς, δεν μπορεί, κάπου θα έφταιξε. Σ’ αυτό το διαρκώς ομιχλώδες τοπίο που βασιλεύουν κυρίως ο φόβος, ο πόνος, η ενοχή, το ανομολόγητο, η απορία, η αγωνία κι η σταθερή αμφισβήτηση, διαδραματίζεται μια αέναη παρτίδα πόκερ που η μόνη στρατηγική που επιτρέπεται είναι η μπλόφα.
Ο πατέρας αγνοεί ότι στην πραγματικότητα αυτός που επιθυμεί να τιμωρήσει είναι ο εαυτός του, οι υπόλοιποι στο σπίτι το αγνοούν επίσης. Απ’ τη μια επιθυμούν την παρουσία του – και κυρίως την επιβράβευσή του – απ’ την άλλη δεν αντέχουν και πολύ να βρίσκονται μαζί του. Μια αγάπη αλλόκοτη, σαν η μοναδική προϋπόθεση της ύπαρξής της να βασίζεται στην απόσταση. Εκείνος πιστεύει ότι τα ελέγχει και τα κατέχει όλα και στην πραγματικότηταναγνοεί όλα όσα διαδραματίζονται κάτω απ’ τη μύτη του. Υπάρχει στο σκηνικό μια διαρκής ανάγκη απόδειξης απ’ όλες τις πλευρές: Ποιος είναι ο πιο άξιος κι αξιαγάπητος. Εννοείται ότι η μπίλια της ανάγκης να αποδείξουν πέφτει συχνότερα στα παιδιά – μα αυτή είναι μια αλήθεια μισή.
Όποιος απομακρύνεται, σιωπά, χτίζει ένα βάθρο και νομίζει ότι τοποθετεί τον εαυτό του, είναι κι ο πιο φοβισμένος απ’ όλους. Θα βλέπαμε με περισσότερη συμπάθεια αυτό τον πατέρα σαν ένας εξωτερικός παρατηρητής της ιστορίας, σαν ένας τυχαίος περαστικός που μια μέρα δείπνησε μαζί τους. Θα καταλαβαίναμε ίσως ότι πίσω απ’ την ευθιξία και το αλάθητό του βρίσκεται ένας κατακερματισμένος κάποτε έφηβος που δεν έλαβε χάδι και γι’ αυτό δεν έχει και να δώσει. Θα μπορούσαμε ίσως να φανταστούμε τις αναποδιές που του ‘τυχαν, τις μελανιές στα χέρια του, τις φορές που ήθελε να ακουστεί και δεν υπήρχαν τριγύρω πρόθυμα αυτιά. Θα μας ήταν τόσο πιο ξεκάθαρο ότι η μανία ελέγχου του αποδεικνύει ακριβώς το πόσο έλεγχο δεν έχει, τις μέσα τρικυμίες. Και δεν αποκλείεται καθόλου να μας προκαλούσε συμπόνια, να του λέγαμε κάτι σαν “έλα εδώ βρε άνθρωπε να σ’ αγκαλιάσω να ζεστάνουν λίγο τα μέσα σου”. Υποθετικά όλα αυτά. Αν δεν ήταν ο δικός μας πατέρας. Γιατί εκεί το πράγμα ζορίζει, γιατί εκεί ο θυμός γίνεται σκυταλοδρομία, η συγχώρεση φαντάζει γραφική, η επίδραση των ετεροχρονισμένων απολογιών διαρκεί όσο μια Κυριακάτικη επίσκεψη στο πατρικό, να προσποιηθούμε τους χαλαρούς κι όπου φύγει-φύγει.
Συνήθως φαντάζει μονόδρομος η επανάληψη του ίδιου έργου. Τα παιδιά όταν θα γίνουν τα ίδια γονείς θα αρχίσουν να κυνηγούν την ουρά τους. Υπερωρίες, υποχρεώσεις, τα αγγίγματα μοιάζουν περιττά. Μα ενίοτε θα δούμε και το απόλυτα αντίστροφο, την πλήρη αποκατάσταση. Το πρώην παιδί, νυν γονιός, στερημένος καθώς παραμένει μέσα του θα βαλθεί να σπάσει τον κύκλο. Θα τα κάνει όλα “σωστά” ή έστω αυτό θα νομίζει και θα επιχειρεί. Θα το εκλογικεύει στον εαυτό του, θα λέει πως ανησυχεί μην επαναλάβει τα ίδια λάθη, θα αγγίζει, θα ακούει, θα μιλά λιγότερο, θα αποδέχεται, θα παίζει, θα λέει σ’ αγαπώ, θα ψωνίζει λιγότερο και θα ναι παρών περισσότερο. Κι έτσι θα χαίρεται και θα ανακουφίζει ταυτόχρονα δυο: Το παιδί έξω του και το παιδί μέσα του.